Τι καπνό φουμάρεις;

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια το κάπνισμα έχει ριχτεί στο πυρ το εξώτερο και το καταραμένο… Οι περισσότερες ασθένειες που ταλανίζουν την ανθρωπότητα αποδίδονται στο τσιγάρο και επειδή αυτό το λένε εν χορώ οι επιστήμονες, με το κύρος που τους διακρίνει, αυτή πρέπει να ’ναι η αλήθεια Δεν έχουν περάσει όμως πολλά χρόνια που το τσιγάρο μας, το τσιγαράκι μας γινόταν σύντροφος στις χαρές και τις λύπες μας, που τις μοιράζονταν σαν αδέρφι μας. Πόσα σεκλέτια, μα την αλήθεια, βοήθησε να ξεπεραστούν χωρίς να αφήσουν πληγές, και πόσο ασφαλείς νιώθαμε μ’ ένα γεμάτο πακέτο στην τσέπη.

Είναι επίσης γεγονός ότι οι ξένες τσιγαροβιομηχανίες, οι μοντέρνες, με τις τεράστιες διαφημιστικές καμπάνιες, που τίποτα δεν τις συνδέει με το παρελθόν, προσφέρουν το πανάκριβο φαρμάκι τους στους σύγχρονους καπνιστές. Σε όλους τους παλιόφιλους, τους παλιούς τσιγαράδες, που τους έκλεισαν, που τους άφησαν πανί με πανί στον δρόμο, που όμως κάποτε (για χρόνια πολλά) μας συ­ντρόφεψαν, γράφουμε σαν μνημόσυνο το παρόν αφήγημα, για να τους θυμηθούν οι παλαιότεροι και να τους μάθουν οι σύγχρονοι…

Η Ελλάδα ανέκαθεν ήταν καπνοπαραγωγός χώρα κι ο καπνεργάτης πάντοτε έπαιζε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα του τόπου. Οι απεργίες από τα συνδικάτα τους γιγάντωναν. Το μακελειό στους δρόμους των πόλεων οι καπνεργάτες το έτρεφαν και αυτούς θεωρούσαν υπεύθυνους όταν καθιερώνονταν έκτακτα μέτρα ασφαλείας. Μεγάλα εργοστάσια και μεγάλες καπναποθήκες χτίζονταν για την αποθήκευση του καπνού, που ήταν «χρυσάφι», ενώ ο ασχολούμενος με το εμπόριό του ανήκε στην πλουτοκρατία της χώρας. Ποιοτικά ο ελληνικός καπνός βρισκόταν στην ανωτάτη κατηγορία και ήταν περιζήτητος από τους καπνουλάδες.

Υπήρχαν περιοχές που ήσαν γνωστές από τον τύπο τσιγάρων που παρήγαγαν, όπως τα «ελαφρά του Αγρινίου» ή τα «σέρτικα Λαμίας». Διότι ο ελληνικός καπνός υπερείχε των καπνών άλλων τόπων, λόγω της μικρής ποσότητας νικοτίνης. Έτσι μοσχοπουλιόνταν στις ξένες τσιγαροβιομηχανίες τα ελληνικά καπνά, που δεν ταίριαζαν με τα γούστα των καπνιστών και τα χαρμάνιαζαν με τα δικά τους για να τα ελαφρύνουν. Ήταν πολύ φτωχή η Ελλάδα προπολεμικά κι ένα πακέτο τσιγάρα κόστιζε πανάκριβα. Ίσως λόγω της βουλιμίας των τσιγαράδων για κέρδος, ίσως για κάποιον άλλο λόγο που ίσχυε εκείνη την εποχή, αγόραζε ο βιομήχανος σχεδόν τζάμπα τον καπνό απ’ τον παραγωγό και πούλαγε πανάκριβα τα τσιγάρα.

Οι περιπτεράδες, που είχαν σχεδόν την αποκλειστικότητα πωλήσεως τσιγάρων, άνοιγαν τα πακέτα και πουλούσαν χύμα με το κομμάτι το περιεχόμενό τους. Τότε το μεγάλο πακέτο είχε 22 τσιγάρα, το μικρό 11 και η κούτα 88. Βέβαια, με την πολιτική προωθήσεως των πωλήσεων σε μερικές ακριβές μάρκες, έκαναν και ειδικές συσκευασίες με κουτιά των 27 τσιγάρων ή τενεκεδένια, των 50, που προορίζονταν για σταθερά σημεία καπνίσματος, σπίτια ή γραφεία. Στον καιρό του πολέμου τα τσιγάρα δεν πουλιόνταν. Απλά τα μοίραζαν σε όσους στέκονταν ουρά στα περίπτερα τις απογευματινές ώρες.

Κάθε περίπτερο έπαιρνε τσιγάρα ανάλογα με τη δυναμική του και έτσι πολλοί έπιαναν ουρά από νωρίς για να προλάβουν να ξανασταθούνε και να ξαναπάρουν. Τα μοίραζαν χύμα από κούτες των 100, η ποιότητα ήταν ενιαία και ο κόσμος τα έλεγε «στούκας». Μετά τον πόλεμο πλάκωσε το εγγλέζικο, το μυρωδάτο, το λαθραίο. Τότε υποκύψαμε στο άρωμά τους και πολλοί γινήκαμε καπνιστές. Μάθαμε τα «Three three’s, τα «Senior service», τα «Graven ‘‘Α’’» και στρέφαμε αλλού, μετά βδελυγμίας, τους οφθαλμούς όταν μας πρόσφεραν ελληνικά.

Επειδή το κακό με τα λαθραία παράγινε, το υπουργείο καθιέρωσε τους μυριστές για να βάλει τέλος στο λαθρεμπόριο. Δηλαδή, στον ηλεκτρικό, που ήταν το μοναδικό μας αστικό τρένο με βαγόνια καπνιστών, προσέλαβε ειδικούς μυριστές για να μυρίζουν τι καπνίζουν οι επιβάτες και να μπαγλαρώνουν τα κακά παιδιά. Ήταν, όπως είπαμε, πολύ φτωχή η Ελλάς και προσπαθούσε ο Έλληνας να τη βγάλει όπως όπως.

Τότε λανσαρίστηκε η λέξη «σελέμης» για εκείνον που ήτανε συστηματικός τρακαδόρος και πολλά ανέκδοτα κυκλοφόρησαν σχετικά με το τσιγάρο και την τράκα του. Ήταν η εποχή που έβαζαν ένα φρέσκο μουρόφυλλο ή αμπελόφυλλο στο πακέτο για να μην ξεραίνεται ο καπνός. Δεν ήσαν τότε οι καπνιστές τα ρεμάλια της κοινωνίας, οι περιθωριακοί, αλλά άνθρωποι ευυπόληπτοι, στηρίγματα της κοινωνίας, που τους εξυπηρετούσαν ελάχιστα ειδικά καταστήματα, τα περίφημα «smoker’s house», ο οίκος του καπνιστού, με πιο γνωστό τον Psarro στην οδό Σταδίου, παρά το Σύνταγμα.

Θα συνεχίσουμε την άλλη εβδομάδα.


Σχολιάστε εδώ