Θέλουμε ή όχι λύση του «Μακεδονικού»;

Θέλουμε ή όχι λύση του «Μακεδονικού»;


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Tο ερώτημα είναι ρητορικό, καθότι όλοι, πιστεύω, θέλουν να υπάρξει λύση σε ένα χρόνιο πρόβλημα, που ταλανίζει εδώ και δεκαετίες τις σχέσεις μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών και συγχρόνως επηρεάζει τη σταθερότητα και τη συνεργασία στην ευρύτερη περιοχή της βαλκανικής χερσονήσου. Το θέμα ασφαλώς δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά και την ΠΓΔΜ ή FYROM, η οποία, αντικειμενικά κρίνοντας, θα έπρεπε να επιδεικνύει μεγαλύτερη σπουδή για επίλυση του θέματος της ονομασίας, αφού βρίσκεται ενώπιον σοβαρών επιλογών που αφορούν το μέλλον της χώρας, όπως η έ­νταξη στο ΝΑΤΟ και η ευρωπαϊκή προοπτική της. Οι ελπίδες για μία έντιμη και αμοιβαία αποδεκτή λύση για την ονομασία και τα παράγωγά της (γλωσσικό – εθνολογικό) μεγάλωσαν μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου Κοτζιά, ο οποίος τόνισε ότι με τον σκοπιανό ομόλογό του κ. Δημητρόφ είχε επέλθει κατ’ αρχήν συμφωνία και αναμενόταν η απευθείας επικοινωνία μεταξύ των πρωθυπουργών των δύο χωρών κ. Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ για την αποδοχή της.

Το αισιόδοξο αυτό κλίμα ήρθε να διαταράξει η γνωστή παρέμβαση, λίγες μέρες μετά, του σκοπιανού Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Ιβάνοφ, ο οποίος εξέφρασε ανοικτά την αντίθεσή του σε υπογραφή συμφωνίας για ονομασία που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), κάτι που η ελληνική πλευρά θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση. Ο κ. Ιβάνοφ προέρχεται, ως γνωστόν, από το κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Νίκολα Γκρούεφσκι, ο οποίος, πέραν των ακραίων εθνικιστικών θέσεων, είχε επιβαρύνει το κλίμα των διμερών με την Ελλάδα σχέσεων, κοσμώντας την πρωτεύουσα με ανδριάντες-καρικατούρες και προτομές του Φιλίππου, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και άλλων προσώπων της ελληνικής μακεδονικής ιστορίας και παράδοσης. Ευτυχώς απέφυγε την τοποθέτηση ανδριάντα ή προτομής του Αριστοτέλη, που σίγουρα θα τον καθιστούσε περίγελο του πνευματικού κόσμου διεθνώς.

Η αισιοδοξία για αίσια έκβαση, και μάλιστα σύντομα, των διαπραγματεύσεων επανήλθε μετά από νεότερες δηλώσεις του σε μακρά τηλεοπτική συνέντευξή του τη Δευτέρα 5 Ιουνίου, όπου τόνισε ότι οι δύο χώρες βρίσκονται πολύ κοντά στην υπογραφή συμφωνίας και ότι αναμένεται να δοθεί το πράσινο φως από τους δύο πρωθυπουργούς. Στο μεταξύ, από σκοπιανής πλευράς απομειώθηκε η σημασία της αρνητικής τοποθέτησης του Προέδρου Ιβάνοφ με τη διευκρίνιση ότι το Σύνταγμά τους δεν παρέχει το δικαίωμα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αρνηθεί να υπογράψει διεθνείς συμφωνίες τις οποίες έχει ψηφίσει το Κοινοβούλιο. Ασφαλώς, οι επαφές μεταξύ των δύο χωρών, όπως και οι παρασκηνιακές παρεμβάσεις από φίλιες ή μη χώρες, όπως συχνά συμβαίνει στη θεμιτή μυστική διπλωματία, συνεχίζονται.

Εκτός από τις αντιδράσεις που δημοσιοποιήθηκαν στα Σκόπια, ανάλογες σημειώθηκαν και εξακολουθούν να σημειώνονται και στη χώρα μας με τη μορφή είτε πολιτικών αντιπαραθέσεων είτε μαζικών συγκεντρώσεων και συλλαλητηρίων, που συνήθως πολλές είναι αυθόρμητες αλλά και υποκινούμενες, όπως εκείνες που πραγματοποιήθηκαν την περασμένη Τετάρτη σε 21 πόλεις της Βόρειας Ελλάδας. Προ μηνών, όταν πραγματοποιήθηκαν οι δύο μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών, είχαμε εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις για το αν βοηθούν σε θέματα που αφορούν την εξωτερική πολιτική, που από τη φύση τους είναι και πολύπλοκα και δύσκολα κατανοητά από το ευρύ κοινό.

Τις ίδιες επιφυλάξεις εξέφρασε προ ημερών και ο συνετός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος, χωρίς όμως να αποτρέψει την προσωπική και αυτόβουλη συμμετοχή των ιερωμένων στα συλλαλητήρια. Τελικά τίθεται το ερώτημα: Θέλουμε ή όχι να δοθεί λύση σε ένα θέμα που ταλανίζει τις σχέσεις μεταξύ των δύο όμορων λαών έναν και πλέον αιώνα και σοβαρότερα από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της γείτονος χώρας το 1993 με το συνταγματικό της όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας», με το οποίο, παρά τις ελληνικές αντιδράσεις, την έχουν αναγνωρίσει περισσότερες από εκατόν σαράντα χώρες; Η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 αναγνωρίζει τη διαφωνία γύρω από την ονομασία και παραπέμπει σε διμερείς διαπραγματεύσεις για την εύρεση λύσης αμοιβαία αποδεκτής. Αυτό έχουν πράξει έκτοτε όλες ανεξαιρέτως οι ελληνικές κυβερνήσεις, με διαμεσολαβητή τον εκπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, χωρίς καμία να την καταγγείλει!

Οι διμερείς ή πολυμερείς διεθνείς διαπραγματεύσεις εμπεριέχουν αναγκαστικά και το στοιχείο του συμβιβασμού. Γιατί, όπως διδάσκει η Ιστορία, συμφωνίες με απόλυτη επιβολή μίας πλευρά δεν αντέχουν στον χρόνο. Συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις στη χώρα μας, συμπεριλαμβανομένης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως και εκπρόσωποι κοινωνικών ομάδων ή και ιδιώτες υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα δεν είναι η επισπεύδουσα χώρα, άρα δεν πρέπει να βιαζόμαστε και ας αφήσουμε το θέμα για το μέλλον. Ποιος όμως μπορεί να προβλέψει και να εγγυηθεί ότι οι συνθήκες τότε, σε σύγκριση με τις σημερινές, θα είναι ευνοϊκότερες για τα ελληνικά συμφέροντα; Η αρχή ότι είναι προτιμότερη η μη λύση από μία όχι καλή ή και κακή λύση είναι μεν κανόνας της διπλωματίας, αλλά ισχύει και το αντίθετο: Η αναβολή ή οι συνεχείς αναβολές μπορεί να περιπλέξουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα.

Οι περισσότερες αντιδράσεις εστιάζο­νται κυρίως στην ονομασία που θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία» και οπωσδήποτε στα παράγωγά της, όπως το γλωσσικό και το εθνολογικό. Ορισμένοι μάλιστα προκαταλαμβάνουν ότι η κυοφορούμενη συμφωνία είναι εθνικά επιζήμια. Σε τι όμως στηρίζεται η εκτίμηση αυτή χωρίς να έχει δημοσιοποιηθεί το κείμενο της συμφωνίας, που οπωσδήποτε θα συζητηθεί στη Βουλή των Ελλήνων; Τελικά πρέπει από όλους μας να απαντηθεί, μετά από σώφρονα λογισμό και την απαιτούμενη νηφαλιότητα, το ερώτημα: Θέλουμε ή δεν θέλουμε να βρεθεί λύση σε ένα χρόνιο πρόβλημα, που μπορεί να ανοίξει άλλες προοπτικές για συνεργασία και σταθερότητα στην περιοχή και θα αποτρέψει ξένες επεμβάσεις, που είναι βλαβερές για τα εθνικά συμφέροντα;

Το ίδιο ερώτημα μπορεί να απευθυνθεί και στους υπεύθυνους φορείς της ΠΓΔΜ, οι οποίοι πρέπει να απεγκλωβιστούν από μυθεύματα του παρελθόντος, που τα δημιούργησαν πολιτικές σκοπιμότητες άλλων εποχών, και να δεχθούν την αλήθεια και όσα με θάρρος και ειλικρίνεια είπε ο ιδρυτής του σύγχρονου κράτους τους Κίρο Γκλιγκόροφ, ότι οι σημερινοί κάτοικοι είναι απόγονοι Σλάβων που κατέβηκαν στα Βαλκάνια γύρω στον 6ο αιώνα μ.Χ. και δεν έχουν σχέση με τους αρχαίους Μακεδόνες και τον Μέγα Αλέξανδρο, που ήσαν Έλληνες.


Σχολιάστε εδώ