Οι σκοτεινές πλευρές της συμφωνίας
Mια συμφωνία η οποία είναι ετεροβαρής, καθώς στη ζυγαριά στη μια πλευρά υπάρχει το όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» για αρκετές χρήσεις, ως νέο συνταγματικό όνομα, και η παραδοχή ότι η γειτονική χώρα δεν έχει σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό και την αρχαία Μακεδονία και στην άλλη πλευρά υπάρχει η για πρώτη φορά αναγνώριση, με ελληνική σφραγίδα, της «μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας».
Επιπλέον, επιτρέπει σε όποιον θέλει να αναφέρεται στη γειτονική χώρα ως «Μακεδονία», αφήνοντας κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι η εμπορική χρήση του όρου «Μακεδονία», για το απώτερο μέλλον και προβλέποντας σειρά εξαιρέσεων στο erga omnes. Μια συμφωνία που αναμένεται να υπογραφεί και να δεσμεύσει τη χώρα, δημιουργώντας αρνητικά τετελεσμένα για τις επόμενες γενιές.
Η κυβέρνηση κατηγόρησε την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή γιατί αμέλησε το 1977 να γνωστοποιήσει την αντίθεσή της με τη χρήση, από την τότε Ενιαία Γιουγκοσλαβία, της «μακεδονικής γλώσσας» ως μιας από εκείνες της ομόσπονδης χώρας, θεωρώντας ότι δημιούργησε αρνητικά τετελεσμένα.
Κι όμως, ελαφρά τη καρδία, δεν αντιλαμβάνεται ότι με τη συμφωνία την οποία συνομολόγησε με την κυβέρνηση Ζάεφ υπονομεύει την υπόθεση του «Μακεδονικού» για τις επόμενες γενιές. Και είναι μια ευθύνη που αναλαμβάνει χωρίς να έχει καν εξασφαλίσει την αναγκαία συναίνεση του πολιτικού κόσμου και κυρίως τη στήριξη της κοινωνίας και των ελλήνων πολιτών και της διασποράς.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα επέλεξε να λύσει το ονοματολογικό με κάθε κόστος, προκειμένου να αναδείξει στον διεθνή παράγοντα, στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο, στην Ουάσινγκτον, ότι μπορεί να κάνει τη «δουλειά» και να είναι αξιόπιστος εταίρος τους όχι μόνο σε ό,τι αφορά το Μνημόνιο αλλά και σε άλλα θέματα, τα οποία δεν μπόρεσαν να λυθούν για δεκαετίες.
Οι δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν τόσο έναντι της Μέρκελ όσο και έναντι του Τραμπ έπρεπε πάση θυσία να εκπληρωθούν προκειμένου να μην υπάρξει η αντίδρασή τους και να μην ανατραπεί η εικόνα της κυβέρνησης, που πρέπει να στηριχθεί στο χρέος για να «καθαρίσει» όλα τα θέματα.
Οι κ. Τσίπρας και Κοτζιάς αναφέρουν συχνά κάτι πάρα πολύ λογικό: Για να πετύχουμε έναν δύσκολο συμβιβασμό, ήμασταν υποχρεωμένοι να αποδεχθούμε και εμείς να κάνουμε παραχωρήσεις.
Όμως το Σκοπιανό ή το Κυπριακό δεν έχουν λυθεί όλα αυτά τα χρόνια, όχι γιατί δεν το ήθελε η Αθήνα, αλλά επειδή οι παραχωρήσεις που της ζητούσαν ήταν πολύ μεγάλες.
Όμως ποιος ήταν ο λόγος που βιάστηκε η κυβέρνηση να λύσει τώρα το ονοματολογικό και υπό την πίεση του χρόνου της ζήτησαν να αποδεχθεί όλες αυτές τις παραχωρήσεις; Εάν δεν της έχουν επιβάλει έξωθεν το κλείσιμο του προβλήματος, τότε κάνει λάθος που βιάζεται. Τα Σκόπια και ο κ. Ζάεφ είναι που βιάζονται και μάλιστα για τον σκοπιανό πρωθυπουργό η επίτευξη συμφωνίας και το άνοιγμα της ευρωατλαντικής πορείας της χώρας του είναι κρίσιμα και για τη δική του επιβίωση.
Και ενώ ο κ. Ζάεφ και η γειτονική χώρα είναι στο χείλος του γκρεμού, οπότε λογικά η Αθήνα έπρεπε να επιβάλει τους όρους της συμφωνίας, η ελληνική πλευρά προτίμησε να πλησιάσει και να δεθεί μαζί με τον κ. Ζάεφ στην άκρη του γκρεμού και να μοιρασθούν την κλωστή που θα έδινε τη σωτηρία στον σκοπιανό ηγέτη…
Γιατί πολλά λέγονται για τις 140 χώρες που έχουν αναγνωρίσει ως «Μακεδονία» τη γειτονική χώρα, για το ότι όλοι αποκαλούν τους γείτονες «Μακεδόνες», αλλά αποκρύπτουν το αυτονόητο: Ακόμη κι αν αναγνωρισθεί από όλες, πλην μίας χώρας, της Ελλάδας, δεν θα μπορέσει ποτέ να έχει ομαλή ένταξη στη διεθνή κοινότητα, θα αποτελεί μαύρη τρύπα στα Βαλκάνια και φυσικά δεν θα μπορεί να ενταχθεί σε ΕΕ και ΝΑΤΟ.
Και αντί να απαιτηθεί από την άλλη πλευρά ένας λογικός συμβιβασμός, που θα λύνει οριστικά το πρόβλημα, επέλεξαν να μοιραστούν το στρατηγικό πλεονέκτημα που φάνηκε να έχει η χώρα μας.
Και καταλήξαμε σε μια συμφωνία που προβάλλεται ως «αμοιβαία επωφελής», αλλά με δεδομένη την ανάγκη της ΠΓΔΜ για ομαλή ένταξη στη διεθνή κοινότητα και στους περιφερειακούς οργανισμούς και συμμαχίες είναι σαφές ότι η άλλη πλευρά έδωσε λίγα για να πάρει πάρα πολλά, σε αντίθεση με την ελληνική πλευρά, που τελικά δεν ήταν αυτή που καιγόταν για λύση.
Ας δούμε όμως τι προβλέπει η συμφωνία, το κείμενο της οποίας δημοσιοποιήθηκε το βράδυ της Τέταρτης:
• Η συμφωνία υιοθετεί το όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» ως συνταγματικό όνομα της χώρας και για erga omnes χρήση, όπως αναφέρει (αλλά οι εξαιρέσεις …έπονται).
• Η συμφωνία αναγνωρίζει «Μακεδονική εθνότητα και γλώσσα». Προβλέπει ότι η εθνικότητα που θα αναγράφεται στα ταξιδιωτικά έγγραφα θα είναι «Μακεδόνας / πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας». Ωστόσο το «Μακεδόνας», αφού δεν έχει σημείο αναφοράς σε κράτος (όπως πρέπει να γίνεται με την εθνικότητα), ξεφεύγει και αφορά πλέον την εθνότητα.
Σε επίρρωση αυτού, έρχεται η αναγνώριση ότι η «επίσημη γλώσσα είναι η ‘‘Μακεδονική’’», με αστείες αναφορές περί αναγνώρισης το 1977 στον ΟΗΕ και με μία παραπομπή στο άρθρο 7, που αναδεικνύεται σε άρθρο-πασπαρτού για το ξέπλυμα της καπηλείας και υφαρπαγής του όρου «Μακεδονία» από την ΠΓΔΜ.
Το άρθρο 7 προβλέπει ότι με την αναφορά σε «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» τα δύο μέρη αναφέρονται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά, ενώ αναφέρεται ακόμη ότι το «δεύτερο μέρος (σ.σ.: τα Σκόπια) σημειώνει ότι η επίσημη γλώσσα του, η ‘‘Μακεδονική γλώσσα’’, ανήκει στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών». Η γλώσσα θα είναι παντού «Μακεδονική» και μόνο η αναφορά αυτή, χαμένη μέσα σε μια συμφωνία που κανείς δεν θα γνωρίζει την ύπαρξή της, θα δηλώνει ότι είναι σλαβική…
Με τη συμφωνία αναγνωρίζονται όλοι οι διεθνείς κωδικοί που υπήρχαν και πριν και δεν αναγνωρίζονταν από την Ελλάδα («MK» και «MKD»), καθώς έχουν σημείο αναφοράς τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας», και μόνο οι πινακίδες των αυτοκινήτων θα αναφέρονται στο νέο όνομα («NM» και «NMK»).
Η συμφωνία προβλέπει μια σειρά ακόμη εξαιρέσεων από το erga omnes, καθώς στο άρθρο 1 παρ. 3ζ ουσιαστικά αναγνωρίζεται το δικαίωμα σε όποιον φορέα θέλει, με τον όρο να μη φαίνεται ότι χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, να χρησιμοποιεί στη γειτονική χώρα τον όρο «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» και απλώς θα… ερμηνεύεται με το άρθρο 7. Δηλαδή, η προβολή του όρου «Μακεδονία» από φορείς και οργανώσεις της γειτονικής χώρας αφορά… άλλο πράγμα και όχι τη δική μας αρχαία κληρονομιά…
Κάτι που προφανώς κανείς δεν θα γνωρίζει, παρά μόνο όσοι έχουν εντρυφήσει στα κείμενα της συμφωνίας…
Έτσι, δηλαδή, θα προωθείται η νομιμοποίηση της χρήσης του όρου «Μακεδονία» από οργανώσεις, φορείς της γειτονικής χώρας, με τη σύμπραξη και τις ευλογίες της Ελλάδας…
• Για την πλήρη εφαρμογή του erga omnes προβλέπονται εξαιρετικά ασαφή και προβληματικά χρονοδιαγράμματα. Για τα έγγραφα που θα χρησιμοποιούνται και στο εξωτερικό τίθεται μεταβατική περίοδος πέντε ετών (ενώ η συμφωνία θα τεθεί σε εφαρμογή σε μερικούς μήνες), όταν για τα έγγραφα που θα κυκλοφορούν στο εσωτερικό δίνεται χρονοδιάγραμμά πενταετίας, που θα ξεκινήσει όμως όταν ανοίξει το σχετικό κεφάλαιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ!
Στη συμφωνία προβλέπονται συνταγματικές αλλαγές, ώστε το νέο όνομα να είναι το νέο συνταγματικό όνομα της χώρας, υπάρχουν ειδικές προβλέψεις για αντιμετώπιση του αλυτρωτισμού και της εχθρικής ή σοβινιστικής προπαγάνδας, αποκλείονται οι παρεμβάσεις στα εσωτερικά της κάθε χώρας και διατυπώνεται ο αμοιβαίος σεβασμός των συνόρων. Υπάρχουν ακόμη προβλέψεις για την επανεξέταση όλων των μνημείων, υποδομών που έχουν αναφορά στην αρχαία ελληνική ιστορία αλλά και η τακτική επανεξέταση των σχολικών βιβλίων και επιστημονικών εγχειριδίων ώστε να αφαιρεθούν ενοχλητικές για κάθε πλευρά αναφορές.
Όμως επίσης προβληματικές είναι οι αναφορές στο χρονοδιάγραμμα. Η Αθήνα, με μόνη εκκρεμότητα την κύρωση από τη Σκοπιανή Βουλή και πριν από το δημοψήφισμα, θα ζητήσει με επιστολές από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων και την πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ, ενώ η άλλη πλευρά δεν υποχρεούται να υλοποιεί τις υποχρεώσεις της από τη συμφωνία, παρά μόνο αφού τεθεί σε ισχύ, δηλαδή μετά την κύρωση από τη Βουλή, το δημοψήφισμα και την αλλαγή Συντάγματος και μετά την κύρωση από την Ελληνική Βουλή…
Κωνσταντίνος Τσάκαλος