Η Γερμανία επιμένει στην άποψή της για το ελληνικό χρέος

Παρά τα όσα ακούγονται δημοσίως από διάφορους ειδικούς και μη ειδικούς, η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει ακόμα συμφωνία για το χρέος και ότι βαδίζουμε προς το Eurogroup της επόμενης εβδομάδας με τη Γερμανία να βάζει φρένο σε οποιαδήποτε σοβαρή πρόταση για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.

Είναι κοινό μυστικό, το Βερολίνο θέλει να επικρατήσει σε όλες τις αποφάσεις, να μη δώσει ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους, να δέσει τη χώρα μας σε σφικτή επιτήρηση και να χρησιμοποιήσει το όνομα του ΔΝΤ μόνο ως… σφραγίδα, ώστε να μην μπορεί να εκδίδει από μόνο του εκθέσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, Κομισιόν, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, καθώς και ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο συμφωνούν για μια σειρά από εμπροσθοβαρή και μεσοπρόθεσμα μέτρα, με επιμηκύνσεις που να ξεπερνούν τα επτά έτη για τα δάνεια του EFSF, ύψους 131 δισ. ευρώ. Αυτό που έχει συμφωνηθεί από το Eurogroup είναι από 0 μέχρι 15 χρόνια. Οτιδήποτε κάτω από το μίνιμουμ των επτά ετών δεν θα είναι αξιόπιστο για τις αγορές, κατά κοινή ομολογία. H Γερμανία, όμως, εξακολουθεί να επιθυμεί επέκταση μόνο για περίπου τρία χρόνια. Αντίθετα, το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι η επέκταση πρέπει να γίνει για 15 χρόνια. Αυτό το θέμα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο.

Ένα ακόμη μέτρο αφορά την αποδέσμευση των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα (SMPs και ANFAs). Αυτό το ποσό μπορεί να δοθεί σε δόσεις κατά την περίοδο 2018 – 2023. Αυτή η ιδέα μάλιστα είναι ομόφωνη.

Επίσης φαίνεται να συμφωνούν, όλοι, στην επαναγορά των δανείων του ΔΝΤ (ύψους 10,4 δισ. ευρώ) από τον ESM, ώστε να μειωθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Αυτός ο παράγοντας θα έχει τη μεγαλύτερη επίπτωση στην έκθεση βιωσιμότητας του χρέους.

Συγχρόνως προσβλέπουν στη δημιουργία ενός ενισχυμένου μαξιλαριού ρευστότητας (από τα 15 δισ. ευρώ, που εκτιμάται σήμερα, στα περίπου 25 δισ. ευρώ, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις θα κάλυπτε τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας σχεδόν μέχρι το 2020).

Τέλος, υπάρχει ο μηχανισμός για τις αποπληρωμές που θα συνδέονται με την ανάπτυξη, ο οποίος υποστηρίζεται από τους περισσότερους συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένου και του ΔΝΤ. Αυτό χρειάζεται για να διατηρήσει την ελαστικότητα που χρειάζεται, ώστε να αντιμετωπιστούν νέες μακροοικονομικές αβεβαιότητες στο μέλλον, ενώ δίνει και ένα αξιόπιστο όργανο αποπληρωμής. Αυτό το όργανο υποστηρίζεται σθεναρά από τους Γάλλους και έχει λάβει τη στήριξη όλων, εκτός της Γερμανίας.

Η Γερμανία θεωρεί ότι αυτός ο μηχανισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτόματα και το δικαιολογεί υποστηρίζοντας ότι είναι ανάγκη να υπάρχει ετήσια επανέγκριση (ώστε μάλλον τα εθνικά Κοινοβούλια να μπορούν να τον ακυρώσουν). Όμως η έλλειψη αυτοματισμού δημιουργεί αβεβαιότητα, καθώς θα υποσκάπτει την αξιοπιστία του ίδιου του μηχανισμού και συνεπώς την αξιοπιστία προς τις αγορές. Προβλέπεται συμβιβασμός ώστε να ικανοποιηθούν οι ανησυχίες της Γερμανίας, όμως δεν είναι σίγουρο ότι ο συμβιβασμός αυτός θα γίνει αποδεκτός.

Οποιαδήποτε απόφαση για το χρέος χρειάζεται να συνοδεύεται από μια μορφή δεσμεύσεων. Οι χώρες-μέλη έχουν ζητήσει διασφαλίσεις για να αποφύγουν το ρίσκο του ηθικού κινδύνου και να διατηρήσουν τα οικονομικά κίνητρα για την Ελλάδα, ώστε να παραμείνει στους στόχους μετά το πρόγραμμα. Παρ’ όλα αυτά, οποιεσδήποτε δεσμεύσεις πρέπει να αποφύγουν τη σύγκριση με ένα τέταρτο πρόγραμμα και (οι δεσμεύσεις) πρέπει να είναι περιορισμένες, αντικειμενικές και λεπτομερείς. Για παράδειγμα, τα κέρδη από SMP/AΝFA μπορεί να θεωρηθούν ως μία από τις δεσμεύσεις.

Καταλαβαίνουμε ότι όλες οι αντιρρήσεις προέρχονται από την πλευρά της Γερμανίας. Η Άνγκελα Μέρκελ φέρεται να είπε σε κλειστή συνάντηση στον Καναδά, στο πλαίσιο των G7, ότι η βάση του κόμματός της δεν δίνει περιθώρια ελιγμών και ελαστικότητας. Κανείς δεν γνωρίζει αν αυτό ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

Φαίνεται ότι η κομματική μηχανή της κ. Μέρκελ δεν θα αφήσει τίποτα που να μην αποσαφηνιστεί. Εάν το ΔΝΤ δεν κάνει πίσω στον αυτόματο μηχανισμό και στις επιμηκύνσεις, τότε η Γερμανία θα δηλώσει πρόθεση να συνεχίσει η Ευρωζώνη μόνη της, με τη συμβολή του Ταμείου στην επιτήρηση, χωρίς ωστόσο να έχει δικαίωμα να κάνει δικές του εκθέσεις. Θα πρέπει δηλαδή το ΔΝΤ να συμφωνεί με την Ευρωζώνη χωρίς το δικαίωμα βέτο.

Με άλλα λόγια, η Γερμανία προωθεί αυξημένη εποπτεία και υπό όρους δεσμεύσεων στην ελάφρυνση του χρέους, συμφωνεί με τα κίνητρα για να παραμείνει η Ελλάδα στους στόχους της ετησίως, θέλει επανέγκριση του μηχανισμού ανάπτυξης και όχι αυτοματισμό, θέλει να δώσει μια υπερδόση στην Ελλάδα για να εξαγοράσει μόνη της μέρος ή ολόκληρα τα δάνεια του ΔΝΤ και αυτό να θεωρηθεί ως ελάφρυνση χρέους…

Σε ό,τι αφορά τις αιρεσιμότητες, η Γερμανία επιθυμεί η αυξημένη επιτήρηση να διαρκέσει 18-24 μήνες (ώστε να καλυφθεί το διάστημα μέχρι τις προβλεπόμενες για τα τέλη του 2019 εκλογές) και μάλιστα να είναι πολύ στενή, ώστε ακόμα και οι συμμετοχές στο μαξιλάρι ρευστότητας να υπόκεινται σε ικανοποιητική ολοκλήρωση ορόσημων, τόσο δημοσιονομικών όσο και μεταρρυθμιστικών. Αν η ελληνική πλευρά δεν συμμορφωθεί, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει κυρώσεις όπως η προσωρινή αναστολή μέτρων χρηματοπιστωτικής στήριξης, κάτι παρόμοιο με αυτό που γίνεται σε ένα πρόγραμμα.

Ένα τέτοιο πακέτο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις δεν θα είναι ικανό για να κάνει το ελληνικό χρέος βιώσιμο μεσομακροπρόθεσμα. Εντός του συγκεκριμένου πλαισίου που έχει επιλεγεί απαιτείται επέκταση ωριμάνσεων πάνω από 15 χρόνια και επιπλέον περίοδοι χάριτος άνω των δέκα ετών. Ωστόσο η προσέγγιση που βρίσκεται υπό συζήτηση θα μπορούσε να αποδειχτεί αρκετή για να πειστούν οι αγορές, γιατί θα κάνει διαχειρίσιμες τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας, με περιορισμένη αλλά αυξανόμενη πρόσβαση στις αγορές για μια πενταετή περίοδο, και με την προϋπόθεση ότι μια επιπλέον ελάφρυνση χρέους του επίσημου τομέα θα είναι διαθέσιμη μακροπρόθεσμα.


Σχολιάστε εδώ