Μ.Σεντένο: Δεν αποτελεί επιλογή το πισωγύρισμα

Μ.Σεντένο: Δεν αποτελεί επιλογή το πισωγύρισμα

Χαμηλώνει τις προσδοκίες στην Ελλάδα για εκπτώσεις στα ψηφισμένα μέτρα ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο, σε αποκλειστική συνέντευξη στη «Ναυτεμπορική», στον Βασίλη Κωστούλα, μετά τη συμφωνία της 21ης Ιουνίου για την έξοδο από το πρόγραμμα και την είσοδο σε ενισχυμένη εποπτεία.

«Αναμένω ότι η χώρα δεν θα παρεκκλίνει από τις δεσμεύσεις της» τονίζει ο επικεφαλής των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης ερωτηθείς για την πρόθεση της κυβέρνησης να μειώσει το ύψος των περικοπών στις συντάξεις, να επαναφέρει τους ευνοϊκούς όρους στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και να αυξήσει τον κατώτατο μισθό. Πάντως, βλέπει «περισσότερο χώρο για ευελιξία» στις πολιτικές που θα χαραχθούν μετά τον Αύγουστο.

Ο υπουργός Οικονομικών της Πορτογαλίας αρνείται το επιχείρημα ότι τα υπερπλεονάσματα δυσχεραίνουν την ανάπτυξη και αντικρούει την επισήμανση ότι το ελληνικό 10ετές διατηρεί με μεγάλη διαφορά την υψηλότερη απόδοση στην Ευρωζώνη. Παρά το γεγονός ότι το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας εφαρμόζεται για πρώτη φορά σε χώρα – μέλος της Ευρωζώνης, προβλέποντας τριμηνιαίους ελέγχους από το σύνολο των θεσμών, ο πρόεδρος του Eurogroup παρομοιάζει την ελληνική έξοδο από το πρόγραμμα με τις αντίστοιχες των υπόλοιπων χωρών.

Ο ίδιος προσεγγίζει ως «μη ζήτημα» το γεγονός ότι το ΔΝΤ δεν ενεργοποίησε το χρηματοδοτικό του πρόγραμμα στην Ελλάδα. Εξάλλου, «θα συνεχίσει να εμπλέκεται και αυτό είναι το πιο σημαντικό». Ειδικότερα, ως προς τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, εμφανίζεται αισιόδοξος ότι οι αγορές την αξιολογούν θετικά για το «προσεχές μέλλον». Μακροπρόθεσμα; «Υπάρχει δέσμευση των Ευρωπαίων να εξετάσουν περαιτέρω ελάφρυνση χρέους, εάν χρειαστεί».

Για τη μείωση της φορολόγησης στην Ελλάδα, ο κ. Σεντένο χαρακτηρίζει κλειδί την απόδοση των μεταρρυθμίσεων, με την πάροδο του χρόνου.

Πόσο αυτόνομη θα είναι πρακτικά η άσκηση οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα; Θα θέλατε να περιγράψετε πώς θα «δουλέψει» το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας μετά τον Αύγουστο;

Για κάθε ευρωπαϊκή χώρα, ιδίως για εκείνες που ανήκουν σε μια νομισματική ένωση, υπάρχουν πάντα κάποιες δεσμεύσεις. Η Ελλάδα δεν είναι διαφορετική. Το τέλος του προγράμματος θα προσφέρει περισσότερο χώρο για ελιγμούς και καλιμπράρισμα στις πολιτικές. Η Ελλάδα θα κληθεί να διατηρήσει την πορεία, αλλά θα έχει μεγαλύτερη ευελιξία να καθορίσει τη διαδρομή προς τον μεγάλο στόχο – δηλαδή να αυξήσει τη δυνητική ανάπτυξη. Η ενισχυμένη εποπτεία στη μετα-προγραμματική φάση θα βοηθήσει την Ελλάδα να διαγράψει την οικονομική πορεία της με αξιόπιστο τρόπο. Αξιόπιστο για τους Ευρωπαίους πιστωτές, οι οποίοι έχουν μεγάλο μερίδιο στην Ελλάδα, και για τις αγορές, η εμπιστοσύνη των οποίων είναι κρίσιμη. Η επιτήρηση θα αρχίσει στο τέλος του προγράμματος και θα περιλαμβάνει όλους τους θεσμούς. Θα εμπεριέχει τριμηνιαίες εκθέσεις και συλλογή πρόσθετων πληροφοριών. Δεν θα έχει τίποτα να κάνει με ένα πρόγραμμα – το οποίο θα λήξει στις 20 Αυγούστου.

Σε ποιες μεταρρυθμίσεις θα λέγατε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να επικεντρώσει την προσοχή της από εδώ και στο εξής; Τι θα κρίνει την επιτυχία της μετα-προγραμματικής περιόδου;

Η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει τι να κάνει. Η δήλωση του Eurogroup τον Ιούνιο 2018 θέτει έξι πεδία μεταρρυθμίσεων στους οποίους η Ελλάδα θα πρέπει να δώσει προσοχή: δημοσιονομική πολιτική, κοινωνική πρόνοια, χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αγορές εργασίας και προϊόντων, ιδιωτικοποιήσεις και δημόσια διοίκηση. Σε όλα αυτά, η Ελλάδα βρίσκεται έναν κόσμο μακριά από εκεί που ήταν πριν από 8 χρόνια. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να παραμείνουμε στην ίδια πορεία και να διασφαλίσουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί θα συνεχίσουν να παραδίδουν καλά αποτελέσματα. Εάν η Ελλάδα συνεχίσει να έχει την ιδιοκτησία αυτών των πολιτικών πέρα από την προγραμματική περίοδο, θα βρει σίγουρα έναν έγκυρο τρόπο για να αντανακλά τις νέες πολιτικές προτιμήσεις της, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την πρόοδο που έχει σημειώσει μέχρι στιγμής. Αυτό θα είναι το μέτρο επιτυχίας στην περίοδο μετά το πρόγραμμα.

Βασικός στόχος των προγραμμάτων προσαρμογής στην Ελλάδα ήταν η βιώσιμη επιστροφή της χώρας στις αγορές. Σήμερα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου κινείται στην περιοχή του 4%, όταν η απόδοση του αντίστοιχου πορτογαλικού κινείται στην περιοχή του 1,5%. Τι δείχνει αυτό για τις επιδόσεις της Ελλάδας και κυρίως για την προοπτική της, στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα;

H σύγκριση που κάνετε δεν είναι ακριβώς κατατοπιστική. Η Ελλάδα απέχει 6 εβδομάδες από το τέλος του προγράμματος. Η Πορτογαλία άφησε το δικό της πρόγραμμα πριν από 4 χρόνια. Η πρόσβαση στις αγορές δεν αποτελεί αυτόματη ευλογία στο τέλος ενός προγράμματος. Κερδίζεις την εμπιστοσύνη των επενδυτών μετά από αρκετές εκδόσεις πριν από το τέλος του προγράμματος και στη συνέχεια την κτίζεις με αξιόπιστες πολιτικές μετά το πρόγραμμα. Η Ελλάδα βρίσκεται απολύτως στον σωστό δρόμο. Η Πορτογαλία μπορεί πράγματι να αποτελέσει καλό παράδειγμα για την Ελλάδα με πολλούς τρόπους. Παρά την περιορισμένη ελευθερία στον προϋπολογισμό της, η Πορτογαλία συμμορφώθηκε με τους δημοσιονομικούς κανόνες, καθώς υποστήριζε την ανάπτυξη με έναν υγιή συνδυασμό πολιτικών ενίσχυσης της ζήτησης και της προσφοράς.

Θα έχετε ακούσει την κριτική ότι τα προγράμματα στην Ελλάδα στάθηκαν περισσότερο στο δημοσιονομικό σκέλος της προσαρμογής, χωρίς να φέρουν απτά αποτελέσματα σε τομείς καθοριστικούς για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, όπως η δημόσια διοίκηση και η δικαιοσύνη, γεγονός που αντικατοπτρίζεται τόσο στη χαμηλή κατάταξη με βάση τους δείκτες ανταγωνιστικότητας, όσο και στο υψηλό κόστος δανεισμού στις αγορές. Θα έπρεπε ίσως κάποια πράγματα να έχουν γίνει διαφορετικά κατά τη γνώμη σας;

Είναι εύκολο να κοιτάζει κανείς πίσω με θυμό. Κανείς δεν μπορεί να είναι χαρούμενος με τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο λαός κατά τη διάρκεια του προγράμματος προσαρμογής. Για να είμαστε δίκαιοι, τα προγράμματα προσαρμογής εξελίχθηκαν πολύ. Οι Ευρωπαίοι δεν είχαν καμία εμπειρία στη διαχείριση ενός προγράμματος προσαρμογής. Εάν συγκρίνετε τις συνθήκες των πολιτικών του πρώτου προγράμματος και του προγράμματος του ESM, θα δείτε σημαντικές διαφορές στην εστίαση και την αλληλουχία. Σε κάθε περίπτωση, ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: η εμπροσθοβαρής προσαρμογή στην Ελλάδα ήταν απαραίτητη και ένα έλλειμμα άνω του 15% του ΑΕΠ απαιτούσε άμεσα δημοσιονομικά μέτρα. Οι περικοπές του προϋπολογισμού λειτουργούν γρήγορα και οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται χρόνο για να παράγουν αποτελέσματα. Γι’ αυτό μου αρέσει να μιλάω για υπομονή στα οικονομικά. Και οι θεσμοί, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών, θα πρέπει να είναι έτοιμοι να την παρέχουν. Είμαι χαρούμενος που ο υπουργός Τσακαλώτος μπόρεσε να παραδώσει μια ήπια προσεδάφιση. Προτιμώ να κοιτάζω στο μέλλον με έναν θετικό τόνο.

Περισσότερα στο naftemporiki.gr

Φωτο:


Σχολιάστε εδώ