Μια ψύχραιμη αποτίμηση της Συμφωνίας των Πρεσπών
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Σε προηγούμενο άρθρο μας για τη συμφωνία για το «Μακεδονικό» είχαμε αποφύγει έναν ευρύτερο σχολιασμό, εν αναμονή του αποτελέσματος των συζητήσεων στη Βουλή για την πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης που κατέθεσε η αξιωματική αντιπολίτευση, που, ως γνωστόν, απερρίφθη.
Την επομένη, όπως είχε προαναγγελθεί, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση των πρωθυπουργών των δύο χωρών στις Πρέσπες, όπου οι υπουργοί τους των Εξωτερικών έθεσαν τις υπογραφές τους στο κείμενο της συμφωνίας, το οποίο είχε δημοσιοποιηθεί τρεις ημέρες ενωρίτερα. Ουδέν νεώτερον από τη συνάντηση, στην οποία παρευρέθηκε και η ύπατη εκπρόσωπος για την εξωτερική πολιτική της ΕΕ και συγχρόνως αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φεντερίκα Μογκερίνι.
Παρών, επίσης, και ο διαμεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών Μάθιου Νίμιτς, ο οποίος ευτύχησε να δει την εικοσαετή διαμεσολαβητική προσπάθειά του να θριαμβεύει! Προ μηνών, σε δηλώσεις του στα Σκόπια, είχε αναφερθεί σε μια τυχαία συνάντησή του σε δρόμο της Νέας Υόρκης με «Μακεδόνα», αναφορά που ο γράφων είχε χαρακτηρίσει τουλάχιστον ως ατόπημα, γιατί, όπως λέει και η λαϊκή σοφία, «στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί».
Εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι η λέξη «Μακεδόνας» δεν διέλαθε της προσοχής του από πιθανή γεροντική κόπωση… Θα περιμένουμε εναγωνίως τα απομνημονεύματα του ιδίου, όπως και του, επί μακρόν, έλληνα διαπραγματευτή, πρέσβη Αδαμάντιου Βασιλάκη για να μάθουμε περισσότερα και ειδικότερα τι οδηγίες έπαιρνε ο τελευταίος από τις κυβερνήσεις που επί μία εικοσαετία εναλλάσσονταν στην εξουσία, έως ότου οι διαπραγματεύσεις ανατέθηκαν απευθείας στους υπουργούς των Εξωτερικών.
Η Συμφωνία της 17ης Ιουνίου, που πιθανότατα εφεξής θα φέρει την ονομασία «Συμφωνία των Πρεσπών», σωστά χαρακτηρίστηκε ως ιστορική, επειδή με αυτή τίθεται τέρμα (ελπίζεται) σε μια διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών που έθετε εμπόδια στις διμερείς σχέσεις, ενώ παρείχε τη δυνατότητα έξωθεν παρεμβάσεων, όχι πάντοτε θετικού χαρακτήρα.
Η συμφωνία θα αφήσει όμως και τραυματικά ίχνη, ιδιαίτερα από εκείνες τις διατάξεις που παρέχουν τη δυνατότητα, με την επίκληση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού, στους πολίτες της γείτονος χώρας να αναφέρονται ως «Μακεδόνες», η γλώσσα τους ως «μακεδονική» και η χώρα τους ως «Μακεδονία», αν και θα προηγείται η λέξη «SEVERNA» («Βόρεια»), που θα τη διαχωρίζει από την ελληνική, που όμως δεν αποτελεί κράτος αλλά γεωγραφικό και διοικητικό διαμέρισμα της χώρας μας. Βέβαια, οι διατάξεις του άρθρου 7 της συμφωνίας διευκρινίζουν με σαφήνεια ότι η γλώσσα τους ανήκει στην ομάδα των σλαβικών γλωσσών της Νοτίου Βαλκανικής, ενώ υπάρχει σαφής διαχωρισμός από τους αρχαίους και σημερινούς έλληνες Μακεδόνες. Οι διατάξεις αυτές είναι μείζονος σημασίας και η Ελλάδα μπορεί να τις επικαλεσθεί ανά πάσα στιγμή αν προκύψει κάποιο πρόβλημα σε διμερές ή διεθνές επίπεδο.
Όμως σημασία έχει η καθημερινότητα και η διεθνής πρακτική. Το πώς δηλαδή θα αποκαλούνται διεθνώς. Αυτό ακριβώς το στοιχείο επικαλέσθηκε ο σκοπιανός πρωθυπουργός κ. Ζάεφ σε πρόσφατες σχετικές δηλώσεις του σχετικά με τη συμφωνία και αυτό θα επικαλεσθεί και πιθανότατα θα βαρύνει στην ψήφο των πολιτών της γείτονος όταν η συμφωνία και οι συνταγματικές αλλαγές θα τεθούν στην κρίση του λαού με τη μορφή δημοψηφίσματος. Στους επικριτές της συμφωνίας πρέπει να θυμίσουμε ότι στο διάστημα των τελευταίων είκοσι πέντε ετών έχουμε υπαναχωρήσει από πολλές θέσεις μας, με παλινωδίες και ανοχές, με αποτέλεσμα εκατό σαράντα χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, Ρωσίας και Κίνας, να έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα και να τους αποκαλούν «Μακεδόνες» και τη χώρα τους «Μακεδονία».
Οι διατάξεις που περιέχονται στο άρθρο 7 είναι πολύ πιθανόν να μην επηρεάσουν την πραγματικότητα. Αποτελούν όμως μία έγγραφη δέσμευση και παραδοχή σχετικά με το τι εννοείται με τις λέξεις «Μακεδονία», «Μακεδόνες» και «μακεδονική γλώσσα». Αναφορικά με τα αγάλματα, τις προτομές, τις ονομασίες οδών, κ.ά., με τα οποία ο Γκρούεφσκι και οι εθνικιστές του VMRO φρόντισαν να κοσμήσουν την πρωτεύουσά τους, που αποτελούν και απτή απόδειξη του σφετερισμού της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, οι διατάξεις της συμφωνίας θα έπρεπε να είναι σαφέστερες και περισσότερο δεσμευτικές, με ανάληψη συγκεκριμένων μέτρων για την απομάκρυνσή τους. Οι τοποθετήσεις ταμπελών στις βάσεις των αγαλμάτων μάλλον επινοήθηκαν για να διευκολύνουν τον κ. Ζάεφ έναντι των εθνικιστών της αντιπολίτευσης.
Οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της συμφωνίας απέκτησαν δυναμική μετά τη συνάντηση των δύο πρωθυπουργών στο Νταβός της Ελβετίας τον περασμένο Ιανουάριο (24.1.2018). Ουδείς μπορεί να αγνοήσει τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η προοπτική ένταξης της ΠΓΔΜ ή «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ μαζί με τις άλλες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων (Αλβανία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη) καθώς και το Κόσσοβο με τη μορφή συνεργασίας. Η προοπτική αυτή, που ενδιαφέρει σφόδρα τον δυτικό κόσμο για γεωπολιτικούς λόγους, αποτελεί την πολιτική διάσταση στην επίσπευση των διαδικασιών εύρεσης λύσης για την ονομασία με αναβάθμιση του επιπέδου των διαπραγματεύσεων σε επίπεδο υπουργών των Εξωτερικών, για να λάβουν τελικά σάρκα και οστά με την υπογραφείσα τη 17η Ιουνίου Συμφωνία στις Πρέσπες.
Καμία, πιστεύω, ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε εύκολα να αγνοήσει αυτήν τη συγκυρία χωρίς τον κίνδυνο διπλωματικής απομόνωσης σε μια δύσκολη για τη χώρα μας στιγμή. Θα συνιστούσε πολιτική απερισκεψία, πέραν ότι θα απαιτούσε ευρύτατη συναίνεση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο.
Γενικά, η Συμφωνία των Πρεσπών, μέχρι την πλήρη υλοποίηση της οποίας θα απαιτηθεί η εκπλήρωση πολλών προϋποθέσεων, με σημαντικότερη την τροποποίηση από πλευράς της ΠΓΔΜ του Συντάγματος, με απάλειψη όλων των αλυτρωτικών διατάξεων, έχει πολλά θετικά αλλά και επίμαχα σημεία που δεν μας επιτρέπουν να πανηγυρίζουμε.
Ελπίζεται ότι με τη συμφωνία θα ξεκινήσει μια νέα εποχή στις σχέσεις μας με τα Σκόπια και συγχρόνως θα συντελέσει αποφασιστικά στη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, που θα αναβαθμίσει τον στρατηγικό ρόλο της Ελλάδας. Όλα όμως τίθενται υπό τη δοκιμασία του χρόνου, ειδικά όσον αφορά το πως θα συμπεριφερθεί και αν θα ανταποκριθεί η γειτονική μας χώρα στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, στο εγγύς και άμεσο μέλλον.