ΟΙ ΓΟΝΟΙ ΣΑΘΡΩΝ ΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΑΘΙΣΜΑΤΩΝ
Του
Μιχάλη Φιοράντε
Ήταν γερός καί ικανός
καί λάτρευε τ’ αστέρια,
άνοιγε πάντα τά φτερά
νύχτες καί μεσημέρια.
•••
Τραβούσε πάνω στά βουνά
μέ χιόνι ή λιακάδα,
ήτανε όμως άγνωστος
σέ όλη τήν Ελλάδα.
•••
Ανωνυμίας οπαδός
δέν λάτρευε τίς δόξες,
μιάς κοινωνίας βλαβερής
μέ βίτσια καί μέ λόξες.
•••
Πίστευε στήν αφάνεια
καί κλείδωνε τίς πόρτες
γιά νά γλιτώσει τό κακό
όταν φανούν οι μόρτες.
•••
Οι μόρτες οι αόρατοι.
Από τήν εξουσία
τόν λυτρωμό δέν πρόσμενε
ούτε καί σημασία.
•••
Τήν σημασία εξ αυτών
επί τών καθισμάτων
όπου χαίρονταν όνομα
ώς γόνοι φαντασμάτων.
•••
Διάβαζε τά βιβλία του
μέ τά γυαλιά στά μάτια
καθότι υπερήλικας
-όχι λακές μέ γάντια.
•••
Μέ τόν ξεγέλασε η ζωή
-σύζυγος τού θανάτου-
καί μία «μέρα πυρκαγιάς»
σέρνει τά γόνατά του,
•••
νά δεί τήν πόλη που παλιά,
τόσο τήν αγαπούσε
καί στά γραφτά του νεαρός
μέ στίχους τήν υμνούσε.
•••
Η πόλη όμως χάθηκε
τήν πήραν εργολάβοι,
η Ιστορία μούχλιασε
χωρίς νά καταλάβει,
•••
πώς συμμορίες λήσταρχων
τήν είχανε πουλήσει
καί πόρνη πιά κατάντησε
ΜΕ ΝΤΑΒΑΝΤΖΗ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ.
(…)
«Ζούμε σε εποχές
μικροκυμάτων
ψάχνει συχνότητα
η χαρά.
•••
»Πού πήγανε
οι τόσες πόλεις
μην ρωτάς
γίνανε χάρτινες
και τρόφιμα φωτιάς.
•••
»Ζούμε σε σπίτια
αδειανά,
τρίζει η ζωή
στην κατηφόρα.
•••
«Αυτό που ακούς
-μη με ρωτάς-
περνά του γείτονα
η νεκροφόρα».
…………………………
«Μ’ όλον πού ’ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: Ψεύτρα Ελευθεριά»
Δ. Σολωμός.