Ο κύριος με τα άσπρα

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Το κίτρινο λεωφορείο της Πάουερ, που πήγαινε στο Έδεμ Παλαιού Φαλήρου, άφησε πίσω του την τελευταία στάση, που ήταν το Σύνταγμα, και κούτσα κούτσα, λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης, τράβαγε προς Ακαδημία, όπου ήταν το τέρμα. Στρογγυλοκαθισμένος εγώ δίπλα στο παράθυρο, καθώς περνούσε, έριξα μια ερευνητική ματιά στου Ορφανίδη για να δω μπας και καθότανε κανένας γνωστός, κανένας ρεμπεσκές της παρέας.

Το λεωφορείο το έπιασε κόκκινο στο φανάρι με τη Βουκουρεστίου, έτσι είχα όλη την άνεση του χρόνου για να δω ποιος μπαινοβγαίνει στου Ορφανίδη, όπου, παρά πάσα λογική, δεν καθόταν κανένας γνωστός. Όμως είδα ανάμεσα στα λιγοστά τραπεζάκια του ουζάδικου να περιφέρεται ένας κύριος μέσης ηλικίας, ντυμένος στα λευκά από κορυφής μέχρις ονύχων. Εκ πρώτης όψεως, λόγω ενδυμασίας, έβγαλα το συμπέρασμα πως ήταν παγωτατζής. Επειδή όμως δεν είμαι της θεωρίας πως «τα ράσα κάνουν τον παπά», αν και το συμπέρασμά μου ήταν ευλογοφανές, έπαψα να ασχολούμαι με τον λευκοντυμένο κύριο, καθώς στο μυαλό μου ήρθε ύστερα από τόσα χρόνια, το τραγουδάκι που λέγαμε έφηβοι στο γυμνάσιο: «Και ήτoν η γείτων ξανθή λευκοχίτων, πλήρης αρρήτων, πλουσίων χαρίτων. Και έλεγες φρίττων το μέτωπο πλήττων, αχ, είθε να ήτο η γείτων αχίτων…».

Λίγες μέρες αργότερα καθόμουνα πάλι στου Ορφανίδη και τσιμπολόγαγα το μεζεδάκι μου, όταν είδα να εισβάλλει ο κύριος με τα άσπρα. Έφερε βόλτα ανάμεσα στα τραπέζια, αντάλλαξε δύο-τρεις κουβέντες με τους πελάτες και άλλες τόσες με το γκαρσόνι και βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό την άραξε σε ένα τραπεζάκι. Χωρίς να καταλαβαίνω την αιτία άρχισα να τον παρακολουθώ. Κατ’ αρχάς, κρατούσε έναν μεγάλο χαρτοφύλακα, απ’ εκείνους που κουβαλάνε οι πολιτικοί μηχανικοί, που έως τότε δεν είχα προσέξει. Κατόπιν στάθηκα στην αμφίεσή του. Παγωτατζής δεν μπορεί να είναι, καθώς φορούσε ένα λευκό φρεσκοσιδερωμένο κοστούμι από πανάκριβη σέτα κρούτα και μια μεταξωτή παρδαλή γραβάτα.

Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στόλιζε το πέτο του σακακιού του. Όπως τον έκοψα, δεν μπορεί παρά να ήτανε κάποιος μεγάλος και πολύς. Δεν πέρασε πολλή ώρα και, χωρίς να παραγγείλει τίποτα, σηκώθηκε, απεύθυνε έναν γενικό χαιρετισμό και έφυγε σεμνά και αθόρυβα, όπως είχε έρθει. Φώναξα το γκαρσόνι και το ρώτησα περί δαύτου. Με δύο λόγια ρώτησα ποιος και τι είναι και ποιος του δίνει τον αέρα να κυκλοφορεί λες και είναι δικό του το μαγαζί. Το γκαρσόνι γέλασε. «Είναι ο κυρ Κώστας ο γιατρός», είπε.

Ύστερα μου ξεφούρνισε ολόκληρο το curriculum vitae του κυρ Κώστα: «Γόνος καλής οικογενείας, γράφτηκε στην Ιατρική, αλλά σε δύο χρόνια βαρέθηκε και την παράτησε. Στα γρήγορα έφαγε και τα έτοιμα».

Εκεί κοίταξε εμένα. «Ξέρεις εσύ ποσο γρήγορα τρώγο­νται τα έτοιμα;», με ρώτησε. Ντρέπομαι να ομολογήσω πως δεν ήξερα. Για να αποφύγω όμως τις άσκοπες συζητήσεις δεν μίλησα. Απλά κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Το γκαρσόνι συνέχισε: «Τώρα έχει ένα πιεσόμετρο κι ένα θερμόμετρο στη σάκα, γυρνάει στα κέντρα και με ένα ταλιράκι παίρνει την πίεση στους πελάτες. Εάν την βρει σε κάποιον τσιμπημένη, του πουλάει και χάπι να τη ρίξει. Έτσι βγάζει το ψωμί του». Και συνέχισε έχοντας βρει θέμα για κουβέντα: «Σε εμάς δεν έρχεται συχνά, επειδή δεν έχουμε πολλούς καθιστούς πελάτες, αλλά, πάλι, αυτοί οι λίγοι, τον συμπαθούνε και τον βοηθάνε. Συνήθως πηγαίνει στο ‘‘Brazilian’’, όπου τον έχουν τακτικό πελάτη. Εκεί φαίνεται ότι βγάζει μεροκάματο»…

Σαν μόνιμος συνήγορος των αδυνάτων, ή για να πούμε τη γνώμη του κοσμάκη για το άτομό μου, φαίνεται ότι φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν» και την πέταξα πάλι την μπαρούφα μου. Είπα: «Καλά, στου Φλόκα και στου Ζόναρς, που είναι πάλι γεμάτοι κόσμο, γιατί δεν πάει;».

«Τον έχουν προγκήξει και τον έδιωξαν», μου απάντησε, κρίνοντας πως είπε πολλά. Μελαγχόλησα. Κοίταξε, σκέφθηκα, κοτζάμ κύριος με τα όλα του, επειδή ατύχησε στη ζωή, να καταντήσει να ζητιανεύει.

Γιατί είναι κατάντια να παρακαλάς να πάρεις την πίεση του άσχετου, του λαθρέμπορου, του μαυραγορίτη για να βγάλεις ένα τάλιρο να ‘χεις να φας. Και το γκαρσόνι που σε πρόγκηξε, που σε έδιωξε, αν είχες μείνει γιατρός, θα τον εμπιστευόσουν να σου κρατά την τσάντα; Πόσο πρέπει να ντρέπεται για πάρτη σου το άσπρο κοστούμι που φοράς… Έσπρωξα στην άκρη το καραφάκι. Άντε και συ, στο καλό σου. Με σεκλέτισες πρωί πρωί!


Σχολιάστε εδώ