Μας χωρίζει ο Ρήνος
Υπό
JOHN GALT
Ήταν αναμενόμενο ότι κάποια στιγμή οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας θα αντιμετώπιζαν το δίλημμα που υφέρπει εδώ και χρόνια και ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση στην ΕΕ. Ήταν το δίλημμα που χωρίζει την Ευρώπη πολιτικά, με γεωγραφικό σύνορο τον Ρήνο. Αφορά την επικράτηση της οικονομικής πολιτικής που εκπροσωπούν οι παρακείμενες στις όχθες του ποταμού χώρες -Γαλλία και Γερμανία-, ώστε η Ευρώπη να βγει ισχυρή από την κρίση.
Οι φιλοσοφικές αλλά και πρακτικές επιλογές ήταν δύο και εκπροσωπούσαν τις δύο κεντρικές χώρες της Ευρώπης. Όπως ευφυώς γράφτηκε στο σημαντικότερο βιβλίο που αναφέρεται στην κρίση της Ευρωζώνης, το να πιστεύουμε ως Ευρωζώνη στην αυτοδέσμευση των κυβερνήσεων των χωρών-μελών είναι σαν να αποδεχόμαστε το λογικά οξύμωρο. Η εμπειρία της αδράνειας, ως προς το πολιτικό κόστος, ανέκαθεν δίχαζε την Ευρώπη.
Η γαλλική σχολή, με εξέλιξη τόσο παλαιά όσο κι η Γαλλική Επανάσταση, είχε κι έχει στόχο να περάσει σταδιακά η συγκέντρωση της πολιτικής και οικονομικής δύναμης μέσα στον χρόνο από το παλαιό καθεστώς (ancient regime), στις δημοκρατικές και κοινοβουλευτικά ελεγχόμενες κυβερνήσεις. Σε αντίθεση, η γερμανική παράδοση, όπως εξελίχθηκε με τη λογική του Ordoliberalism, στηρίζεται στην επικυριαρχία των κανόνων δικαίου (Rechtsstaat).
Η ουσιαστική τους διαφορά και απόκλιση συνίσταται, απλοελληνικά, στο πόσο νερό βάζουν στο κρασί της ανοχής στη διακρατική συμβίωση. Πόσο ανέχονται οι πολίτες ή οι εταίροι την εθνική αυτονομία και ανεξαρτησία στην κοινοπολιτεία όλων των δημοκρατικών κυβερνήσεων. Οι Γάλλοι, όπως οι γονείς σε μια οικογένεια, δέχονται να δώσουν χαρτζιλίκι στο παιδί που δεν τους άκουσε, δεν διάβασε και έφερε κακούς βαθμούς. Πάντοτε για τελευταία φορά, έστω κι αν η ιστορία επαναλαμβάνεται. Οι Γερμανοί καταλαβαίνουν το πρόβλημα, ζητούν από το παιδί να συμφωνήσει ότι θα είναι αξιόπιστο στο μέλλον και του εξηγούν ότι θα εισαχθούν τέτοιοι έλεγχοι που δεν θα μπορεί να ξεφύγει. Σε αντίθεση με τους Γάλλους, οι Γερμανοί αποδίδουν τεράστια σημασία στον ηθικό κίνδυνο ή -στην καθομιλουμένη- στο είπα-ξείπα…
Όλες οι μετά την κρίση ελληνικές κυβερνήσεις παλινδρόμησαν κατά καιρούς μεταξύ των δύο, κατά την κρίση τους, ορίων ανοχής και αλληλεγγύης. Αποδέχονταν να κάνουν όσα μπορούν, υπολογίζοντας το πολιτικό κόστος της στιγμής, ενώ στη συνέχεια προσπαθούσαν να μην υπερβούν τα όρια της κυβερνητικής τους αξιοπιστίας. Προφανώς, ούτε η μία ούτε η άλλη «κόκκινη γραμμή» είναι ποτέ δεδομένες. Είναι όρια που εκφράζουν σύνθετα την πολιτική ιδεολογία και τον αμοραλισμό των κομματικών σχηματισμών που εκπροσωπούν. Άλλα όρια είχε για παράδειγμα η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου και άλλα η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου. Από πλήρη συμβιβασμό και αποδοχή των συμφωνηθέντων μέχρι πλήρη, αλλά τελείως αναξιόπιστη, αποδοχή.
Η σημερινή κυβέρνηση φαίνεται να αγνοεί πλήρως την πολιτική δέσμευση της Ευρωζώνης, που πρόσφατα της δόθηκε το προσωνύμιο «το φάντασμα του Maastricht». Είναι η αρχή της μη αμοιβαιότητας των κρατών-μελών της Ευρωζώνης στα δημόσια χρέη. Σύμφωνα με τη συνθήκη, τα χρέη των κρατών-μελών πληρώνονται από τα ίδια τα κράτη, κι αν όχι, αυτά πτωχεύουν και βγαίνουν από τη ζώνη του ευρώ… Μεσούσης της κρίσης είναι γνωστό ότι η αρχή, αν και βιάστηκε ποικιλοτρόπως, δεν άλλαξε. Και δεν άλλαξε γιατί το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο δεν μπορούσε να την αποδεχτεί. Έγιναν τα στραβά μάτια, αλλά η Ευρωζώνη δεν άλλαξε τη Συμφωνία της Λισαβόνας, που θεσμοθέτησε τη μη αμοιβαιότητα.
Τα χρόνια πέρασαν, το θεμέλιο της ευρωπαϊκής κοινοπολιτείας αλλοιώθηκε, ώστε σήμερα η αυστηρότητα της μη αμοιβαιότητας στα χρέη να αποκαλείται «ευρωζωνική αλληλεγγύη». Για να επανέλθουμε στο προηγούμενο παράδειγμα, η μαμά έπεισε τον μπαμπά να δώσει και πάλι χαρτζιλίκι, έστω και με κακούς βαθμούς, αλλά δεν μπόρεσε να τον πείσει να μην επιβάλει αυστηρούς κανόνες παρακολούθησης της μελλοντικής αξιοπιστίας του υιού.
Έτσι διαμορφώθηκε το τέταρτο Μνημόνιο, που συμφώνησε η ελληνική κυβέρνηση. Δημοσιονομική πειθαρχία και κανόνες παρακολούθησης. Αυστηρή διαχείριση των δημοσιονομικών μέχρι το 2030 και βλέπουμε. Σε πρώτη φάση (2010 – 2018), η χώρα βοηθήθηκε να μη διαβεί τον Ρουβίκωνα της πτώχευσης και σε δεύτερη (2018- 2030), ακολουθώντας την επιβαλλόμενη οικονομική πολιτική, και επειδή δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο αν είμαστε φερέγγυοι χωρίς εξασφαλισμένη ρευστότητα δέχτηκε: 1. Αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία 2. Αναδιάρθρωση του χρέους μέσω σχετικών χρονικών ρυθμίσεων. 3. Ανεξάρτητη συμμετοχή του ΔΝΤ, ώστε να ελέγχει την πιθανότητα κυβερνητικής πτώχευσης.
Οι τρεις συγκεκριμένες δεσμεύσεις υποχρεώνουν τη χώρα μας να παραδώσει εθνική κυριαρχία, ενώ ταυτόχρονα εκφράζουν τη συνισταμένη των δύο αντικρουόμενων ιδεολογιών Γαλλίας – Γερμανίας.
Η δέσμευση της κυβέρνησης Τσίπρα κρίνεται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά την αξιοπιστία της κυβέρνησης, για το πώς, δηλαδή, θα λειτουργήσει στα νέα δεδομένα. Ανεξάρτητα από το πότε θα γίνουν εκλογές και ποιος θα είναι κυβέρνηση, το ζητούμενο από τους δανειστές είναι πόσο αξιόπιστος είναι ο συνομιλητής τους. Όσο λάθος λοιπόν είναι να πολιτικολογούν τα κυβερνητικά στελέχη, αμφισβητώντας τη συμφωνία που δέχτηκαν οι κ. Τσακαλώτος και Χουλιαράκης, άλλο τόσο υπεύθυνος είναι ο κ. Μητσοτάκης, που προσπαθεί να πείσει τους δανειστές μας ότι θα κινηθεί μέσα στους βαθμούς ελευθερίας που θα του επιτρέψει η δημοσιονομική πειθαρχία του κ. Τσίπρα. Σε μια αντιπαλότητα, η ασάφεια των θέσεων και των προθέσεων της κυβέρνησης αντιπαλεύεται σε διεθνές επίπεδο μόνο με σαφείς και προκαθορισμένες πολιτικές.
Σε κάθε Έλληνα πλέον είναι σαφές ότι τους όρους του παιχνιδιού τους καθορίζουν οι δανειστές και όχι οι οφειλέτες. Οι εταίροι λοιπόν, για να αξιολογήσουν τη σοβαρότητα της οικονομικής πολιτικής, ζητούν άμεσα σαφήνεια και δεσμεύσεις στους στόχους και στις ρήτρες διαφυγής. Δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το πώς θα λειτουργήσει το ολιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης.
Η αξιοπιστία του κυβερνητικού προγράμματος είναι όμως μόνο μία διάσταση του προβλήματος, για κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Η αξιοπιστία των πολιτικών που θα διαχειριστούν με τη στρατηγική τους τις νέες δεσμεύσεις τούς επιβάλλει να εξηγήσουν πώς θα επιτευχθεί η αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Το δίλημμα για τη μελλοντική πορεία είναι δεδομένο, «λιτότητα ή/και ανάπτυξη», αφού η αποπληρωμή των χρεών στο μέλλον στέλνει πόρους στο εξωτερικό.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες των Μνημονίων, συμπεριλαμβανομένης και της Ιταλίας, η χώρα μας δεν έχει εσωτερικό δανεισμό, ώστε η αποπληρωμή των χρεών του Δημοσίου να ανακυκλώνει ρευστότητα προς τον ιδιωτικό τομέα.
Στο μέλλον το Δημόσιο θα μαζεύει φόρους και αντί να πληρώνει τους έλληνες πολίτες θα πληρώνει ξένους θεσμικούς, που θα τα δαπανούν στη χώρα τους.
Γι’ αυτό και πολύ σωστά το ΔΝΤ προβληματίζεται για το πώς θα επιτευχθεί η απαιτούμενη οικονομική ανάπτυξη, όταν το αποτέλεσμα της χώρας στο παρελθόν, και μάλιστα με άφθονη ρευστότητα, ήταν μέση ετήσια ανάπτυξη 1,5% για μία τριακονταετία.
Στηριζόμενοι στην αρχή ότι η αξιοπιστία όλων μας αποτελεί ατομική υπόθεση, θα επανέλθουμε την επόμενη εβδομάδα προτείνοντας λύσεις στην αναγκαία πολιτική για μια υγιή αναπτυξιακή πορεία, στα πλαίσια της δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας που μας δεσμεύει…