Ενός τσιγάρου δρόμο…

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Έκλεισα το περασμένο αφήγημα της στήλης, που ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του καλού μας φιλαράκου, του τσιγάρου, κάνοντας αναφορά στα πολυτελή ειδικά καταστήματα που τα συντηρούσαν οι λεφτάδες και που είχαν τον πομπώδη τίτλο «Smoker’s House», επί το ελληνικότερο «Οίκος του καπνιστού».

Ουσιαστικά, τέτοια ειδικά μαγαζιά, που να καλύπτουν όλα τα κέφια των καπνιστών, η Αθήνα είχε μονάχα δύο, ο ένας, το βαρύ πυροβολικό, ο περί το Σύνταγμα Ψαρρός, και ο άλλος, αν θυμάμαι καλά, ο Γαϊτάνος -λαϊκότερος- στα Χαυτεία. Του Ψαρρού ήταν πολυτελές και γκλαμουράτο μαγαζί. Ενέπνεε σεβασμό. Έπρεπε να έχεις μπόλικο θράσος ή να είσαι «κάποιος» για να ανοίξεις τη πόρτα και να μπεις για να ρωτήσεις «πόσο έχει». Το εμπόρευμα που μόστραρε στη βιτρίνα του ήταν ανωτάτης ποιότητας. Κάτι «φτηνό» εκεί μέσα δεν υπήρχε. Υπήρχαν, παραδείγματος χάριν, αναπτήρες Dunhill, ασημένιοι και χρυσοί, διάφορες ταμπακιέρες από ακριβά μέταλλα και τσιμπούκια πανάκριβα.

Με δύο λόγια, στου Ψαρρού ο κάθε καπνιστής έβρισκε, αν άντεχε η τσέπη του, όποιο μπιχλιμπίδι ταμπάκου γούσταρε. Στους δρόμους προς το Κολωνάκι, σε μαγαζιά συνήθως ξένου Τύπου, καμιά φορά έβρισκες καπνό πίπας ή και πούρα. Όμως ο «Οίκος του Καπνιστού» ήταν ένας και μοναδικός, του Ψαρρού στο Σύνταγμα.

Αλλά ας μιλήσουμε λιγάκι και για το τσιγάρο, που οι άκαρδοι γιατροί τόσο χαιρέκακα μας έκοψαν.
Οι καπνοβιομηχανίες, ανάμεσα στις τόσες που κατέκτησαν την εμπιστοσύνη του μεγάλου κοινού και που τα τσιγάρα τους θα τα έβρισκες και στο πιο «ξεφτιλισμένο περίπτερο», ήταν του Καρέλια και του Ματσάγγου. Λέγεται μάλιστα ότι σήμερα ακόμη η βασίλισσα της Ολλανδίας καπνίζει «άφιλτρα Καρέλια», που κάνουν ειδική παραγγελία στο εργοστάσιο στην Καλαμάτα. Πάντως, ανεξαρτήτως αυτών, τα γούστα των ελλήνων καπνιστών πριν από τον πόλεμο στρεφόταν στον «Άσσο» του Παπαστράτου, στο «Άρωμα» του Κεράνη, στο «Μπλε» του Ματσάγγου, που ήταν η φίρμα σε μια μπλε στρογγυλή σφραγίδα, το «EGO» των Γιαννουκάκη- Πρωτόπαπα.

Και η διαχρονική «SANTE», με τη φιγούρα μιας όμορφης και υγιούς κυρίας στο κοκκινωπό πακέτο. Η κυρία αυτή άντεξε τις πολύχρονες και εξοντωτικές επιθέσεις της ιατρικής επιστήμης και ήταν από τις τελευταίες τσιγαροβιομηχανίες που έκλεισε. Για όσους πρόσεχαν ιδιαιτέρως την υγεία τους, το μπλε «Αντινικότ 22» του Γεωργιάδη είχε και αυτό τους πιστούς του αγοραστές. Κάποτε έγραφε μέσα στο πακέτο του: «Συμβάλλει εις την καλήν λειτουργίαν των πνευμόνων…».

Ωστόσο, ύστερα από παρέμβαση ιατρών, όπως φαίνεται, η επιγραφή αυτή εξαφανίστηκε. Το μεγάλο αφεντικό στο τσιγάρο ήταν ο Παπαστράτος. Ήταν μια κάθετη καπνοβιομηχανία. Με ιδιόκτητα καπνοτόπια, όπου καλλιεργούνταν τα περίφημα καπνά Αγρινίου, ιδιόκτητες καπναποθήκες, μια ιδιόκτητη πρωτεύουσα… Νομού, το… Αγρίνιο. Και ένα ιδιόκτητο εργοστάσιο τσιγάρων κάτω στον Πειραιά. Με τα σχεδόν 20 νούμερα τσιγάρων που κυκλοφορούσε ήταν ο κυρίαρχος της αγοράς. Κάθε νούμερο διαφορετική ποιότητα.

Κάθε ποιότητα και διαφορετική γεύση. Μετά τον πόλεμο μια «βουλιμία» απλώθηκε για κάθε τι. Κυκλοφόρησαν καινούρια και απομιμήσεις. Βγήκε στην πιάτσα το «Ζήτα Καραβασίλη», σαν απομίμηση του «Άσσου», το «ΜΙ» του Μαργαρίτη. Του Μέξη, με τις μικρές φωτογραφίες με ημίγυμνες, η «Λήθη» του Χατζηγεωργίου, οι «Δελφοί» του Κεράνη, τα «EVES», τα πάμφθηνα «Ξάνθη», που ήσαν ολόιδια στη γεύση με τα γαλλικά «Gauloises», και το πάντα με ευρύτατη κυκλοφορία «Άσπρο Έθνος». Και όταν ο πόλεμος τελείωσε ο Παπαστράτος επανακυκλοφόρησε, κοντά στα άλλα, το κίτρινο νούμερο «5» που είχε διακόψει. Πάντα -ως μη όφειλε- ήταν ακριβό το τσιγάρο.

Μπορεί να κυκλοφορούσαν και φθηνότερα, όπως τα «Σέρτικα Λαμίας» ή τα «Καπερνάρος», αλλά η διαφορά ήταν πολύ μικρή και αναγκαστικά γινόταν οικονομία στο κάπνισμα και ειδικά στο … κέρασμα. Ο διάλογος πήγαινε κάπως έτσι: «Ωραία τα τσιγάρα σου. Από πού τα παίρνεις»; Η απάντηση: «Με συγχωρείς. Εσύ τα παίρνεις από μένα, εγώ τα αγοράζω…». Και έτσι απόμενε μονάχα η γόπα για τον θεριακλή μπατίρη.

Ένας μακρύς κατάλογος από θνησιγενείς μάρκες, που έλαμψαν πρόσκαιρα, με ελάχιστους πιστούς καπνιστές, και γρήγορα έσβησαν, μάρκες που θα μπορούσαν να σχηματίσουν ένα αξιομνημόνευτο παρελθόν. Ύστερα εισέβαλαν οι ξένες καπνοβιομηχανίες και απώθησαν στην ανυπαρξία το ελληνικό τσιγάρο.

Πολυσχιδές ήταν το τσιγαράκι μας. Δεν ήταν μονάχα σύντροφος, φίλος, αλλά και μέσον για να μετράς την απόσταση και τον χρόνο. Ήθελες, να πούμε, «ενός τσιγάρου δρόμο για να φτάσεις». Και το άλλο το «ηθικό», οι υποσχέσεις που πάντοτε τηρούνταν: «Φάτον εσύ και εγώ θα σου φέρνω τσιγάρα στη φυλακή…».


Σχολιάστε εδώ