Τα Μνημόνια ποτέ δεν πεθαίνουν
Υπό
JOHN GALT
Η τελική συμφωνία της χώρας στο Eurogroup και η επικείμενη δέσμευση των χωρών-μελών της Ευρωζώνης στους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, που θα ανακοινωθούν στη Σύνοδο Κορυφής στις 27-28 Ιουνίου, ολοκληρώνει τελεσίδικα την έξοδο της ΕΕ από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση που ξέσπασε στις αρχές του 2008.
Η νομισματική πολιτική με την ποσοτική χαλάρωση των 3 τρισ. που προηγήθηκε εκπλήρωσε τον σκοπό της. Οι διαρθρωτικές αλλαγές σε ευρωζωνικό επίπεδο δημιούργησαν συνθήκες και μηχανισμούς ικανούς να αντεπεξέλθουν με αξιοπιστία πιθανές μελλοντικές κρίσεις. Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης προχώρησαν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και δρομολόγησαν ικανοποιητικές θεσμικές δουλείες ώστε να μπορούν αξιόπιστα να αντιπαρέρχονται ισχυρές διαταραχές, με δεδομένη την κοινοτική αλληλεγγύη.
Ο κύκλος της κρίσης κλείνει με την περιγραφή των νέων ισχυρών κανόνων εισόδου και εξόδου των χωρών-μελών της Ευρώπης εντός και εκτός της Ευρωζώνης. Η διεύρυνση αλλά και η συρρίκνωση θα είναι μετά την 28η Ιουνίου ένας σαφής μηχανισμός διευρωπαϊκής μνημονιακής συμφωνίας. Για τους ενημερωμένους, κάτι σαν ένα νέο Μάαστριχτ, με λιγότερο αυστηρούς κανόνες και με περισσότερο ισχυρούς μηχανισμούς ελέγχου και επιβολής τους.
Η χώρα μας μετά τη Μεταπολίτευση και την εποχή της αστακομακαρονάδας και μετά την είσοδο στη διαδικασία εξασφάλισης του περίφημου αξιόχρεου του μη διαχειρίσιμου δημοσίου χρέους περνά στην τελευταία φάση της φιλελεύθερης πολιτικής προσαρμογής της οικονομικής λειτουργίας. Υπογράφει μια δανειακή σύμβαση αντίστοιχη με τις τρεις προηγούμενες, με γνώμονα όχι πλέον την ικανότητά της να καλύπτει τις λειτουργικές της ανάγκες, αλλά με γνώμονα την εμπορευσιμότητα του υφιστάμενου δημοσίου της χρέους, που σήμερα είναι παγωμένο στα χαρτοφυλάκια των θεσμικών εταίρων της Ευρωζώνης.
Από αυτή την άποψη, η συμφωνία που προβλέπεται να τεθεί σε ψηφοφορία στην Ολομέλεια της Βουλής μέσα στον Ιούλιο εισάγει μια δανειακή διευκόλυνση των πιστωτών ώστε να μπορούν να καταστούν εμπορεύσιμα τα μετά το PSI ελληνικά ομόλογα με χαμηλό, συμβατικό τόκο.
Για μία δεκαετία η χώρα μας δίνει, με τη σύμβαση αυτή, το δικαίωμα σε όσους κατέχουν αυτά τα ομόλογα να τα διαπραγματεύονται με εγγυημένο, σταθερό επιτόκιο. Με μία όμως δέσμευση. Πλην απολύτως οριακών βραχυχρόνιων δανείων, το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει στην ουσία καμία δυνατότητα να βγει στις αγορές. Αν βγει, θα πρέπει να το δανείζουν καλύτερα από το Αμερικανικό Δημόσιο. Άρα η όλη διαχείριση της δημόσιας οικονομικής περνάει σε ευρωπαϊκό οικονομικό έλεγχο. Εκτός από τα υποχρεωτικά πλεονάσματα, η νέα δανειακή σύμβαση (επιτέλους, ας το πούμε Μνημόνιο) επιβάλλει αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, αφού το σύνολο της εθνικής περιουσίας έχει ήδη δοθεί ως εγγύηση των υφιστάμενων δανείων.
Επαναλαμβάνουμε, δανειακή σύμβαση ή Μνημόνιο ή Θανάση ή όπως αλλιώς θέλουν να το πουν οι πολιτικοί μας, μέχρι το 2060. Τι πετύχαμε λοιπόν με τη συγκεκριμένη παραχώρηση; Βιωσιμότητα μέσα στη ζώνη του ευρώ. Στην περίπτωση μάλιστα που υπάρχουν αντιρρήσεις, η προστασία θα είναι κατ’ αρχάς με εθνικούς πόρους (βλέπε ρευστοποίηση δημόσιας περιουσίας).
Τι κερδίσαμε επιπλέον; Κατ’ αρχάς, τη δυνατότητα ο ESM μέσα σε μία δεκαετία να αναδιαρθρώσει το χρέος μας σ’ ένα εκτός αγοράς επιτοκιακό επίπεδο (π.χ. 1,5% κατά μέσο όρο και μέχρι το 2070). Κερδίσαμε όμως και την κατάργηση της πολιτικής της αστακομακαρονάδας της μεταπολιτευτικής περιόδου. Τέρμα τα δημόσια χρέη χωρίς λογική. Τέρμα οι επενδύσεις και οι κοινωνικές παροχές χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα, με μόνο στόχο την πολιτική αναπαραγωγή του κόμματος της εξουσίας. Τέρμα η εθνική ανεξαρτησία στη διαχείριση των δημοσιοοικονομικών.
Ο υπουργός Οικονομικών θα βάζει φόρους τόσους όσους χρειάζεται για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες. Τέρμα η πολιτική που μολύνει χωρίς κανόνες τους εταίρους με δημόσια ή/και ελλείμματα ισοζυγίου πληρωμών. Καλβινισμός στο ύψιστο επίπεδο.
Τέρμα η πολιτική πρακτική του άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε ή υποσχόμαστε ότι θα κάνουμε. Το παράδειγμα με τον ΦΠΑ στα νησιά, με τη φορολογία των εφοπλιστών, τη μη εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου και, τέλος, την κατάργηση του αφορολογήτου είναι παρελθόν.
Οι πολιτικοί μας δεν θα μπορούν, αν θέλουν η Ελλάδα να είναι μέλος της Ευρωζώνης, να υπόσχονται ότι θα καταργήσουν τα Μνημόνια «με έναν νόμο κι ένα άρθρο».
Στα πλαίσια αυτά οφείλαμε να δεσμευτούμε μακροχρόνια. Προφανώς όχι εμείς, οι πολίτες, αλλά οι εκπρόσωποί μας στη Βουλή. Και σε συνάρτηση με τη συμφωνία για τα Σκόπια, αυτή η συμφωνία δεν περνάει από το θερινό τμήμα της Βουλής, αλλά από την Ολομέλεια και προφανώς με ενισχυμένη πλειοψηφία, αφού δεσμεύει την εθνική ανεξαρτησία για πάρα πολλές δεκαετίες. Και πάλι σε αντιπαράθεση με τη Συμφωνία των Πρεσπών, δεν μπορούμε να ζητήσουμε από τη γερμανική ή άλλη Βουλή να συμφωνήσει και εμείς να το μεταθέσουμε για κάποια χρόνια στο μέλλον.
Είναι γεγονός ότι όσα διατυπώθηκαν στα προηγούμενα δεν αφορούν μόνο εμάς. Αφορούν σε μια μεγάλη έκταση και τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης καθώς και τις χώρες υπό διαπραγμάτευση στη ζώνη του ευρώ.
Η συνθήκη αυτή θα διατυπωθεί με σαφήνεια στην επερχόμενη Σύνοδο Κορυφής. Η μόνη διαφορά μεταξύ ημών και των υπολοίπων δύο κατηγοριών -εντός ευρώ αλλά εκτός επιτήρησης και εκτός ευρώ- είναι ότι για μια ακόμη φορά εμείς θα είμαστε η χώρα που θα αγωνίζεται να παραμείνει και θα διδάσκει τους εκτός τι θα τους συμβεί αν θελήσουν να μπουν.
Ας τοποθετηθούμε λοιπόν χωρίς φόβο και πάθος για την τελική συμφωνία. Υπό τις δεδομένες συνθήκες, η παραχώρηση της εθνικής κυριαρχίας ήταν αναπόφευκτη. Διαφορετικά η απειλή της πτώχευσης ήταν ισοδύναμη με την κρίση του 2015. Οι θεσμικές αλλαγές που νομοθετήθηκαν και δεν εφαρμόστηκαν την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ καθώς κι όσες θα ισχύσουν στο μέλλον είναι σίγουρο ότι θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί ή ακόμη και να βελτιωθούν με πιο ευφυείς στρατηγικές.
Οι ειδικοί κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, που θα μας κατατρέχουν μέχρι το 2032, με βάση την εμπειρία και τη φιλοσοφική τοποθέτηση σαφώς και είναι προς τη θετική κατεύθυνση. Η εμπειρία της Μεταπολίτευσης ήταν τραυματική για όλους εμάς που τη ζήσαμε. Δεν ήταν μόνο η κρίση της τελευταίας δεκαετίας, ήταν και οι χαμένες ευκαιρίες της χώρας από την παράλογη χρονική ασυνέπεια της εκάστοτε πολιτικής.
Το ενδιαφέρον που μένει μετά από όλη αυτή την τριετία είναι ότι η πρώτη φορά Αριστερά δέσμευσε τη χώρα σε μια αναγκαστική και μακρόχρονη δημοσιονομική πειθαρχία, κάτι που ακόμη και οι υποστηρικτές της οικονομικής σχολής του Σικάγο δεν θα αποδέχονταν. Ευτυχώς, έχει ο καιρός γυρίσματα.