Δίκαιες οι αντιδράσεις των Ελλήνων για ονομασία της ΠΓΔΜ με αναφορά στην εξέγερση του Ίλιντεν


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, εχέφρονα πολιτικό και πρωθυπουργό της Ελλάδας από το 1990 έως 1993, αποδίδεται η φράση «σε δέκα χρόνια από τώρα κανένας δεν θα θυμάται το όνομα ‘‘Μακεδονία’’». Η φράση αυτή από πολλούς ερμηνεύτηκε ως ένδειξη ότι ο Κ. Μητσοτάκης δεν απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στο αν θα περιλαμβανόταν και ο όρος «Μακεδονία» στην ονομασία της γειτονικής χώρας αλλά στην ουσία του θέματος, δηλαδή την εύρεση λύσης, που θα εξασφάλιζε την σταθερότητα και την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Από τις κατοπινές εξελίξεις αποδείχθηκε ότι ο οξυδερκής αυτός πολιτικός έπεσε έξω στις εκτιμήσεις του, αν κρίνουμε και από τις α­ντιδράσεις που έχουν σημειωθεί και εξακολουθούν να σημειώνο­νται συνεχώς με συλλαλητήρια, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και άλλες συναφείς εκδηλώσεις.

Οι αντιδράσεις γύρω από το θέμα της ονομασίας αναζωπυρώθηκαν τελευταία, μετά την πρόσφατη συνάντηση των πρωθυπουργών Ελλάδας και ΠΓΔΜ στη Σόφια, στα πλαίσια της συνόδου ΕΕ και των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, όπου προτάθηκε από τον σκοπιανό πρωθυπουργό κ. Ζάεφ νέα ονομασία, η «Republika Ilindenska Makedonija» ή «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν», γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από τον έλληνα πρωθυπουργό. Το γεγονός πυροδότησε αμέσως σωρεία δηλώσεων και αντιδράσεων σε πολιτικό επίπεδο και συναφή δημοσιεύματα, άλλα α­ντικειμενικά και ψύχραιμα και άλλα επιφανειακά ή κινούμενα από αντιπολιτευτική διάθεση.

Ένα από τα επιχειρήματα που προβλήθηκε υπέρ αυτής της ονομασίας ήταν ότι θα γινόταν αποδεκτή από την αντιπολίτευση της ΠΓΔΜ, η οποία, με προεξάρχοντα τον πρώην πρωθυπουργό Νίκολα Γκρούεφσκι, διέπεται από ακραία εθνικιστικά φρονήματα. Το επιχείρημα -αν όντως η ονομασία αυτή προτάθηκε επίσημα ή την υπαινίχθη ο κ. Ζάεφ- είναι παντελώς έωλο. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι να πεισθεί -ή όχι- η αντιπολίτευση της χώρας του αλλά οι υπεύθυνοι φορείς και ο λαός της άλλης πλευράς, εν προκειμένω της Ελλάδας. Όπως αποδείχθηκε με τις άμεσες αντιδράσεις που σημειώθηκαν, η μεγίστη πλειοψηφία του ελληνικού λαού και του πολιτικού κόσμου είναι αντίθετη σε μία ονομασία η οποία αναφέρεται σε γεγονός που αποτελεί ληξιαρχική πράξη γέννησης του αλυτρωτισμού των Σλαβομακεδόνων.

Το Ίλιντεν δεν είναι μια γεωγραφική τοποθεσία αλλά θρησκευτική εορταστική επέτειος, αφιερωμένη στον Προφήτη Ηλία, που συνέπιπτε με την εξέγερση, το 1903, των Σλαβομακεδόνων και σλαβόφωνων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που συνοδευόταν και από εδαφικές διεκδικήσεις, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και το σύνολο σχεδόν της ελληνικής Μακεδονίας. Είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή μια τέτοια ονομασία; Στο θέμα και στον θόρυβο που δημιουργήθηκε και στις αντιδράσεις που σημειώθηκαν γύρω από τη «Μακεδονία του Ίλιντεν» οριστικό τέλος δόθηκε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, ο οποίος με δηλώσεις του την περασμένη Δευτέρα ενέταξε την αναζήτηση λύσης εντός των πλαισίων των γνωστών πέντε ονομασιών που είχε προτείνει ο προσωπικός απεσταλμένος του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών, αμερικανός διπλωμάτης Μάθιου Νίμιτς. Ασφαλώς οι συνομιλίες και οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται σε επίπεδο υπουργών των Εξωτερικών των δύο χωρών, που από τη φύση τους είναι εμπιστευτικές και δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν.

Ανεξαρτήτως πάντως της έκβασής τους, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθούν τα παρακάτω στοιχεία που συνδέονται με το πρόβλημα της ονομασίας. Συγκεκριμένα: Α) Αν τα κράτη μπορούν να επιλέγουν ονομασίες της αρεσκείας τους και κατά το δοκούν. Β) Τι καταγράφει η διεθνής πρακτική. Γ) Αν σημειώνονται εξωτερικές επεμβάσεις ή ασκούνται πιέσεις ιδιαίτερα προς την Ελλάδα και σε τι αποσκοπούν.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, η Ιστορία και η διεθνής εμπειρία αποδεικνύουν ότι οι ονομασίες των χωρών δεν είναι ούτε τυχαίες ούτε αυθαίρετες. Οι ονομασίες κληρονομούνται, όπως συμβαίνει και με τα φυσικά πρόσωπα. Κατά κανόνα συνδέονται με την ιστορική παράδοση των λαών τους ή τη γεωγραφική πραγματικότητα, όπως, π.χ., οι ΗΠΑ (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής). Πολλές σύγχρονες χώρες άλλαξαν ονομασία, επιστρέφοντας σε παλαιότερες, που συνδέονται με την ιστορική και πολιτιστική τους κληρονομιά. Το Ζαΐρ μετονομάστηκε σε Κονγκό, το Σιάμ σε Ταϊλάνδη, η Ροδεσία σε Ζιμπάμπουε κ.ά. Και οι τρεις παραπάνω χώρες απέβαλαν ονομασίες που τους είχαν επιβληθεί από την αποικιοκρατία και επέστρεψαν σε εκείνες που παραπέμπουν στην ιστορική παράδοση των λαών τους.

Η ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία καταγράφει και αντίστροφα παραδείγματα, όπου η διεθνής κοινότητα ή κάποιες χώρες αντιτάχθηκαν και αντέδρασαν σε επιλογές ονομασιών όταν έκριναν ότι έθιγαν την ο­ντότητά τους ή τη διεθνή έννομη τάξη. Συ­γκεκριμένα παραδείγματα αναφέρονται σε εμπεριστατωμένο άρθρο έλληνα ερευνητή και πανεπιστημιακού στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, Μ. Ιωαννίδη («Καθημερινή», φύλλο 20ής Μαΐου 2015). Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την περίπτωση της εναντίωσης του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας στρατηγού Ντε Γκολ στην ένταξη της Αγγλίας στην τότε ΕΟΚ με την ονομασία Μεγάλη Βρετανία, που παρέπεμπε στη γαλλική περιοχή της Βρετάνης, η οποία στο παρελθόν υπήρξε πεδίο διαμάχης και πολέμων μεταξύ των δύο χωρών. Τα παραπάνω παραδείγματα αποδεικνύουν ότι οι αντιδράσεις στην Ελλάδα για ονομασία της ΠΓΔΜ ως «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ή, επί τα χείρω, «Δημοκρατίας της Μακεδονίας του Ίλιντεν» δεν είναι εγωιστικές αλλά δίκαιες, αφού θίγεται η ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της ελληνικής Μακεδονίας.

Είναι φανερό ότι η ελληνική κυβέρνηση δέχεται πιέσεις για ταχεία επίλυση του θέματος της ονομασίας των Σκοπίων, που έχουν διπλή προέλευση. Αφενός από το ΝΑΤΟ, με μοχλό πίεσης τις ΗΠΑ, και αφετέρου την ΕΕ, διά της γερμανικής ηγεμονίας. Αμφότερων αντικειμενικός στόχος είναι η ένταξη των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, συμπεριλαμβανομένης της ΠΓΔΜ, στους ευρωατλαντικούς θεσμούς για γεωπολιτικούς λόγους. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η ένταξη των Σκοπίων προσκρούει στο θέμα της επίλυσης της διαφοράς για την ονομασία, με τη δυνατότητα της Ελλάδας να ασκήσει βέτο. Η Ελλάδα διαθέτει ισχυρά επιχειρήματα να απαιτήσει τον σεβασμό βασικών αρχών για την επίλυση του θέματος της ονομασίας της γείτονος χώρας. Ας ελπίσουμε ότι ο υπουργός των Εξωτερικών κ. Ν. Κοτζιάς θα πείσει τους αμερικανούς συνομιλητές του για το δίκαιο των ελληνικών θέσεων. Προσοχή πάντως πρέπει να δοθεί ώστε σε οποιαδήποτε πρόταση για λύση να μην εμπεριέχονται και να μην επαναληφθούν οι ατέλειες και τα λάθη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995.


Σχολιάστε εδώ