Επιμονή σε λάθος πορεία στο θέμα των Σκοπίων
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Τα συλλαλητήρια σε 24 πόλεις έστειλαν ένα ηχηρό μήνυμα για ένα θέμα το οποίο είναι τόσο οφθαλμοφανές και απλό για τον μέσο Έλληνα, που δεν φορά ιδεολογικές παρωπίδες. Θεώρησα σκόπιμο να επανέλθω στο θέμα των Σκοπίων, γιατί διαπιστώνω ότι, αντίθετα με τα αισθήματα του λαού και την κοινή λογική, η κυβερνητική πολιτική εξακολουθεί να επιμένει σε μια λάθος πορεία, που δεν θα λύσει το θέμα, αλλά θα το διαιωνίσει και θα το περιπλέξει ακόμη πιο επικίνδυνα.
Προβάλλεται η ιδέα ότι η παραχώρηση του ονόματος «Μακεδονία» θα γίνει υπό τον όρο ότι η χρήση του νέου ονόματος θα είναι erga omnes και ότι θα απαλειφθούν από το Σύνταγμα όλες οι «αλυτρωτικές» αναφορές. Στο σημείο όμως αυτό υπεισέρχεται μία σημαντική λεπτομέρεια. Εφόσον η αναθεώρηση του Συντάγματος απαιτεί χρόνο και πολιτικές προϋποθέσεις, που δεν υπάρχουν σήμερα, προτείνεται από τρίτους καλοθελητές, που ενδιαφέρονται για την άρση του Ελληνικού βέτο σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, να δοθεί χρόνος στα Σκόπια, στο πλαίσιο μιας διεθνούς συμφωνίας.
Με απλά λόγια, να συναινέσει η Ελλάδα στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και στην έναρξη ενταξιακής διαδικασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση και να εμπιστευθεί τους «εγγυητές» που θα προσυπογράψουν τη διεθνή συμφωνία ότι τα Σκόπια θα εκπληρώσουν «εν καιρώ» τους όρους της διεθνούς συμφωνίας! Αποτελεί προσβολή της νοημοσύνης κάθε Έλληνα να υποστηρίζει κανείς σοβαρά ότι «κατοχυρώνεται» δήθεν η Ελλάδα με τον τρόπο αυτό.
Εάν δεν υποχωρούν τα Σκόπια σήμερα, που έχουν ανάγκη να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, γιατί θα το πράξουν όταν δεν θα έχουν αυτήν την ανάγκη και όταν θα έχουν ισχυροποιήσει τη θέση τους με την ένταξή τους; Μήπως δεν θα μπορούν και μετά να προβάλλουν τα ίδια επιχειρήματα που προβάλλουν και σήμερα; Ότι δηλαδή δεν υπάρχουν οι αναγκαίες πολιτικές προϋποθέσεις και ότι δεν συμφωνεί ο λαός τους σε αλλαγή του Συντάγματός τους και εγκατάλειψη της «εθνικής» τους ταυτότητας και της «Μακεδονικής» τους γλώσσας;
Πρόκειται για μια χονδροειδή κοροϊδία, που προτείνεται στην Ελλάδα ως φύλλο συκής και πρόσχημα για την πλήρη υποχώρηση, την οποία πιέζεται να κάνει. Στο ίδιο πνεύμα των κολακευτικών επαίνων είναι και οι δηλώσεις περί «πυλώνος σταθερότητας» που αποτελεί η Ελλάδα στα Βαλκάνια και τον οποίο πρέπει να πληρώσει με εθνικές παραχωρήσεις.
Είναι γνωστό ότι η στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, το 1999, σε μια στιγμή εσχάτης αδυναμίας της μετακομμουνιστικής Ρωσίας, επί Γιέλτσιν, δρομολόγησε μια μεγάλη γεωπολιτική ανατροπή στα Βαλκάνια. Η Ρωσία, λόγω των Σλαβικών πληθυσμών στην περιοχή, μ’ επίκεντρο τη Σερβία, αλλά και της Ορθοδοξίας, είχε επί αιώνες πολύ σημαντική επιρροή στα Βαλκάνια. Η Νατοϊκή επέμβαση του 1999 δεν είχε χαρακτήρα συγκυριακό. Ήταν η αρχή μιας προσπάθειας για τη μόνιμη αλλαγή της γεωπολιτικής των Βαλκανίων και την έξωση της Ρωσίας από τα Βαλκάνια.
Η πολιτική αυτή εντασσόταν σε μια γενικότερη στρατηγική από τη Βαλτική ως την Ουκρανία και τα Βαλκάνια, που είχε ως στόχο τη γεωπολιτική απώθηση της Ρωσίας προς ανατολάς και τον υποβιβασμό της σε περιφερειακή δύναμη, χωρίς προοπτική επανακτήσεως της θέσεως της παγκόσμιας δυνάμεως που είχε επί Σοβιετικής Ενώσεως.
Επί Γκορμπατσόφ, είχαν δοθεί διαβεβαιώσεις από τις ΗΠΑ ότι η Δύση δεν θα εκμεταλλευόταν τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις στη Σοβιετική Ένωση για να προωθήσει το ΝΑΤΟ προς ανατολάς και τα Ρωσικά σύνορα. Οι διαβεβαιώσεις όμως αυτές αθετήθηκαν όταν η μετακομμουνιστική Ρωσία του Γιέλτσιν βρέθηκε σε απόλυτη αδυναμία απέναντι στη Δύση και το ΝΑΤΟ. Η Αμερικανική στρατηγική θεώρησε ιστορική ευκαιρία τη Ρωσική αδυναμία και ώθησε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μεγάλη διεύρυνση προς ανατολάς, όπως επίσης το ΝΑΤΟ.
Οι Βαλτικές Δημοκρατίες κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν με επιτυχία την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, εκμεταλλευόμενες το καθεστώς Γιέλτσιν, το οποίο δεν θεώρησε σκόπιμο να συνδέσει την αναγνώριση της ανεξαρτησίας τους με οποιονδήποτε όρο ουδετερότητας. Η ανάλογη προσπάθεια στην Ουκρανία συνάντησε την αντίδραση της Ρωσίας του Πούτιν. Η Ουκρανία έχει άλλωστε πολύ διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο σε σχέση με τις Δημοκρατίες της Βαλτικής, όπως επίσης πολλαπλάσια γεωπολιτική σημασία για τη Ρωσία. Η Ουκρανία παραμένει ένα από τα θερμά μέτωπα στις σχέσεις ΗΠΑ και Ευρώπης με τη Ρωσία.
Η παλινόρθωση της Ρωσικής ισχύος με τον Πρόεδρο Πούτιν αλλάζει σε μεγάλο βαθμό τα δεδομένα και για τα Βαλκάνια. Το ΝΑΤΟ δεν θα είχε σήμερα την ίδια άνεση στρατιωτικής επεμβάσεως, χωρίς Ρωσική αντίδραση, όπως έγινε το 1999. Έχει όμως σήμερα κάθε λόγο να επισπεύδει για την ένταξη σ’ αυτό του συνόλου των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων για να παγιώσει τη θέση του και τη νέα γεωπολιτική τάξη που επέβαλε το 1999.
Η σπουδή του ενισχύεται από τα ανοικτά μέτωπα που υπάρχουν από τη Βοσνία μέχρι το Κοσσυφοπέδιο και τα Σκόπια, η έκρηξη ενός από τα οποία θα μπορούσε να εμπλέξει τη Σερβία και πίσω από αυτήν τη Ρωσία.
Ο καθένας αντιλαμβάνεται γιατί ασκούνται πιέσεις από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία στην Ελλάδα για το θέμα των Σκοπίων. Η όσο το δυνατόν γρηγορότερη ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και παραλλήλως στην Ευρωπαϊκή Ένωση εντάσσεται στη στρατηγική της παγιώσεως μιας νέας γεωπολιτικής τάξεως στα Βαλκάνια. Ειδικότερα η Γερμανία προσβλέπει στην ένταξη των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια εξέλιξη που θα ενισχύσει καταλυτικά τη Γερμανική παρουσία και επιρροή. Η Γερμανική επιρροή στα Βαλκάνια δεν ήταν ποτέ υπέρ των Ελληνικών συμφερόντων. Αυτό επιβεβαιώθηκε τόσο στον Α’ όσο και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Θα έλεγε κανείς ότι αυτά αφορούν το παρελθόν, στο οποίο ήταν άλλες οι διαχωριστικές γραμμές και οι ανταγωνισμοί. Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση εκφράζει, υποτίθεται, ένα κοινό μέλλον για όλους τους Ευρωπαϊκούς λαούς. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι εάν μια χώρα συναινέσει στην ένταξη μιας άλλης ή άλλων χωρών, με τις οποίες έχει προβλήματα, τα προβλήματα αυτά θα τα βρει μπροστά της. Ένα παράδειγμα είναι η Αλβανία. Η χώρα αυτή δεν ανταποκρίθηκε με καμιά ευγνωμοσύνη και ανταπόδοση προς την Ελλάδα για το πράσινο φως που έδωσε η τελευταία για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και για την Ευρωπαϊκή της προοπτική.
Υπάρχει ακόμη κάτι χειρότερο. Η πεποίθηση ότι τον τελευταίο λόγο τον έχουν οι ισχυροί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ΗΠΑ και η Γερμανία. Πιστεύεται ότι οι δυνάμεις αυτές θα πιέσουν την Ελλάδα για να συναινέσει στην ένταξή τους, χωρίς να έχουν εκπληρώσει τα απαραίτητα προαπαιτούμενα. Η πεποίθηση αυτή δεν είναι έωλη, εάν κρίνει κανείς από τη σπουδή της Ελληνικής πλευράς να «λύσει» το θέμα των Σκοπίων, προβαίνοντας σε συνεχείς υποχωρήσεις, μέχρι του σημείου να δέχεται ως δήθεν «εγγυήσεις» ακάλυπτες επιταγές για το μέλλον και να αγνοεί την πάνδημη αντίθεση και αντίδραση του Ελληνικού λαού.