Ξεπουλήσαμε φθηνά…
Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Και τώρα; Μετά τα γελάκια τις αγκαλιές, τι μέλλει γενέσθαι; Δεν θα έπρεπε να ενημερώσουν τον λαό τι περιλαμβάνει αυτή η συμφωνία; Ποια τα υπέρ της και ποια τα κατά; Μήπως κάναμε το μοιραίο λάθος και δώσαμε χωρίς να πάρουμε; Μήπως ξεπουλήσαμε φτηνά, τόσο φτηνά, μια Ιστορία που δεν ξαναγράφεται;
Σε λίγο θα φτάσουμε στο σημείο να αμφισβητούμε και εμείς οι ίδιοι την καταγωγή μας. Την ύπαρξή μας. Άκουσα μια γυναίκα που μένει εκεί στις Πρέσπες, φύλακας των συνόρων, να αναρωτιέται: «Τώρα τι είμαστε, ‘‘Μακεδόνες’’ ή Έλληνες;».
Δεν είναι αστείο; Κατάφερε μια μικρή χώρα να επιβάλλει τα «θέλω» της. Μια χώρα της οποίας ο πληθυσμός αποτελείται από διάφορες φυλές – κράτη, Αλβανούς – Βούλγαρους – Έλληνες, και δεν είναι ενιαίος. Ποια είναι η δική του ιστορία και πότε την έφτιαξε; Πού βρισκόταν στον Α’ και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Ποια είναι η γλώσσα της, με τι μοιάζει; Και με ποιο θράσος όλα αυτά τα χρόνια πέτυχε να επιβάλλει την ονομασία που τη συνέφερε; Από ποιους στηρίχθηκε, και γιατί;
Αυτή η πολύπαθη χώρα δεν ζήτησε τίποτε από κανέναν. Πάντα προσπάθησε να αμυνθεί και να φυλάξει τα κεκτημένα της, με αυτοθυσία κι αξιοπρέπεια. Αισθάνομαι, και φαντάζομαι κι όλοι οι Έλληνες, ένα είδος προσβολής, μια γροθιά στο στομάχι, που αφήσαμε να μείνει το όνομα «Μακεδονία» στην ονομασία αυτής της χώρας. Τι θα πει «Άνω» ή «Κάτω» ή «Βόρεια» ή «Δυτική»; Φαίνεται σαν κάτι το ακαθόριστο, σαν κάτι που μπορεί να κρύβει λάθη.
Ξεκαθαρίστε αυτήν την εικόνα που οι απλοί άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν, που είναι θολή και αναξιόπιστη. Ρωτήστε τη γνώμη τους, θα μπορούσατε, δεν είναι δύσκολο. Εδώ έχουν γίνει συλλαλητήρια, ακούστηκαν κραυγές που έσβησαν από απογοήτευση, θαρρείς από ένα είδος εγκατάλειψης της χώρας στη μοίρα της. Οι άνθρωποι λες και αφέθηκαν πια στην τύχη τους.
Πού είναι το πάθος των διαμαρτυρόμενων για τη λιτότητα; Πού είναι εκείνο το πλήθος το μαινόμενο, που έκαιγε ανθρώπους και περιουσίες; Όλοι λούφαξαν και αυτό που τους απέμεινε είναι το θέατρο των Εξαρχείων. Μήπως τελικά οι τουρίστες ζήτησαν να δουν το έργο «κλέφτες και αστυνόμοι», που παίζεται καθημερινά στην οδό Τοσίτσα;
Μολότοφ και δακρυγόνα έτσι για το γούστο και η διαμαρτυρία για την αποφυλάκιση του Κουφοντίνα υπερθέαμα πατριωτισμού από τους γνήσιους δημοκράτες ενός κράτους που έχει γίνει ο σάκος του μποξ απ’ όλους. Τρώει τις καρπαζιές από παντού και περιμένει. Τι, άραγε; Να έρθουν οι Αμερικάνοι με τους σάκους γεμάτους λεφτά για να μας σώσουν ή η Ευρωπαϊκή Ένωση να μαλώσει τους γείτονες εξ Ανατολών; Εγώ ήξερα από τους παππούδες μου ότι αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις από άλλους.
Ξυπνήστε Έλληνες, αγαπήστε ξανά την άμοιρη αυτή γλυκιά χώρα.