Γέφυρα για τη μεταμνημονιακή εποπτεία η αξιολόγηση
Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
-Τα πλεονάσματα 3,5% διατηρούν τη λιτότητα
Η ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης τον Ιούνιο αναμένεται να ανοίξει τον δρόμο για «έξοδο από τα Μνημόνια». Ωστόσο δεν θα οδηγήσει στο τέλος της λιτότητας, χωρίς ουσιαστική και εμπροσθοβαρή μείωση του χρέους. Στην ουσία, προωθείται με το νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής η γερμανική θέση για αντιμετώπιση του χρέους («εάν χρειασθεί»).
Η συζήτηση για τη διευθέτηση του χρέους είναι αμφίβολο αν θα καταλήξει πριν από τον Ιούλιο, αφού είναι σχεδόν βέβαιο πως το Βερολίνο δεν θα προβεί σε καθοριστικές κινήσεις πριν την οριστικοποίηση του μηχανισμού εποπτείας. Μπορεί όμως να προβεί σε ενεργοποίηση υποχρεώσεων, που θα εμφανίσει ως παραχωρήσεις, όπως η επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα.
Η παραμονή του ΔΝΤ είναι δεδομένη και μόνον η χρηματοδοτική του συμμετοχή συζητείται. Αυτό σημαίνει ότι αν το Βερολίνο δεν αποδεχθεί ονομαστική μείωση χρέους, το ΔΝΤ θα παραμείνει, χωρίς ενεργοποίηση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής, που έχει προεγκριθεί. Επιπλέον, η ολοκλήρωση πολλών προαπαιτούμενων της 4ης αξιολόγησης θα παραπεμφθεί για μετά τον Αύγουστο, δημιουργώντας τη γέφυρα για το κτίσιμο του μηχανισμού μεταμνημονιακής εποπτείας. Όχημα θα είναι το νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, που θα αποτελέσει τον πολυετή προϋπολογισμό που θα δεσμεύει τη χώρα μέχρι το 2022.
Η συμφωνία θα υλοποιήσει όλο το πλέγμα εφαρμοστικών νόμων και διαδικασιών, όπως οι νέες τιμές του ΕΝΦΙΑ, η αναμόρφωση των επιδομάτων, η στελέχωση του Δημοσίου, οι ιδιωτικοποιήσεις, οι παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας, τη δικαιοσύνη, τον τραπεζικό τομέα, τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, τον νόμο Κατσέλη/Σταθάκη και την αγορά εργασίας. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως η συμφωνία κατοχυρώνει πλεονάσματα 3,5%, μεταθέτοντας τη συζήτηση για ονομαστική μείωση του χρέους μετά το 2022. Υιοθετήθηκαν, δηλαδή, υψηλά πλεονάσματα για τέσσερα χρόνια, γεγονός που βεβαίως υπονομεύει τη διεκδίκηση ουσιαστικής μείωσης του χρέους εμπροσθοβαρώς. Αυτά θα συμπεριλαμβάνονται στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, που θα αποτελέσει Μνημόνιο «ελληνικής ιδιοκτησίας».
Στην τεχνική συμφωνία πραγματοποιήθηκε ένα λογικό παράδοξο. Είναι γνωστό πως το ΔΝΤ θεωρεί εφικτά πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% και όχι 3,5%, που θέλουν οι ευρωπαίοι δανειστές. Το πλεόνασμα 1,5% διαμορφώνεται από τις μακροχρόνιες προβλέψεις του ΔΝΤ για την αύξηση του ΑΕΠ, από τις οποίες προκύπτει ότι η δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους σε βάθος χρόνου απαιτεί την ονομαστική του μείωση. Η Γερμανία σκόπιμα υπερεκτιμά τις προοπτικές μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας για να αποτρέψει την πρόταση του ΔΝΤ και απαιτεί πλεονάσματα 3,5%, δηλαδή αυστηρή λιτότητα. Η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα απαξιώνει την πρόταση του ΔΝΤ με το επιχείρημα πως θέλει να αποφύγει την επίσπευση της εφαρμογής των ψηφισμένων μέτρων για συντάξεις και αφορολόγητο.
Όμως αυτές οι περικοπές υιοθετήθηκαν για να διαμορφωθούν τα πλεονάσματα 3,5% που απαιτεί το Βερολίνο. Ανοιχτό παραμένει το ενδεχόμενο εφαρμογής μείωσης του αφορολόγητου από το 2019, ενώ η επίτευξη υψηλών πλεονασμάτων δυσκολεύει την εφαρμογή των αντιμέτρων.
Έτσι, η συζήτηση που προκάλεσε η πρόταση για πλεονάσματα 1,5% παρακάμπτεται. Αν όμως «όλα πάνε καλά» με πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022, τότε οι αιτιάσεις για ουσιαστική μείωση χρέους εξουδετερώνονται. Αφού η Ελλάδα όπως και οι ευρωπαίοι δανειστές θεωρούν το χρέος βιώσιμο και την επίτευξη πλεονασμάτων 3,5% εφικτή, τότε το ΔΝΤ «κάνει λάθος». Στη γραμμή αυτή, η Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής κατηγόρησε το ΔΝΤ ότι απέτυχε στις προβλέψεις του για το πλεόνασμα του 2017.
Όμως το πλεόνασμα είναι λογιστικό μέγεθος, επομένως αντικείμενο και λογιστικών διευθετήσεων και όχι μόνο μακροοικονομικών προβλέψεων. Οι αιτιάσεις αυτές διατυπώνονται επειδή το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης για «καθαρή έξοδο» είναι η υπεραπόδοση της περιοριστικής της πολιτικής, που παρήγαγε μεγάλα και πέραν των στόχων πρωτογενή πλεονάσματα, που το ΔΝΤ θεωρεί μη διατηρήσιμα.
Ήδη όμως η Κομισιόν και η κυβέρνηση κατέβασαν τον πήχη της ανάπτυξης στα επίπεδα των «λανθασμένων» προβλέψεων του ΔΝΤ (2%) για το 2018 και το 2019 (1,9%). Με αυτά τα ποσοστά ανάπτυξης το ΔΝΤ θα εκτιμήσει αν θα επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι (πλεονάσματα) του 2018 και 2019. Το ΔΝΤ θα ολοκληρώσει τη δική του αξιολόγηση μετά την 4η Ιουνίου, όταν θα ανακοινώσει η ΕΛΣΤΑΤ τα στοιχεία α’ τριμήνου για το ΑΕΠ. Τελικά, η 4η αξιολόγηση, για τις ανάγκες του σεναρίου της εξόδου στις αγορές, προσπαθεί να «πείσει» ότι η χώρα μπορεί να παράγει τα απαραίτητα για το Βερολίνο πλεονάσματα. Έτσι, η ουσιαστική μείωση του χρέους μετατίθεται στη μεταμνημονιακή περίοδο.
Η Γερμανία βέβαια απαίτησε ήδη κάθε αίτημα ελάφρυνσης του χρέους μετά τον Αύγουστο να περνάει από το Γερμανικό Κοινοβούλιο, το οποίο με πρόεδρο τον γνώριμο Β. Σόιμπλε θα αποφαίνεται «εάν χρειάζεται».