Το σπιτάκι
Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Το μόνο για το οποίο δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Λουδοβίκο, τον Βασιλέα της Βαυαρίας, είναι πως ήταν άστοργος πατέρας. Φρόντισε για την επαγγελματική αποκατάσταση και των δύο παιδιών όσο εκείνα ήταν σε βρεφική ακόμα ηλικία, ώστε να κάνουν αυτά κουμάντο στη χώρα που εκείνος τότε βασίλευε.
Και για τον μεν πρώτο, τον μεγάλο, δεν υπήρχε θέμα. Κάτι τα πρωτοτόκια, κάτι η τήρηση των θεσμών, έγινε διάδοχος του Βασιλείου της Βαυαρίας από γεννησιμιού του. Το πρόβλημα ήτανε ο άλλος. Ο μικρός. Αυτός δεν ήταν για τίποτα. Ούτε καν για βασιλέας. Έτσι ο πατήρ του τον προόριζε για παπά (και πού ξέρεις;). Το μέλλον είναι άδηλο. Μπορούσε να γίνει και Πάπας. Κάλεσε λοιπόν έναν φραγκόπαπα ειδικό στην εκπαίδευση παπάδων και του ανέθεσε τη μόρφωση του μικρού Όθωνα.
Στον μήνα επάνω ο φραγκόπαπας είχε μάθει όλα τα βρομόλογα που λέγονταν στη Βαυαρία, ενώ ο μαθητής του δεν ήξερε ακόμη ούτε το «Δόξα Πατρί». Βαθύς αρχαιολάτρης και ελληνολάτρης ο Λουδοβίκος γνώριζε τις Μοίρες από την καλή.
Ήξερε την Κλωθώ αλλά και τη Λάχεση, που αντιπροσώπευε το μέλλον. Επειδή ήταν καλός άνθρωπος, ήλπιζε μην τυχόν και του κάνουν καμιά στραβή.
Η Ιστορία λίγο πολύ είναι γνωστή σε όλους. Όταν απελευθερώθηκε από τους Τούρκους η Ελλάς, οι Μεγάλες Δυνάμεις όρισαν τον Όθωνα βασιλέα των Ελλήνων. Έδινε καλές συμβουλές ο πατήρ Λουδοβίκος, που γνώριζε απ’ έξω και ανακατωτά τα της Ελλάδος. Φρόντισε να γίνει η Αθήνα πρωτεύουσα του καινούριου κράτους και έσωσε συν τοις άλλοις την Καπνικαρέα, που οι τεχνοκράτες της εποχής ήθελαν να την γκρεμίσουν.
Έβλεπε με φρίκη ο Λουδοβίκος την Αθήνα να έχει ιστορία όση καμιά άλλη πόλη στον κόσμο και να την περιφρονεί. Έβλεπε τα αρχαία, την Ακρόπολη, τον Ιλισό, αλλά έβλεπε και τους μιναρέδες, απ’ όπου κάθε πρωί έβγαινε ο μουεζίνης και δοξολογούσε τον Αλλάχ και τον Προφήτη. Είχε μπόλικους μιναρέδες η Αθήνα. Παλάτι δεν είχε. Δεν νταγιάντιζε ο Λουδοβίκος να έχει τον υιό του κοτζάμ βασιλέα με τα όλα του, με τρεις (με το συμπάθιο) αντιβασιλείς ώσπου να ενηλικιωθεί, και να μην έχει παλάτι, αλλά να κάθεται στο νοίκι.
Φώναξε λοιπόν τον υπουργό Οικονομικών του και τον ρώτησε: «Δεν μου λες Φρίντριχ. Αν φτιάξω με δικά μου λεφτά ανάκτορο για τον μικρό, τι θα μου δώσει το Ελληνικό Δημόσιο;» Ο βαυαρός υπουργός Οικονομικών ήταν κατηγορηματικός: «Τίποτα, μεγαλειότατε. Ούτε καν ευχαριστώ…». Θύμωσε ο άναξ, αλλά απέδωσε στην ηλικία και στα γηρατειά του υπουργού ότι «δεν ξέρει τι λέει». Στη συνέχεια, φώναξε ο Βαυαρός τον βασιλικό του μηχανικό, τον Γκέρτνερ, επιλέχθηκε εν τάχει το οικόπεδο στο Σύνταγμα, παρά την Πύλη της Μπουμπουνίστρας, ως η πλέον κατάλληλη και υγιεινή τοποθεσία. Έκανε λοιπόν ο μηχανικός τα σχέδια, τα διόρθωσε ο Λουδοβίκος και με την προσωπική του επίβλεψη μπήκε ο θεμέλιος λίθος τον Ιανουάριο του 1836 και σφάχτηκε κατ’ έθιμο ο κόκορας.
Κάθε δαπάνη για τα Ανάκτορα των Αθηνών ανέλαβε φυσικά ο Λουδοβίκος και το γιαπί μπήκε μπροστά. Kάποτε η οικοδομή τελείωσε. Έγιναν τα εγκαίνια, παρουσία του βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου, όλου του σογιού του και των εν Αθήναις πρεσβευτών, και εγκαταστάθηκαν στο καινούριο τους σπιτάκι οι βασιλείς. Σταμάτησε να γκρινιάζει και η Αμαλία, που τόσο καιρό μουρμούραγε πως δεν «έχουν ένα κεραμίδι, να βάλουν από κάτω το κεφάλι τους».
Και η ζωή κυλούσε. Φρόντιζε τον κήπο της η Αμαλία και φερόταν σαν απόλυτος μονάρχης ο Όθων. Η ιστορία του κτιρίου είναι ταυτόσημη με την πολιτική ιστορία της Ελλάδος. Αργότερα, όταν ο Όθων πήρε πόδι, για λίγο καιρό έμεινε στα ανάκτορα ο καινούριος βασιλιάς της Ελλάδος, ο Γεώργιος ο Α’.
Ύστερα, δύο μεγάλες πυρκαγιές, σε σύντομο μάλιστα χρονικό διάστημα, θεωρήθηκαν κακός οιωνός από τα γραΐδια της περιοχής. Από το 1910 έπαψαν τα Ανάκτορα να στεγάζουν εστεμμένους και προσέφεραν κοινωνική υπηρεσία. Έτσι, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στέγασαν πρόσφυγες και από το 1929, με απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου, εγκαταστάθηκε το Κοινοβούλιο. Στο μεγάλο χρονικό διάστημα που πέρασε από τότε βρήκαν φιλόξενη στέγη στα αλλοτινά Ανάκτορα πολλές δημόσιες υπηρεσίες, στην ταράτσα των οποίων κυματίζει πάντοτε η γαλανόλευκη…