Η ολέθρια ταύτιση της Ευρώπης με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Οι ενδείξεις για αλλαγή της Ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα, με προσεγγίζουσα την ημερομηνία τυπικής «εξόδου» από τα Μνημόνια, φαίνονται ολοένα και πιο ισχνές. Η ουσιαστική περικοπή του δημοσίου χρέους, η οποία είναι και το μόνο μέτρο το οποίο θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά και να δώσει την ελπίδα επιστροφής σε μια σχετική κανονικότητα, παραπέμπεται συνεχώς, ελαχιστοποιείται και φαλκιδεύεται με όρους που έχουν ως στόχο να μην υπάρξει επιστροφή από το μοντέλο της φτωχοποιήσεως και της αρπαγής της δημόσιας και της ιδιωτικής περιουσίας των Ελλήνων.
Αναρωτιέται κανείς ποιο νόημα θα έχει η διατυμπανιζόμενη «έξοδος», όταν τίθεται ως όρος η συνέχιση και η ένταση ακόμη της ίδιας πολιτικής των Μνημονίων. Απτά παραδείγματα είναι η νέα εξαγγελλόμενη μείωση των συντάξεων, τα δημοσιονομικά πλεονάσματα του 3,5% για τα προσεχή χρόνια, που συνιστούν κυριολεκτικά αφαίμαξη της Ελληνικής οικονομίας και έμμεση αρπαγή, διά της βαριάς φορολογίας, των ιδιωτικών περιουσιών, όπως επίσης η διαιώνιση του περίφημου ΕΝΦΙΑ. Είναι δυνατόν, μετά από μια δεκαετία φοροεπιδρομών, άγριας λιτότητας και ασφυκτικού περιορισμού της νομισματικής ρευστότητας, να θεωρείται απαραίτητη η προσφυγή στα ίδια και χειρότερα ως μόνη λύση;
Η πολιτική αυτή δεν είναι, δυστυχώς, άσχετη με την κατεύθυνση που πήρε η Ευρωπαϊκή Ένωση υπό τη Γερμανική οικονομική ηγεμονία, που ενισχύθηκε και παγιώθηκε με το ενιαίο Ευρωπαϊκό νόμισμα. Η ιδέα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως είχε προβληθεί από τις δεκαετίες του ’50, ’60 και ’70, κατά τις οποίες κυριαρχούσαν οι Κεϋνσιανές ιδέες στις Ευρωπαϊκές οικονομικές πολιτικές. Οι τελευταίες έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους, στον δημόσιο τομέα και στην ιδέα της εθνικής αγοράς και της εθνικής οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ήταν ενδεικτική η αναγνώριση της Αρχής της Κοινοτικής Προτιμήσεως, ως βασικής και θεμελιώδους αρχής της Ευρωπαϊκής οικοδομήσεως. Η Αρχή αυτή αντιπροσώπευε και συμβόλιζε τη μεταφορά της προστασίας, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, από τα εθνικά στα Ευρωπαϊκά σύνορα. Με άλλα λόγια, η Ευρωπαϊκή αγορά υπολαμβανόταν ως μια νέα «εθνική» αγορά, πολύ ευρύτερη και μεγαλύτερη, που θα περιέκλειε την Ευρωπαϊκή κοινή αγορά και ταυτόχρονα θα την οριοθετούσε έναντι των τρίτων χωρών.
Η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει ριζικά από τη δεκαετία ήδη του ’70, με τη σταδιακή υποχώρηση των Κεϋνσιανών πολιτικών αλλά και των θεμελιακών μεταρρυθμίσεων του New Deal στις ΗΠΑ. Τις τελευταίες τις είχε προωθήσει, στη δεκαετία του ’30, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ρούσβελτ για να χαλιναγωγήσει την ασύδοτη χρηματιστική κερδοσκοπία και να οδηγήσει τις ΗΠΑ έξω από τη μεγάλη κρίση του 1929. Τότε είχε εισαγάγει, μεταξύ άλλων, την περίφημη Πράξη Glass-Steagall Act, για τον διαχωρισμό των τραπεζών σε εμπορικές και επενδυτικές. Με βάση τον νόμο αυτό, μόνο οι επενδυτικές τράπεζες είχαν δικαίωμα να δραστηριοποιούνται σε χρηματιστικές υποθέσεις.
Οι ρυθμίσεις του New Deal, σε συνδυασμό με τις μεταπολεμικές ρυθμίσεις του Bretton woods, ήταν αυτές που στήριξαν στη μεταπολεμική Δύση την ανοικοδόμηση, την ταχύρυθμη ανάπτυξη και την προαγωγή του κοινωνικού κράτους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσα από την ενοποίηση της αγοράς και τις πολιτικές σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, θα εκτόξευε, υποτίθεται, τις θετικές συνέργειες και τις οικονομίες κλίμακος και θα έφερνε μεγαλύτερη ακόμη ανάπτυξη, ευημερία και κοινωνικό κράτος, πέρα από τη σταθερότητα και την κοινή ασφάλεια που θα εξασφάλιζε επίσης.
Τα προδρομικά σύνδρομα μιας μεγάλης αλλαγής επί τα χείρω άρχισαν ήδη από τη δεκαετία του ’70. Το 1971, ο Αμερικανός Πρόεδρος Νίξον αποδέσμευσε το δολάριο από τον χρυσό, παραβιάζοντας μία από τις βασικές ρυθμίσεις των Συμφωνιών του Bretton Woods. Από το τέλος της ίδιας δεκαετίας (1978) άρχισε να κλονίζεται επίσης και ο βασικός κανόνας που είχε θεσπίσει η Glass-Steagall Act. Η υπονόμευσή του συνεχίσθηκε στη δεκαετία του ’80 και τελικά καταργήθηκε επί Προεδρίας Κλίντον το 1999.
Η κατάργησή του ήταν το αποκορύφωμα μιας πολιτικής ακραίου νεοφιλελευθερισμού και χαλαρώσεως των χρηματιστικών κανόνων, που έγινε γνωστή ως χρηματιστική απορρύθμιση. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην αχαλίνωτη και ασύδοτη αύξηση της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, στην κατάληψη του προσκηνίου από τη χρηματιστική και εικονική οικονομία σε βάρος της πραγματικής και στην κυριαρχία των λεγομένων αγορών.
Η Ευρώπη, χειραγωγούμενη γεωπολιτικά από τις ΗΠΑ, δεν έφερε καμιά αντίσταση στις εξελίξεις αυτές για να υπερασπίσει το δικό της οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, με αναφορά τις Κεϋνσιανές πολιτικές, αλλά και την ιδέα μιας Ευρώπης, η οποία θα αποτελούσε μια Συμπολιτεία εθνικών κρατών, που θα μετέθετε την προστασία από τα εθνικά στα Ευρωπαϊκά σύνορα.
Η Ευρώπη, με κυρίαρχο εκπρόσωπο τη Γερμανία, ταυτίσθηκε πλήρως με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, που εμφανίσθηκε με φτερούγες θριάμβου, μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού και εκφράσθηκε, στη συνέχεια, με την παγκοσμιοποίηση. Στο πνεύμα αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε γρήγορα σε άκριτη διεύρυνση, για γεωπολιτικούς κυρίως λόγους, μεγαλώνοντας στο εσωτερικό της τις διαφορές και μειώνοντας καταλυτικά τους όρους για εσωτερική συνοχή και σύγκλιση. Ταυτοχρόνως, εμπνεόμενη από την παγκοσμιοποίηση, πολλαπλασίασε στο έπακρον τις συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου με τρίτες χώρες και άλλες περιοχές του κόσμου.
Οι κινήσεις και πολιτικές αυτές κατέστησαν πιο προβληματική ακόμη οποιαδήποτε ιδέα πολιτικής ενοποιήσεως αλλά και πραγματικής συγκλίσεως και συνοχής. Η εισαγωγή, επιπλέον, κάτω από τις συνθήκες αυτές, ενιαίου νομίσματος, με την ατυχή εκτίμηση ότι αυτό θα εκβίαζε τις εξελίξεις και θα ανάγκαζε την Ευρωπαϊκή Ένωση να προχωρήσει γρήγορα σε πολιτική ενοποίηση, έκανε τα πράγματα ακόμη πολύ χειρότερα.
Το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσεως του 2008 έθεσε μεταξύ άλλων σε μεγάλη δοκιμασία το σύστημα του ευρώ. Η Ελλάδα, λόγω της αδύνατης θέσεώς της μέσα στο σύστημα, των εσωτερικών προβλημάτων της και των μοιραίων ηγεσιών της, έγινε το τέλειο θύμα. Της φορτώθηκαν, με τη μορφή των Μνημονίων, όχι μόνο τα δικά της χρέη και προβλήματα αλλά και χρέη και προβλήματα που ανάγονται στο ευρωσύστημα και στην προβληματική λειτουργία του.
Η λύση επομένως του προβλήματος δεν μπορεί να γίνει με αιώνια λιτότητα κατά του Ελληνικού λαού. Απαιτεί ανάληψη από την Ευρωπαϊκή Ένωση σημαντικού μέρους του κόστους λειτουργίας του προβληματικού ευρωσυστήματος, με τη μορφή διαγραφής μεγάλου μέρους του θεωρουμένου ως Ελληνικού δημοσίου χρέους.