Θετική συμφωνία σε λεπτές ισορροπίες
Του
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ
Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών
Kάθε σημαντική, κάθε κρίσιμη πολιτική επιλογή που ξεπερνά τον ορίζοντα της συγκυρίας θα πρέπει να αξιολογείται και να κρίνεται σε δύο επίπεδα ανάλυσης:
– Το πρώτο αφορά τόσο την κατανόηση της ιστορικής – δομικής βάσης του προβλήματος όσο, κυρίως, τις προοπτικές που διαμορφώνονται στο μέλλον από τις πολιτικές αυτές επιλογές.
– Το δεύτερο αφορά την αξιοποίηση ή μη των συσχετισμών που διαμορφώνονται σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Υπήρξε, άραγε, μια ευνοϊκή αξιοποίηση των συσχετισμών αυτών ή, αντίθετα, η λανθασμένη εκτίμηση και διαχείρισή τους παγίωσε τα δομικά αδιέξοδα του παρελθόντος;
Αυτές είναι οι βασικές αφετηρίες που μπορούν να μας οδηγήσουν σε κάποια ορθά συμπεράσματα που αφορούν το κρίσιμο εθνικό θέμα της συμφωνίας της χώρας μας με την ΠΓΔΜ.
Σ’ ένα ιστορικά σύνθετο και πολυειδές πρόβλημα όπως αυτό, όπου τα ιδεολογικά, συναισθηματικά, πατριωτικά χαρακτηριστικά κατέχουν σημαντική θέση, είναι αναγκαία μια ψύχραιμη και αντικειμενική προσέγγιση. Αυτή βεβαίως η προσέγγιση δεν μπορεί να αρκεσθεί σε μια κυνική – εργαλειακή ανάλυση κόστους – οφέλους, αλλά να συμπεριλάβει τόσο τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά και τις ευαισθησίες των πολιτών όσο και τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες της συμφωνίας με την ΠΓΔΜ.
Για δύο δεκαετίες η Ελλάδα στη γωνία
Στο πρώτο επίπεδο της προσέγγισης του προβλήματος υπήρξε ιστορικά μια σαφής εθνική, πολιτική και διπλωματική υποχώρηση, αν όχι ήττα της χώρας μας στο Σκοπιανό. Για ολόκληρες δεκαετίες η επαρχία της πρώην Γιουγκοσλαβίας ονομαζόταν «Μακεδονία», χωρίς να μας απασχολεί στην πράξη το γεγονός. Αφετηρία υπήρξε η απόφαση του Τϊτο, ο οποίος κατασκεύασε «έθνος Μακεδόνων» και ονόμασε «Δημοκρατία της Μακεδονίας» τη μέχρι τότε «Βαρντάρσκα Μπανοβίνα», ως αντιπερισπασμό των επιπτώσεων του ελληνικού εμφυλίου.
Μέχρι σήμερα υπήρχαν δύο βασικά αρνητικά δεδομένα: Όσοι χρησιμοποιούσαν (με βάση το ψήφισμα 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ) τον όρο «ΠΓΔΜ» στην ουσία είχαν ως βασικό συστατικό τον όρο «Μακεδονία», με επιθετικούς προσδιορισμούς τους όρους «Γιουγκοσλαβική» και «Δημοκρατία»…
Κατά δεύτερο και εξίσου σοβαρό, έως το 2007 περισσότερα από 140 κράτη είχαν ήδη αναγνωρίσει επίσημα τη γειτονική μας χώρα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», μεταξύ των οποίων φιγουράρουν οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα…
Σ’ αυτήν τη δομικά διαμορφούμενη αρνητική πραγματικότητα η χώρα μας -που τον περισσότερο καιρό παρακολουθούσε τις εξελίξεις- απάντησε το 2008 με την άρνηση του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή να δεχθεί την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, παρά τους εκβιασμούς και τις πιέσεις του Τζ. Μπους…
Σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκυρία τέθηκε από ελληνικής πλευράς το θέμα της σύνθετης ονομασίας και της εξάλειψης κάθε είδους αλυτρωτικών διαθέσεων από την πλευρά της ΠΓΔΜ. Όμως η ελληνική στάση συνάντησε την πλήρη άρνηση από τη γείτονα χώρα, την έξαρση ενός ακραίου εθνικιστικού παραληρήματος, που σε ορισμένες περιπτώσεις υπερέβαινε τα όρια της γραφικότητας…
Όμως την εθνικιστική αυτή αδιαλλαξία της ΠΓΔΜ την τροφοδοτούσε και τη νομιμοποιούσε η αναγνώριση της ψευδούς ταυτότητας, που είχε η ίδια υιοθετήσει από τις ηγεμονικές δυνάμεις. Όταν ΗΠΑ και Ρωσία σε αποκαλούν «Μακεδονία», ποιον έχεις ανάγκη;
Αυτήν την παγιωμένη κατάσταση έρχεται, όπως επισημάναμε εισαγωγικά, να την τροποποιήσει, ακόμα και να την ανατρέψει, ο παράγων της σύγχρονης ιστορικής συγκυρίας, που εγκλείει τη δική του δυναμική.
Η ευνοϊκή συγκυρία ανατρέπει την παγιωμένη κατάσταση
Σήμερα, τόσο η Ουάσινγκτον όσο και το Βερολίνο επιθυμούν να διαμορφώσουν ένα νέο status στην περιοχή και να ενσωματώσουν την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων στους κυρίαρχους θεσμικούς, οικονομικούς και αμυντικούς θεσμούς.
Οι λόγοι είναι πολλοί και μείζονος γεωστρατηγικής σημασίας. Η περιοχή των Βαλκανίων αποτελεί πλέον στρατηγική δίοδο για τη μεταφορά φυσικού αερίου από τις περιοχές της Ανατολής προς την Ευρώπη.
Ο περίφημος αγωγός TAP, που μεταφέρει φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν στην Ευρώπη, διασχίζει την Τουρκία, την Ελλάδα, την Αλβανία και μεταφέρει το αέριο στην Ιταλία μέσω Αδριατικής, ενώ οι διακλαδώσεις του τμήματος που διέρχεται από το ελληνικό έδαφος τροφοδοτούν τη Βουλγαρία και την ΠΓΔΜ.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας η κατάσταση στα Βαλκάνια παραμένει ρευστή και ασταθής. Οι ξένες παρεμβάσεις, οι εδαφικές διεκδικήσεις, οι ανοιχτές πληγές, όπως αυτές του Κοσσυφοπεδίου και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, η οικονομική κρίση που διαπερνά όλες τις οικονομίες των βαλκανικών χωρών διαμορφώνουν ένα ανοικτό πεδίο αστάθειας και εντάσεων.
Δεν θα πρέπει επίσης εμείς ως χώρα να παραβλέψουμε τη στρατηγική του νεοθωμανισμού που ασκούν οι τουρκικές ηγεσίες με στόχο την περιοχή των Βαλκανίων και με εργαλείο διείσδυσης το μουσουλμανικό στοιχείο.
Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που παρενέβη η Τουρκία και διέλυσε τη συμφωνία Ελλάδας – Αλβανίας για την ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών, την οποία συμφωνία επαναδιαπραγματεύθηκε…
Σε κάθε περίπτωση, χωρίς να τρέφουμε οποιεσδήποτε αυταπάτες για τον ρόλο του ΝΑΤΟ ή για τις επιδιώξεις των ηγεμονικών ευρωπαϊκών συμφερόντων, η ένταξη της περιοχής των Δυτικών Βαλκανίων στους θεσμούς αυτούς θα διαμορφώσει ένα επίπεδο σταθερότητας, από το οποίο μπορεί να επωφεληθεί πολλαπλά η χώρα μας.
Θετικός συμβιβασμός
Η συμφωνία με την ΠΓΔΜ αποτελεί ασφαλώς έναν συμβιβασμό. Όμως, αναστοχαζόμενοι όχι μόνο το κόστος της «εκκρεμότητας» των 25 περίπου ετών αλλά και τους κινδύνους που περικλείει μια τυχόν παράτασή της στο αόριστο μέλλον, θα πρέπει να κρίνουμε ως απολύτως θετικό το τελικό αποτέλεσμα.
Βεβαίως, το βάρος που μεταφέρεται στη γειτονική μας χώρα είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Ούτε οι εσωτερικοί συσχετισμοί -και σε κοινωνικό και σε πολιτικό επίπεδο- είναι ξεκάθαροι ούτε ο οποιοσδήποτε απροσδιόριστος παράγων μπορεί να αποκλεισθεί. Υπάρχει πολύς δρόμος μέχρι την οριστικοποίηση και την έναρξη εφαρμογής της συμφωνίας, γι’ αυτό και από την πλευρά μας απαιτείται μετριοπάθεια, σωφροσύνη και προπάντων εθνική συνεννόηση και ενότητα.
ΝΔ: Εθνοκαπηλεία και διχαστικός λόγος
Όμως στο εσωτερικό μέτωπο έχει υιοθετηθεί από την ηγεσία της ΝΔ μια στρατηγική σύγκρουσης με την κυβέρνηση, εφ’ όλης της ύλης, με συνέπεια τόσο τα εθνικά όσο και τα εσωτερικά θέματα να χρησιμοποιούνται -χωρίς καμιά διαφοροποίηση και χωρίς συναίσθηση της ευθύνης- ως όπλα κατά της κυβέρνησης.
Οποιαδήποτε συμφωνία κι αν είχε φέρει ο πρωθυπουργός ο Κυρ. Μητσοτάκης θα την είχε απορρίψει πριν καν του γνωστοποιηθεί. Οι λόγοι της απόρριψης, είτε είναι εκλογοφανείς είτε είναι ψευδεπίγραφοι και κατασκευασμένοι, εφευρίσκονται εκ των υστέρων… Αυτή είναι η πολιτική αντιμετώπιση από την ηγεσία της ΝΔ.
Το χαρακτηριστικό πολιτικό γνώρισμα της ηγεσίας της ΝΔ είναι ότι δεν συμπεριφέρεται πολιτικά. Δεν έχει για κανένα ζήτημα, είτε αυτό είναι κοινωνικό, είτε είναι οικονομικό, είτε άπτεται διεθνών – εθνικών συμφερόντων, καμία πολιτική θέση, κανένα πολιτικό επιχείρημα. Γενικολογεί, αφορίζει, απειλεί, υιοθετεί τις πλέον ακροδεξιές αντιλήψεις, μετατρέπεται αδαπάνως σε αλαλάζων κύμβαλο του νεοφιλελευθερισμού.
Απορρίπτει τώρα τη συμφωνία, αγνοώντας ότι καλύπτει πλήρως τις θέσεις της χώρας που είχε διατυπώσει η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή το 2008, και υιοθετεί εθνικιστικά συνθήματα και διχαστικές ακρότητες.
Η αιτιολογία είναι απλή: Προσδοκά να κερδίσει ψήφους από ένα τμήμα του «εθνικιστικού παραληρήματος» που συμμετείχε στα συλλαλητήρια και να εμφανισθεί ως εκφραστής της παραδοσιακής εθνικόφρονος παράταξης.
Ασφαλώς, στις ευτελείς αυτές ενέργειες του Κυρ. Μητσοτάκη είναι δύσκολο να συρθούν τόσο οι μετριοπαθείς κεντροδεξιοί ψηφοφόροι όσο και ένα σοβαρό τμήμα του ανώτερου στελεχιακού δυναμικού της ΝΔ. Υπάρχει η κομματική και πολιτική παρακαταθήκη του 2008 κι αυτή είναι δύσκολο να διαγραφεί και να ριφθεί στον κάλαθο των αχρήστων.
Επιπρόσθετα, ο Κυρ. Μητσοτάκης φαίνεται ότι αγνοεί το διεθνές περιβάλλον. Είναι γεγονός ότι η τυφλή αντιπολιτευτική του στάση τον έχει ήδη απομονώσει και απαξιώσει ακόμα και στα μάτια των ευρωπαίων ηγετών και του ιδίου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Δεν είναι δυνατόν όταν σύσσωμη η διεθνής κοινότητα χαιρετίζει ως θετικό βήμα τη συμφωνία, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Ελλάδα να χρησιμοποιεί παρόμοιες μεθόδους και επιχειρήματα με εκείνα της ηγεσίας του VMRO-DPMNE στη γειτονική μας χώρα.
Η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ δοκιμάζεται με ακόμα πιο έντονο τρόπο. Οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις είναι πλέον εμφανείς και διαμορφώνουν ένα σκηνικό έντασης, που μπορεί να έχει ανεξέλεγκτες εξελίξεις για τη συνοχή και την υπόσταση του ιδίου του ΚΙΝΑΛ.
Σίγουρα δοκιμάζεται και το ίδιο το κυβερνητικό στρατόπεδο. Η διαφοροποίηση των ΑΝΕΛ θέτει σε πρώτη γραμμή τις σημαντικές ιδεολογικόπολιτικές διαφορές που χαρακτηρίζουν τα κόμματα της συγκυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι η κυβερνητική – κοινοβουλευτική πλειοψηφία παραμένει αρραγής.
Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία με την ΠΓΔΜ αποτελεί ένα μείζον γεγονός με σοβαρές προεκτάσεις, το οποίο οπωσδήποτε θα επηρεάσει το κομματικό σύστημα και πιθανόν να επιφέρει σημαντικές ανακατατάξεις. Η σύγκρουση μεταξύ ενός ρεαλισμού που συλλαμβάνει και αξιοποιεί τους συσχετισμούς της συγκυρίας και μιας ιστορικά φορτισμένης περιόδου στην οποία το «Μακεδονικό» δεν εξέφρασε μόνο τον αγνό πατριωτισμό αλλά έγινε όχημα αξιοποίησης και εκμετάλλευσης από εθνικιστικά – ακροδεξιά στοιχεία και αντίστοιχους κομματικούς επαγγελματίες θα χαρακτηρίζει -στον έναν ή στον άλλον βαθμό- την επόμενη περίοδο.
Το μείζον πρόβλημα όμως, αυτό της εξόδου από τα Μνημόνια και της βιώσιμης προοπτικής για τη χώρα και τον λαό της, έχει απόλυτη προτεραιότητα, γι’ αυτό και θα πρέπει να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά, χωρίς να υπονομευθεί από κομματικές ακρότητες και εθνικιστικά και διχαστικά παραληρήματα.