«Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα», κ. Τσίπρα, χρειάζεστε «λίγη σοβινιστική φαντασμαγορία»
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο Λένιν έλεγε ότι «τα γεγονότα είναι πεισματάρικα», όταν ήθελε να υπογραμμίσει τη διάψευση κάποιου επιχειρήματος ή ισχυρισμού της κυρίαρχης πολιτικής από την πραγματικότητα. Με αυτήν τη λογική, η αδυναμία κάλυψης της αύξησης κεφαλαίου της Τράπεζας Αττικής, την οποία στήριξε μόνο το καταδικασμένο να συμμετάσχει ΤΣΜΕΔΕ, οι εξελίξεις γύρω από την αξιοπιστία των οικονομικών στοιχείων κάποιων εκ των τελευταίων εναπομείναντων «success stories» του ελληνικού χρηματιστηρίου (Folli – Follie, Όμιλος Κόκκαλη), το σορτάρισμα της ΔΕΗ και η μαζική προσφυγή σε κάθε μορφής δικαστικής ή εξωδικαστικής προστασίας χιλιάδων επιχειρήσεων είναι η ζωντανή διάψευση του κυβερνητικού αφηγήματος. Της λογικής δηλαδή ότι η αποκατάσταση της καπιταλιστικής συσσώρευσης θα δημιουργήσει, κάτω από την παρέμβαση μιας υποτιθέμενης αριστερής κυβέρνησης, τους όρους για την ανακούφιση του κόσμου από τις συνέπειες της κρίσης.
Ο λόγος είναι προφανής, η κρίση δεν τελείωσε ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην ΕΕ, ούτε παγκόσμια, όπως μαρτυρά η όξυνση των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών στην Ιταλία και οι παρενέργειες που αναμένεται να έχουν μετά το τέλος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.
Όμως αυτά δεν φαίνεται να πτοούν τους κυβερνώντες. Θεωρούν ότι η ελληνική οικονομία θα καταφέρει να αποκτήσει αξιόχρεο, κάτι που θα επιτρέψει από μόνο του την οικονομική ανάκαμψη. Βέβαια αξιόχρεο αποκτάται με δύο τρόπους: 1) Οι οίκοι αξιολόγησης πρόκειται να προχωρήσουν σε πέντε (αριθμός 5) αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας τον επόμενο μήνα. 2) Το ΔΝΤ, κατόπιν της ρύθμισης του ελληνικού χρέους, που υποτίθεται θα γίνει τον Ιούνιο, πρόκειται να αποφανθεί ότι το ελληνικό χρέος των 328 δισ. είναι βιώσιμο. Το (1) θεωρώ ότι δεν το πιστεύει πλέον κανείς λογικός άνθρωπος, παρ’ όλο που στην κυβέρνηση κάποιοι το ισχυρίζονταν στην αρχή του χρόνου. Άλλωστε και οι ίδιοι οι οίκοι αξιολόγησης θεωρούν απαραίτητη τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα για να αναβαθμίσουν την ελληνική οικονομία. Μένει λοιπόν το (2), γι’ αυτό οι πληροφορίες λένε ότι υπάρχουν έντονες διαβουλεύσεις μεταξύ Βερολίνου – ΔΝΤ για τη λεγόμενη «ελάφρυνση του χρέους».
Όμως και πάλι αυτό δεν συνεπάγεται ότι το ΔΝΤ θα υπογράψει για το αξιόχρεο, σημαίνει απλά ότι θα δεχτεί να συμμετάσχει ως σύμβουλος στην εποπτεία της οικονομίας μετά τον Ιούνιο. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το ΔΝΤ θέλει εμπροσθοβαρή εφαρμογή των μέτρων, χωρίς να διευκρινίζεται αν αφορούν μόνο τις συντάξεις και το αφορολόγητο ή και άλλα μέτρα. Ήδη το αναθεωρημένο Μνημόνιο με ημερομηνία 23/5 αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εφαρμογής της μείωσης του αφορολογήτου από το 2019. Επιπλέον, το ΔΝΤ ζητά την εφαρμογή ποσοτικοποιημένων μέτρων για το χρέος, δηλαδή να αφήσουν οι Ευρωπαίοι τις ιστορίες και να πουν αν θα κόψουν χρέος ή επιτόκια.
Συνολικά η κατάσταση εγκυμονεί πολιτικές εξελίξεις, όπως φάνηκε και από το κλίμα της προ ημερησίας διάταξης συζήτησης στη βουλή σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών. Το βασικότερο όμως είναι ότι ακόμα και εάν πάρουν την πολυπόθητη συναίνεση του ΔΝΤ για το αξιόχρεο, αυτό δεν εξασφαλίζει ότι η κρίση θα τελειώσει. Δηλαδή, η Ιταλία, που δανείζεται από τις αγορές, δεν έχει κρίση, η Γαλλία δεν έχει κρίση, πόσω μάλλον η Ελλάδα, που το δεκαετές ομόλογό της διαπραγματεύεται στο 4,5% πριν ακόμη τελειώσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Για το ζήτημα της επιστροφής στην ανάπτυξη η κυβέρνηση σπεύδει να πει ότι έχει καταθέσει σχετικό πρόγραμμα. Όμως η «σοβαρότητα» του σχεδίου φαίνεται από τις παραδοχές του. Το γεγονός ότι οι ρυθμοί μεγέθυνσης είναι στο 2,1%, ενώ το βασικό σενάριο για το stress test των τραπεζών έγινε με υποθετικό ρυθμό μεγέθυνσης 2,4%, δεν αφήνει περιθώρια αξιοπιστίας.
Επιπλέον, το πρόγραμμα υποθέτει ετήσιο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων 7,6%, όταν οι καθαρές επενδύσεις (καθαρός σχηματισμός κεφαλαίου) είναι αρνητικές μέχρι και το 2016 και οι αιτήσεις επιχειρήσεων για εξωδικαστικό και προπτωχευτικό διακανονισμό των υποχρεώσεών τους δίνουν και παίρνουν. Στην ουσία πρόκειται για ένα νεοφιλελεύθερης έμπνευσης πρόγραμμα, βασισμένο στο ευχολόγιο της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων με μείωση της φορολογίας και ολίγες προεκλογικού χαρακτήρα υποσχέσεις για αύξηση του κατώτατου μισθού.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές το περιβόητο «κυβερνητικό αφήγημα» προσπαθεί να στρέψει εκ νέου τη συζήτηση στο ζήτημα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η λογική είναι να πουλήσει η κυβέρνηση το παραμύθι της ισχυρής βαλκανικής δύναμης, αφού εκείνο της «καθαρής εξόδου» δεν πείθει ούτε το στενό εναπομείναν κυβερνητικό ακροατήριο. Νομίζω ότι το όλο κλίμα δεν μπορεί να αποδοθεί καλύτερα από τη φράση του Ένγκελς στην επιστολή του στον Lafargue για το βαλκανικό ζήτημα (1886): «Η κοινή γνώμη πρέπει ν’ αποσπαστεί από την κοινωνική και πολιτική αθλιότητα στο εσωτερικό, κοντολογίς, χρειάζεται λίγη σοβινιστική φαντασμαγορία». Όμως αυτή είναι μια επικίνδυνη ατραπός…