Η Γερμανία επιμένει και… επιβάλλει τις απόψεις της για το ελληνικό χρέος
Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας
Μόλις την προηγούμενη Κυριακή, από τις στήλες της εφημερίδας που και σήμερα μας φιλοξενεί, είχαμε αναφερθεί στο γεγονός ότι η Γερμανία επιμένει στις απόψεις της για το ελληνικό χρέος, αρνούμενη πεισματικά να εγκαταλείψει τον ολοκληρωτικό της έλεγχο επί της ελληνικής οικονομίας.
Τα αποτελέσματα του Eurogroup της Πέμπτης 21 Ιουνίου νομίζω ότι επιβεβαίωσαν για ακόμη μια φορά αυτήν την αντίληψη.
Συγκεκριμένα: Σε δεκαετή επιμήκυνση και ανάλογη περίοδο χάριτος καθώς και στην εκταμίευση δόσης που φτάνει τα 15 δισ. ευρώ κατέληξε η συνεδρίαση του Eurogroup.
Η Γερμανία πρόβαλε αντίσταση μέχρι την τελευταία στιγμή σε «γενναίες» παραχωρήσεις προς την Ελλάδα. Αντί για επιμήκυνση 15 ετών που ζητούσε το ΔΝΤ τελικά συμφώνησαν στα δέκα έτη, αφού προηγουμένως εξασφάλισαν τη μη ενεργοποίηση της γαλλικής πρότασης που προέβλεπε σύνδεση της διαχείρισης του χρέους με τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας. Το Eurogroup περιορίστηκε σε δήλωση-υπενθύμιση παρακολούθησης της βιωσιμότητας του χρέους και παρέμβασης, αν χρειαστεί: «Στο πλαίσιο αυτό, για τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το Eurogroup υπενθύμισε τη συμφωνία του Μαΐου του 2016 για έναν έκτακτο μηχανισμό για το χρέος που θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί σε περίπτωση ενός αναπάντεχα πιο δυσμενούς σεναρίου».
Με τα εμπροσθοβαρή μέτρα πάντως εξασφαλίζεται ότι οι πληρωμές των δανείων του EFSF (περίπου 96 δισ. ευρώ) θα ξεκινήσουν από το 2033 αντί για το 2023. Αυτό σημαίνει ότι αναβάλλεται ετησίως αποπληρωμή δανείων ύψους περίπου 2,3 δισ. ευρώ και δεν καταβάλλονται ούτε οι αναλογούντες τόκοι.
Η δόση θα φτάσει τα 15 δισ. ευρώ και η χώρα θα φύγει από το πρόγραμμα με μαξιλάρι ρευστότητας 24,1 δισ. ευρώ, καλύπτοντας τις ανάγκες για τους επόμενους 22 μήνες, κάτι που θα αποτελέσει σημαντικό εργαλείο απέναντι σε πιθανές αναταράξεις.
Παράλληλα η χώρα θα εισπράξει τα έσοδα από τα κέρδη από τα ομόλογα SMPs και AMFA (περίπου 4 δισ. ευρώ) σε εξαμηνιαίες δόσεις έως το 2022, εφόσον υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν.
Σε ό,τι αφορά την επιτήρηση, θα ενεργοποιηθεί η ενισχυμένη εποπτεία, στην οποία θα συμμετέχει και το ΔΝΤ. Η Γερμανία κράτησε το ΔΝΤ στο πρόγραμμα με τέτοιο τρόπο ώστε αφενός να συνεχίσει να αποτελεί τον μπαμπούλα για την Ελλάδα και αφετέρου να μην μπορεί να προβαίνει σε δικές του εκτιμήσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που πιθανόν να βρίσκονται στον αντίποδα των δικών της εκτιμήσεων.
Έτσι από τις 21 Αυγούστου η Ελλάδα μπαίνει σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας.
Ένα πολύ πιο αυστηρό καθεστώς από αυτό που είχαν οι υπόλοιπες μνημονιακές χώρες μετά την έξοδό τους από το πρόγραμμα, καθώς κάθε τρίμηνο μέχρι το 2022 εκπρόσωποι των τεσσάρων «θεσμών» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΔΝΤ, ΕΚΤ, ESM) θα βρίσκονται στη χώρα για να κρίνουν κατά πόσον η Ελλάδα τηρεί τους μεταμνημονιακούς όρους. Θα συντάσσουν μία έκθεση που θα παρακολουθείται σίγουρα πολύ προσεκτικά από τις αγορές και θα κρίνει το οικονομικό μέλλον της χώρας. Αν η έκθεση είναι θετική, εκτός από την εμπιστοσύνη των αγορών η χώρα θα κερδίζει και περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους (ΑNFA’s και SMP’s) και την κατάργηση του επιτοκίου step up, που έχει συνδεθεί με μέρος (11,5 δισ. ευρώ) του δανείου του δεύτερου προγράμματος (EFSF).
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ελληνικές αρχές έχουν αναλάβει πολύ συγκεκριμένες δεσμεύσεις για να ολοκληρώσουν σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που ξεκίνησαν στο πλαίσιο του προγράμματος του ESΜ (συμπεριλαμβανομένων δεσμεύσεων για ολοκλήρωση μέτρων που δεν εξαρτώνται απολύτως από την κυβέρνηση), με βάση τα συμφωνημένα χρονοδιαγράμματα.
Οι δεσμεύσεις αυτές αφορούν έξι βασικούς τομείς; Δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, κοινωνική πρόνοια, χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αγορές εργασίας και προϊόντων, ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση. Ο κατάλογος είναι εκτενής και δύσκολος, με συγκεκριμένα αυστηρά χρονοδιαγράμματα, αλλά δεν πρόκειται για νέες μεταρρυθμίσεις. Είναι αυτές που δεν έχει προλάβει να ολοκληρώσει η ελληνική κυβέρνηση και πρέπει να γίνουν στα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Όμως αυτό που πραγματικά δημιουργεί ανησυχίες είναι η αβεβαιότητα ως προς την επίτευξη του βασικού στόχου του μνημονιακού προγράμματος. Ποιο είναι αυτό; Ας το δούμε πώς το διατύπωσε ο Κλ. Ρέγκλινγκ:
«Το σημαντικότερο ζήτημα είναι να διασφαλίσουμε στον μέγιστο δυνατό βαθμό ότι η Ελλάδα μπορεί να διατηρήσει την πρόσβαση στις αγορές μετά την έξοδο από το πρόγραμμα. Αυτό δεν είναι σημαντικό μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τον ESM, ως τον μεγαλύτερο πιστωτή της χώρας».
Η παρούσα κατάσταση που επικρατεί στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές δεν βοηθά καθόλου προς επίτευξη αυτού του βασικού στόχου. Η άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων, η λήξη της νομισματικής πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, οι διαφαινόμενοι εμπορικοί πόλεμοι, το Μεταναστευτικό, κ.λπ., είναι όλοι παράγοντες που κινούνται στον αντίποδα του βασικού στόχου. Διαφαίνεται δηλαδή ο κίνδυνος η Ελλάδα να δυσκολευτεί να αναχρηματοδοτήσει μόνη της τις υποχρεώσεις, αν αυτή η κατάσταση αβεβαιότητας συνεχιστεί.