Οι ομιλίες του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για την οικονομία
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η Εθνική Αντιπροσωπεία καλείται σήμερα να συζητήσει για τα κρίσιμα θέματα της οικονομίας. Γι’ αυτό και ανταποκριθήκαμε αμέσως στο αίτημα της επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής στην πρότασή της για διεξαγωγή προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή.
Δεν έχω βέβαια καμιά αμφιβολία ότι υπάρχει ο κίνδυνος για άλλη μια φορά να μη συζητούμε, έχοντας μπροστά μας τα πραγματικά δεδομένα. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι θα ακούσουμε για άλλη μια φορά από τις πτέρυγες της Αντιπολίτευσης πάρα πολλά κινδυνολογικά, καταστροφολογικά, αυτά δηλαδή που έχουμε συνηθίσει να ακούμε, αλλά να μη βλέπουμε, ευτυχώς, για τον τόπο τα τρία τελευταία χρόνια. Θα ήθελα να διαψευστώ σήμερα, αλλά φοβάμαι ότι δεν έχω πολλές ελπίδες.
Εν πάση περιπτώσει, εγώ από την πλευρά μου θα προσπαθήσω να είναι παραγωγική αυτή η συζήτηση. Για να γίνει βεβαίως αυτό, πρέπει να ξεκινήσω από μια βάση, τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας και από την πραγματικότητα που όσο και αν κανείς θέλει να την διαστρεβλώσει δεν είναι εύκολο. Βαδίζουμε με σταθερό βηματισμό προς την έξοδο απ’ αυτό που γνωρίσαμε τα τελευταία οχτώ χρόνια, από αυτή την ασφυκτική επιτροπεία και τη φοβερή αυτή κρίση. Έχουν απομείνει τα τελευταία μέτρα αυτής της διαδρομής.
Ήδη ένα πολύ σημαντικό μέρος των τελευταίων μέτρων αυτής της διαδρομής καλύφθηκε με την τεχνική συμφωνία που επιτεύχθηκε το προηγούμενο Σάββατο για την τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, εντός χρονοδιαγράμματος και χωρίς καμία απολύτως πρόσθετη επιβάρυνση, παρά –επαναλαμβάνω- τις καταστροφικές προβλέψεις της Αντιπολίτευσης και διαφόρων άλλων προσώπων, δημοσιογράφων, μέσων ενημέρωσης που δημοσιολογούν καταστροφολογώντας, συνήθως, και διατύπωναν με βεβαιότητα ότι αυτή η τέταρτη αξιολόγηση θα φέρει επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση, ότι θα μας αναγκάσουν οι θεσμοί να ψηφίσουμε επιπλέον μέτρα το 2019 από αυτά τα οποία προβλέπονται, ότι όχι μόνο δεν θα υπάρχει χώρος για τα ήδη ψηφισμένα θετικά μέτρα το 2019, αλλά θα φέρουμε και επιπλέον μέτρα από το 2020.
Για άλλη μια φορά, όμως, οι καταστροφολογούντες απογοητεύτηκαν. Και σας διαβεβαιώνω ότι θα απογοητευτούν ξανά τις επόμενες εβδομάδες, όταν και αναμένεται να καταλήξουν οι συζητήσεις και οι διαπραγματεύσεις για τα δύο ανοιχτά θέματα αυτή τη στιγμή.
Το πρώτο είναι η συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Το πλαίσιο, θυμίζω, έχει ήδη προσδιοριστεί από τις αποφάσεις του EUROGROUP τον περασμένο Ιούνιο. Και εργαζόμαστε εντατικά, ώστε να κλείσει και αυτή η εκκρεμότητα, να προσδιοριστούν αυτά τα μέτρα, στο πλαίσιο, επαναλαμβάνω, των δεδομένων αποφάσεων από τον περασμένο Ιούνιο. Και βεβαίως, αυτή η εξέλιξη θα είναι καθοριστική ώστε να σταλεί ένα ηχηρό μήνυμα στην διεθνή επενδυτική κοινότητα.
Και το δεύτερο ανοιχτό θέμα αφορά το καθεστώς της μεταπρογραμματικής εποπτείας. Πρόκειται για μια διαδικασία, που άλλωστε ακολουθήθηκε και για τις υπόλοιπες χώρες, οι οποίες βρέθηκαν σε προγράμματα στήριξης. Δεν συνιστά σε καμία περίπτωση αυτό για το οποίο ορισμένοι προσεύχονται καθημερινά, δηλαδή την παράταση του μνημονίου και των εξωτερικών καταναγκασμών.
Γιατί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το ξέρω ότι μπορεί να μην αρέσει σε πολλούς να το ακούνε αυτό, αλλά εγώ θα το λέω και εμείς θα το λέμε ξανά και ξανά, μπας και το εμπεδώσουμε: Η Ελλάδα, μετά από οκτώ χρόνια μεγάλης περιπέτειας και κρίσης δημοσιονομικής, κοινωνικής, οικονομικής, κρίσης αξιών, κρίσης θεσμών, βγαίνει επιτέλους από αυτή την περιπέτεια.
Τον Αύγουστο του 2018 τα μνημόνια αποτελούν οριστικά παρελθόν για τον τόπο. Και αυτή είναι μια οριστική, αμετάκλητη και αδιαπραγμάτευτη εξέλιξη. Δεν ήταν αυτονόητο να συμβεί. Δεν ήταν η φυσική συνέχεια των πραγμάτων. Και πολύ περισσότερο, δεν ήταν αυτή η εξέλιξη που προδίκαζε η εικόνα της χώρας στο τέλος του 2014, όπως πολλές φορές ψευδώς ισχυρίζεστε από την πλευρά της Αντιπολίτευσης και όσων κυβερνούσαν εκείνη την εποχή.
Επιτρέψτε μου να σας θυμίσω, να θυμηθούμε ξανά, πού βρέθηκε η χώρα εκείνη την περίοδο: Είχε συσσωρευθεί απώλεια 25% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας, το ¼ του ΑΕΠ, μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια. Είχαν εφαρμοστεί μέτρα ύψους 65.000.000.000 ευρώ το ίδιο χρονικό διάστημα. Η ανεργία βρισκόταν στο 27% και στους νέους το ποσοστό αυτό είχε προσεγγίσει το 60%. Και βεβαίως, έκλεινε τότε η πέμπτη χρονιά μνημονίων, αλλά τα δημοσιονομικά της χώρας παρέμεναν παντελώς εκτροχιασμένα. Ακόμα και το πολυδιαφημισμένο τότε πρωτογενές πλεόνασμα, που δήθεν κατάφερε η Κυβέρνηση Σαμαρά για το 2014, πρόσφατα αποδείχθηκε από τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ότι δεν ήταν καν πλεόνασμα, έστω και μικρό.
Κι όλα αυτά μάλιστα, τη στιγμή, που ενώ δεν πιάνονταν οι στόχοι για 1,5% που ήταν τότε το πλεόνασμα, η χώρα είχε δεσμευθεί για την επόμενη τετραετία με πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 4% έως 4,5% του ΑΕΠ. Ενώ, παρά τις φαντασιοπληξίες εκείνης της περιόδους περί success story και προληπτικής πιστωτικής γραμμής, προσέξτε, αυτό που σήμερα αποτελεί το δικό μας πάτωμα, για εσάς τότε ήταν ταβάνι αλλά και άπιαστο στόχος, όπως απεδείχθη. Γιατί οι ίδιοι σας οι σύμμαχοι τότε –αναφέρομαι σε κόμματα και κυβερνήσεις με αναφορά στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, αλλά και οι θεσμοί- τόνιζαν ότι το πρόγραμμα τότε είχε βγει αναντίστρεπτα εκτός πορείας. Και όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον αστάθειας, κοινωνικής αναταραχής, έντασης κοινωνικής και γενικευμένης καταστολής από μια κυβέρνηση, η οποία είχε αναγάγει ως μεγαλύτερο εχθρό της τον ίδιο τον λαό τότε και τις διαδηλώσεις και τις κινητοποιήσεις.
Αυτή η Ελλάδα, όμως, είναι παρελθόν πια. Θυμίζω τι συνέβαινε το 2014, για να συγκρίνουμε πού βρισκόμαστε σήμερα, το 2018. Έχουμε μια οικονομία που τρέχει πια με ουσιαστικούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης: 1,5% το 2017, γύρω στο 2% το 2018, πάνω από 2% προβλέπεται για τα επόμενα χρόνια. Κλείνει σιγά-σιγά η μεγάλη πληγή της ανεργίας. Μέσα στα τρία τελευταία χρόνια έχει μειωθεί κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες μέσα από τη δημιουργία πάνω από τριακοσίων πενήντα χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας, ενώ την ίδια στιγμή η αδήλωτη εργασία έχει πέσει από το 19% στο 13%.
Επίσης, το 2017 έκλεισε με νέα δημοσιονομική υπεραπόδοση, όπως άλλωστε συνέβη ακόμα και το δύσκολο 2015 και βεβαίως, το 2016. Και είχαμε τη δυνατότητα και το 2016 και το 2017, εξαιτίας αυτής της υπεραπόδοσης, να δώσουμε για δύο συνεχόμενες χρονιές κοινωνικό μέρισμα που αγγίζει τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ σε αυτούς που πραγματικά το έχουν ανάγκη. Κι έχουμε κάθε λόγο να θεωρούμε ότι το ίδιο θα καταφέρουμε να πράξουμε και το 2018, με βάση τις δημοσιονομικές μας προβλέψεις.
Σήμερα, επίσης, έχουμε στα χέρια μας μια λύση, η οποία αναμένεται να συγκεκριμενοποιηθεί περαιτέρω για το χρόνιο αγκάθι του δημόσιου χρέους που ευελπιστούμε ότι θα είναι η θετική αυλαία –ας το πω έτσι-, ότι θα είναι το καθοριστικό εκείνο σημείο που θα διαμορφώσει το πλαίσιο της οριστικής εξόδου της χώρας από το καθεστώς των μνημονίων.
Αυτά είναι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τα δεδομένα σήμερα. Και όφειλα να τα πω, γιατί πάνω σε αυτά τα δεδομένα πρέπει να ξεκινήσει μια συζήτηση για την οικονομία. Και αυτά είναι τα πεπραγμένα μας, που βεβαίως –επαναλαμβάνω- δεν επιτεύχθηκαν χωρίς κόπο, δεν ήρθαν ως μια φυσική εξέλιξη, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας σκληρής δουλειάς και βεβαίως, μιας δουλειάς με απόλυτο σεβασμό στις θυσίες του ελληνικού λαού.
Και θα περίμενε κανείς ότι η θετική προοπτική που διαμορφώνεται για τον τόπο μετά από πολλά χρόνια θα ήταν μια καλοδεχούμενη εξέλιξη από όλες τις πτέρυγες του Κοινοβουλίου. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, η Αξιωματική Αντιπολίτευση δείχνει να ενοχλείται και μάλιστα να εξεγείρεται. Διότι συνεχίζει εμμονικά την ίδια γραμμή που κράτησε καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της πορείας, η οποία έφερε τη χώρα στο κατώφλι της εξόδου από τα μνημόνια, μια γραμμή που δεν είχε καμία συναίσθηση ευθύνης, αλλά και καμία συναίσθηση της πραγματικότητας, μια γραμμή που βασίστηκε στη διαστρέβλωση, στην προπαγάνδα και την καταστροφολογία.
Να σας απαριθμήσω τι λέτε σήμερα: Πρώτα απ’ όλα, λέτε ότι δεν υπάρχει τέλος του μνημονίου, ότι δεν ανακάμπτει η οικονομία, ότι η χώρα σήμερα είναι χειρότερα από ό, τι ήταν το 2014. Λέτε ότι δεν πρόκειται να πάρουμε τίποτα για το χρέος και ότι οι αποφάσεις του EUROGROUP τον Ιούνιο πέρσι ήταν μια τρύπα στο νερό. Και βεβαίως, ότι δεν πρέπει να βγούμε στις αγορές αυτοδύναμα, αλλά να αναζητήσουμε αυτό το οποίο εσείς τότε επιδιώκατε και δεν το καταφέρατε βεβαίως, την πιστοληπτική γραμμή στήριξης.
Και τα λέτε όλα αυτά και είσαστε κολλημένοι σε αυτές τις θέσεις ανεξάρτητα του τι συμβαίνει γύρω, ανεξάρτητα από τις εξελίξεις. Είσαστε κολλημένοι στα ίδια που λέγατε πριν ακόμη κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση θυμίζω –ενώ τώρα κλείνει και η τέταρτη- σαν να μην σας ενδιαφέρει καθόλου ποια είναι η εξέλιξη των πραγμάτων και ποια είναι η ίδια η πραγματικότητα. Αλλά με αυτό τον τρόπο φοβάμαι ότι χάνετε και την όποια αξιοπιστία σας έχει απομείνει.
Πώς να πάρουν στα σοβαρά οι πολίτες την κριτική σας; Πώς να πάρουν στα σοβαρά οι πολίτες μια πολιτική δύναμη που εδώ και μία τριετία διαψεύδεται παταγωδώς σε κάθε καταστροφολογικό σενάριο που διατυπώνει;
Τι να πρωτοθυμηθώ; Τη βεβαιότητα, την απόλυτη σιγουριά σας ότι δεν θα έκλεινε η πρώτη αξιολόγηση τότε που λίγο πριν κλείσει, πρωτοζητήσατε εκλογές; Να θυμηθώ τη σιγουριά σας ότι ο περιβόητος «κόφτης» θα ενεργοποιούνταν στις αρχές του 2017 και θα είχαμε μεγάλες οριζόντιες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις; Να θυμηθώ αργότερα την επιμονή σας ότι δεν θα έχουμε δημοσιονομικό χώρο για αντίμετρα ελαφρύνσεων το 2019 και το 2020, τα οποία και καταψηφίσατε στη Βουλή; Mήπως να θυμηθώ -επιτρέψτε μου την έκφραση, με όρους ιδεολογικούς το λέω- τη χυδαία επένδυσή σας στην πιθανή αδιαλλαξία των δανειστών στα εργασιακά, το περιβόητο «βάστα ΔΝΤ» που έγινε σύνθημα της πολιτικής σας στα εργασιακά;
Όμως, αν μένατε στην καταστροφολογία, θα ήταν καλά. Το χειρότερο πρόβλημα για τη χώρα είναι ότι πέρα από τις καταστροφολογικές σας προβλέψεις, προσπαθήσατε κιόλας την πιθανότητα της καταστροφής να την κάνετε πραγματικότητα. Να σας θυμίσω τα καλέσματα στελεχών σας, που έχουν ηγετικές θέσεις σήμερα, να φύγουν οι καταθέσεις στο εξωτερικό τις κρίσιμες στιγμές για την ελληνική οικονομία; Να σας θυμίσω τις επισκέψεις σας στις Βρυξέλες και στο Βερολίνο όπου ουσιαστικά ζητούσατε από Ευρωπαίους αξιωματούχους να σταθούν σκληρά απέναντι στην ελληνική Κυβέρνηση και να αμφισβητήσουν τα θετικά βήματα στην οικονομία; Να σας θυμίσω την κινδυνολογία σας για το τραπεζικό σύστημα, ότι δεν θα καταφέρει, τελικά, να περάσει με επιτυχία τα stress tests; Μήπως να σας θυμίσω την πρόσφατη τοποθέτησή σας σε μια εκδήλωση των βιομηχάνων, όπου καλούσατε τους επενδυτές να μην φέρουν επενδύσεις, μέχρι να αποκατασταθεί – λέει- στην Ελλάδα η πολιτική σταθερότητα; Γιατί φαίνεται πως για εσάς φαίνεται πως για εσάς σταθερότητα είναι να είναι στην εξουσία η παρέα των offshore, των σκανδάλων και της διαφθοράς που χρεοκόπησε τη χώρα! Αυτή είναι η σταθερότητα!
Τώρα, όμως, που βγαίνουμε από την κρίση, δεν υπάρχει για εσάς σταθερότητα.
Πόσα να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Η στάση σας, κύριε Μητσοτάκη, πιστεύω ότι θα μείνει στην ιστορία, διότι θα μνημονεύεστε ως ο πολιτικός Αρχηγός που μετέτρεψε μια ιστορική παράταξη σε κόμμα στείρας διαμαρτυρίας, σε κόμμα καταστροφολογίας, αλλά και διαρκούς υπονόμευσης των συμφερόντων και των δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας.
Εδώ, όμως, που έχετε φτάσει, θα το πιείτε το ποτήρι μέχρι τέλους. Σε δύο μήνες αυτό που ελπίζει ο ελληνικός λαός εδώ και οκτώ χρόνια, αυτό που του τάξατε και εσείς και οι συνέταιροι σας τότε στις κυβερνήσεις από την πρώτη μέρα που βάλατε τον τόπο στα μνημόνια, αφού χρεοκοπήσατε τη χώρα, αλλά ποτέ δεν το καταφέρατε, θα γίνει πραγματικότητα. Θα γίνει πραγματικότητα και δεν θα το έχετε πετύχει εσείς, θα το έχουμε πετύχει εμείς. Η Ελλάδα θα βγει οριστικά από τα μνημόνια!
Και η ιστορία θα καταγράψει ότι εσείς χρεοκοπήσατε τη χώρα και μας βάλατε σε αυτό το βαθύ πηγάδι και εμείς με κόπο, με δυσκολία, με θυσίες, αλλά και με σχέδιο, βγάλαμε τον τόπο από το έρεβος και τον οδηγούμε σε μια νέα εποχή, δίκαιης ανάπτυξης, ελπίδας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, μίλησα για σχέδιο και έχει μεγάλη σημασία αυτό. Έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι για πρώτη φορά συζητάμε ένα συνολικό αναπτυξιακό σχέδιο, συζητάμε για το παραγωγικό μοντέλο, συζητάμε για το ποια είναι τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας πάνω στα οποία πρέπει να επενδύσουμε. Και δεν συζητάμε εν κρυπτώ. Έχουμε ήδη διεξάγει δεκατέσσερα -τα δύο είναι στην Αττική- περιφερειακά συνέδρια. Συζητάμε με τους παραγωγικούς φορείς του τόπου, συζητάμε με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, συνθέτουμε, βλέπουμε τις δυνατότητες του τόπου, αναγνωρίζουμε τις αδυναμίες και τις δυσκολίες, έχουμε έγνοια για το αύριο αυτού του τόπου.
Ξέρω ότι πληρώσαμε ακριβά -ακόμα και στα χρόνια της επίπλαστης ευημερίας- τις παθογένειες ενός άναρχου παραγωγικού μοντέλου, που δομήθηκε μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα μιας κρατικοδίαιτης ολιγαρχίας και των πολιτικών της εκπροσώπων και υπαλλήλων.
Το σχέδιο που έχει ανάγκη η χώρα -ένα σχέδιο «ολιστικό», όπως λέμε- το οποίο περιλαμβάνει τα μέσα, τους σκοπούς, αλλά και τους υλοποιητές του, είναι ένα σχέδιο που πρέπει να συζητηθεί πλατιά και να υπάρξει και αντιπαράθεση όχι πάνω στα ψεύτικα, στα fake, νούμερα, στις ψεύτικες καταστροφολογικές προβλέψεις, αλλά στις υπαρκτές διαφορές μας -ιδεολογικές και πολιτικές- πάνω στο πώς θέλουμε να είναι το παραγωγικό μοντέλο του τόπου.
Εγώ θα σταθώ σε αυτό που συγκροτεί την κεντρική ιδέα του σχεδίου που σας παρουσιάζουμε, δηλαδή στη βασική μας αντίληψη για την επόμενη μέρα. Για εμάς η ανάκαμψη της χώρας είναι μια έννοια ταυτόσημη με την ανάκαμψη της εργασίας. Και μας απασχολεί εξίσου η ανάκαμψη των οικονομικών δεικτών με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, δηλαδή με την πτώση των δεικτών της ανεργίας. Και, βεβαίως, μας απασχολεί εξίσου το ζήτημα της ποιότητας αυτής της εργασίας, δηλαδή των εργασιακών δικαιωμάτων και των αξιοπρεπών αμοιβών.
Η χώρα μας -δεν υπάρχει αμφιβολία και ίσως εκεί να μην διαφωνήσουμε-, διαθέτει ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα, που πρέπει να αξιοποιηθούν σε μια σειρά από τομείς, όπου μπορεί να παραχθεί νέος πλούτος, όπως, για παράδειγμα, στη μεταποίηση, στη βιομηχανία, στον αγροδιατροφικό τομέα, στον τουρισμό, τη ναυτιλία, αλλά και στο φάρμακο, τα logistics, την καινοτομία, τη νεοφυή επιχειρηματικότητα, αλλά βεβαίως και στις υποδομές, την ενέργεια. Για να ενισχυθούν, όμως, αυτοί οι τομείς, που όλοι συμφωνούμε ότι έχουν πλεονεκτήματα, χρειάζονται πόροι, χρηματοδοτικά εργαλεία, που θα τροφοδοτήσουν αυτήν τη μεγάλη προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της παραγωγής.
Η χώρα έχει πλέον στη διάθεσή της όχι μόνο τους πόρους από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το ΕΣΠΑ. Ειρήσθω εν παρόδω, τα τρία τελευταία χρόνια η Ελλάδα παραμένει η χώρα με τη μεγαλύτερη απορροφητικότητα πανευρωπαϊκά. Και αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο, που αποδεικνύει πόσο αποτελεσματική είναι αυτή η προσπάθεια που κάνουμε. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο το ΠΔΕ, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, και το ΕΣΠΑ, αλλά και το «πακέτο Γιούνκερ», με επενδύσεις αξίας 8 δισεκατομμυρίων, στο οποίο, επίσης, είμαστε πρώτοι στην Ευρώπη.
Παρατήρησα προχθές που ήταν σε αυτό εδώ το Βήμα ο Πρόεδρος της Κομισιόν, ο κ. Γιούνκερ, ότι ταραχτήκατε λίγο -όπως, βέβαια, και όταν μίλησε για καθαρή έξοδο- όταν είπε αυτή την αλήθεια, ότι η Ελλάδα είναι πρώτη σε σχέση με την απορροφητικότητα στο «πακέτο Γιούνκερ». Και διαπίστωσα ότι το χειρότερο που έχετε πάθει, είναι πως έχετε πειστεί και οι ίδιοι από την προπαγάνδα σας, πως το χειρότερο που έχετε πάθει, είναι ότι έχετε πειστεί και οι ίδιοι από αυτά που λέτε διαρκώς στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και όταν έρχονται εδώ ευρωπαίοι αξιωματούχοι, ταράζεστε όταν ακούτε την αλήθεια!
Εν πάση περιπτώσει, λοιπόν, εκτός από το ΕΣΠΑ και το σχέδιο Γιούνκερ υπάρχουν και οι πόροι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, με επενδύσεις που θα αποφέρουν, σύμφωνα με την τράπεζα, έως και 20 δισεκατομμύρια την επόμενη τριετία και 2,5 δισεκατομμύρια σε πρώτη φάση.
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις επιμέρους πρωτοβουλίες και την ίδρυση των επιμέρους ταμείων για την ενίσχυση της καινοτομίας, των νεοφυών επιχειρήσεων, αλλά και τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, συγκροτούν ένα συνεκτικό σχέδιο, ένα σχέδιο κατεύθυνσης των πόρων εκεί όπου πραγματικά θα πιάσουν τόπο και θα πολλαπλασιάσουν την απόδοση των επενδύσεων σε τομείς στρατηγικής σημασίας.
Μίλησα, λοιπόν, για τους τομείς στους οποίους η χώρα πρέπει να επενδύσει, ώστε να δημιουργηθούν νέες, περισσότερες θέσεις εργασίας. Όπως, όμως, ανέφερα και πριν, αυτές οι θέσεις εργασίας πρέπει να διασφαλίζουν και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Η Ελλάδα πρέπει να στηρίζει την οικονομία της στον εργαζόμενο κόσμο. Και αυτό σημαίνει ότι η αδήλωτη εργασία πρέπει να πάψει να αποτελεί τον κανόνα. Έχει ήδη, βεβαίως, περιοριστεί στο 13% από το 19%. Όμως, για μας αυτό δεν είναι αρκετό!
Η δική μας δέσμευση είναι η αδήλωτη και υποδηλωμένη εργασία να κυνηγηθεί, να συρρικνωθεί ριζικά -ήδη έχουμε κάνει μεγάλη προσπάθεια και θα συνεχίσουμε να την κάνουμε- με στόχο, αλλά και εθνικό σχέδιο, σε βάθος τριετίας να φτάσει στο 5%.
Επίσης, μεγάλο ζήτημα για μας, για την επόμενη μέρα, για τη νέα εποχή, είναι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, που επανέρχονται. Γιατί αυτό που οι νεοφιλελεύθεροι ονομάζετε «ελεύθερο ανταγωνισμό» ανάμεσα στους εργαζόμενους, εμείς το λέμε κάπως αλλιώς. Το λέμε «εργασιακό μεσαίωνα» και όχι «ελεύθερο ανταγωνισμό». Όλοι οι εργαζόμενοι οφείλουν να έχουν μια κοινή αφετηρία δικαιωμάτων για να αναπτύξουν τις ικανότητές τους, ένα εχέγγυο που θα ενισχύει τη διαπραγματευτική τους δύναμη. Διότι δεν μπορεί κανένας άνθρωπος να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εργασίας του, να βελτιωθεί και να είναι πραγματικά παραγωγικός, αν ξυπνάει και κοιμάται κάθε μέρα με το φόβο της απόλυσης.
Και, φυσικά, για μας δεν υπάρχει ουσιαστική ανάπτυξη, χωρίς αύξηση των μισθών, χωρίς, δηλαδή, μέρος αυτής της ανάπτυξης να την καρπούται και το βασικό στοιχείο, ο βασικός παράγοντας της παραγωγικής διαδικασίας που είναι ο εργαζόμενος.
Εκκινώντας, λοιπόν, από τον κατώτατο μισθό, σταδιακά θα υπάρξει αύξηση και των υπολοίπων αμοιβών. Διότι πέρα από στοιχειώδες ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης είναι και ζωτικής σημασίας η αύξηση του μεριδίου των μισθών στον συνολικό κύκλο της οικονομίας, γιατί μόνο έτσι θα ενισχυθεί η ιδιωτική κατανάλωση, επηρεάζοντας θετικά βασικούς τομείς της οικονομίας, όπως είναι το εμπόριο και η μεταποίηση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το παραγωγικό μοντέλο που παρουσιάζουμε στην ελληνική κοινωνία, στα Κόμματα, στους φορείς, αλλά και στους θεσμούς, έχει εντελώς διαφορετικές ιεραρχήσεις από ό,τι συνηθίσαμε στο παρελθόν. Και αυτό γιατί από το μοντέλο της ακραίας εκμετάλλευσης και της εμμονής στη μείωση του εργασιακού κόστους, δηλαδή -με δυο λόγια- από το μοντέλο της συντριβής της εργασίας στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, περνάμε σε ένα μοντέλο που επενδύει στην ποιότητα και στην προστιθέμενη αξία του παραγόμενου προϊόντος, βεβαίως μέσα σε ένα περιβάλλον εργασιακής ασφάλειας και αξιοπρέπειας -αυτό επιδιώκουμε- το οποίο, επίσης, θα βελτιώνει και την παραγωγικότητα και τη δυνατότητα να δοθεί έμφαση στην καινοτομία. Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζουμε, η επένδυση, δηλαδή, στις ζωντανές δυνάμεις του μόχθου, της εργασίας, αλλά και της νέας γενιάς. Αυτή είναι, αν θέλετε, η ουσία του αναπτυξιακού σχεδίου που συζητάμε σήμερα.
Διότι, ξέρετε, τελικά η προσπάθεια να στηριχθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στη διαρκή μείωση του μισθού, το σχέδιο το οποίο είχατε όλο το προηγούμενο διάστημα όσο κυβερνούσατε, δεν είναι τίποτα άλλο παρά επιδότηση στον μη καινοτόμο εργοδότη, στον εργοδότη, δηλαδή, που δεν θέλει να πάρει ρίσκα, στον εργοδότη που δεν θέλει να επενδύσει και βρίσκει τον εύκολο δρόμο να αυξήσει το κέρδος του μέσα από τη διαρκή συμπίεση του εργασιακού κόστους.
Γι’ αυτό κι εμείς πιστεύουμε ότι το μοντέλο αυτό, το μοντέλο σας, είναι ένα παρωχημένο μοντέλο. Γι’ αυτό κι εμείς πιστεύουμε ότι οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις σας, που τις παρουσιάζετε σαν φρέσκες και δυναμικές, είναι στην αλήθεια πολύ παλιές και αποτυχημένες.
Το ίδιο, άλλωστε, ισχύει και για τις δυνάμεις της κρατικοδίαιτης οικονομικής ελίτ του τόπου και της παρασιτικής αστικής τάξης του τόπου -δυνάμεις τα συμφέροντα των οποίων εκπροσωπείτε- δυνάμεις της παλιάς Ελλάδας που δεν ανέλαβαν καμία ευθύνη για τη χρεοκοπία της χώρας, όταν η χώρα βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού. Ήξεραν μόνο να μοιράζονται τα κέρδη στους καιρούς της ανάπτυξης και που τώρα, βεβαίως, είναι ακόμα παρόντες και δεν θέλουν να ρισκάρουν. Τα θέλουν όλα έτοιμα. Δεν θέλουν να επενδύσουν, δεν θέλουν να καινοτομήσουν, δεν θέλουν να δημιουργήσουν. Θέλουν απλώς και μόνον, όπως έκαναν παλιά, να συνεχίσουν να παρασιτούν σε βάρος του κράτους και της εργασίας.
Αυτός είναι και ο λόγος, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, που όταν είδαν και είδατε το σχέδιό μας τρόμαξαν και τρομάξατε κι εσείς κι αυτοί…
Ναι, βεβαίως. Είναι γεγονός. Και τι κάνατε φυσικά; Αρχίσατε το γνωστό τροπάρι της επικοινωνίας, αρχίσατε να το λοιδορείτε. Και αφού μας είπατε στην αρχή ότι είναι μια έκθεση ιδεών, ότι είναι για πρωτοετείς οικονομικών σπουδών και άλλα τέτοια, μετά σπεύσατε χαιρέκακα να μας πείτε ότι ήδη το έχουν απορρίψει οι Ευρωπαίοι, ότι δεν υπάρχει, δεν συζητείται. «Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια», λέει μια παροιμία.
Τώρα που η Ελλάδα ως κανονική χώρα αποκτά για πρώτη φορά ένα αναπτυξιακό, στρατηγικό σχέδιο και δεν αφήνεται στη μοίρα της, εσείς είστε, για άλλη μια φορά, απέναντι και λιθοβολείτε. Καλά κάνετε. Δεν μας πειράζει αυτό.
Όμως, κύριε Μητσοτάκη, περιμένω να ακούσω από εσάς σήμερα το εξής: Αυτό το σχέδιο δεν σας αρέσει. Το απορρίπτετε, το λιθοβολείτε. Τιμή μας, γιατί -επαναλαμβάνω- οι διαχωριστικές γραμμές, οι ιδεολογικές διαφορές είναι γνωστές. Το δικό σας σχέδιο, όμως, θα μας πείτε ποιο είναι;
Θα προσπαθήσω να το προσεγγίσω -κι αν θέλετε, διαψεύστε με μετά, αυτήν την ομορφιά έχει ο ανοικτός διάλογος- στη βάση των λεγομένων σας το τελευταίο διάστημα.
Τι μας έχετε πει στις απανωτές παρεμβάσεις που κάνετε όλο το τελευταίο διάστημα; Μας έχετε πει ότι θεωρείτε το οκτάωρο ξεπερασμένο. Μιλάτε για την ανάγκη ύπαρξης νέων σχέσεων εργασίας, προφανώς ελαστικών. Αναφέρεστε στις συλλογικές διαπραγματεύσεις ως ιδεοληψία της Αριστεράς. Αρνείστε τη στήριξη της Υγείας, καθώς βλέπετε πλεονάζων ιατρικό προσωπικό στα δημόσια νοσοκομεία. Υπόσχεστε την επαναφορά του λόγου «μια πρόσληψη προς πέντε απολύσεις για το Δημόσιο» τη στιγμή που είμαστε, ήδη, στο ένα προς τρία και έχουμε συμφωνήσει με τους θεσμούς από το 2019 να πάμε στο ένα προς ένα. Και εσείς υπόσχεστε το ένα προς πέντε, δηλαδή το 2019 να έχουμε, περίπου, 6.500 χιλιάδες λιγότερες προσλήψεις για να ενισχύσουμε τα κενά στην Παιδεία και στην Υγεία.
Για να μην ξεχάσουμε άλλωστε -δεν σας ξέχασα, κύριε Γεωργιάδη, πώς να σας ξεχάσω, σας εκτιμώ ιδιαίτερα άλλωστε- τι λέγατε όταν ήσασταν Υπουργός, ότι θα σας πάρει τη δόξα η τρόικα και δεν θέλετε να σας κλέψει τη δόξα η τρόικα για απολύσεις. Αυτές είναι οι απόψεις σας.
Θεωρείτε, επίσης, ενδεδειγμένη λύση την εισαγωγή του outsourcing στον δημόσιο τομέα ακόμα και σε ζωτικής σημασίας θεσμούς, όπως το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Και, φυσικά, ζητάτε πιστοληπτική γραμμή έναντι της προοπτικής καθαρής εξόδου και της αυτοδύναμης πρόσβασης στις αγορές. Αυτές έχουν καταγραφεί ως οι βασικές σας θέσεις.
Κυρίες και κύριοι της Αντιπολίτευσης, θα μας πείτε τα γνωστά καταστροφολογικά και θα απαξιώσετε όσο μπορείτε το σχέδιο, το οποίο παρουσιάσαμε. Θέλω, όμως, να δώσετε συγκεκριμένες απαντήσεις σε τρία βασικά ερωτήματα: Συμφωνείτε με την αύξηση του κατώτατου μισθού, ναι ή όχι; Συμφωνείτε με την αποφυγή του lock out, ναι ή όχι; Συμφωνείτε με τη μη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, ναι ή όχι; Συμφωνείτε με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της εργασιακής κανονικότητας, ναι ή όχι; Θέλω να απαντήσετε για να δούμε το σχέδιο σας.
Μην εξάπτεστε. Είναι ρητορικά τα ερωτήματα και γνωρίζουμε, ήδη, την απάντηση που θα δώσει ο κ. Μητσοτάκης.
Νομίζω άλλωστε, κύριε Μητσοτάκη, ότι πρέπει να σας κάλυψε προχθές στα εργασιακά θέματα ένας συμπαθής, κατά τα άλλα, τηλεσχολιαστής στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ, ο οποίος μας είπε ότι έλεγε: «Βάστα ΔΝΤ, βάστα ΔΝΤ». Δεν βάστηξε το ΔΝΤ και η Κυβέρνηση κέρδισε στα εργασιακά προς όφελος των εργαζόμενων, προς όφελος της κοινωνίας!
Το σχέδιό σας, άλλωστε, ήταν «βάστα ΔΝΤ» τρεισήμισι χρόνια και «βάστα Σόιμπλε», γιατί το σχέδιο σας συνοψίζεται στο τετράπτυχο: μνημόνια, απολύσεις, περικοπές, ξεπούλημα.
Αυτή η μαύρη περίοδος για την χώρα, όμως, τελειώνει μια και καλή. Όσο κι αν προσπαθήσετε να γυρίσετε τη χώρα πίσω, αυτή η μαύρη περίοδος τελειώνει για την χώρα.
Και θέλω να σας πω κάτι και κλείνω με αυτό.
Πιστεύω ότι τελικά η ήττα σας δεν είναι πολιτική, είναι στρατηγική. Διότι η Ελλάδα της ύφεσης, της εργασιακής ανασφάλειας και της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, η Ελλάδα της διαφθοράς και του ηθικού εκφυλισμού, η Ελλάδα της κατάρρευσης του κοινωνικού κράτους και της απαξίωσης της Υγείας και της Παιδείας, η Ελλάδα του ρουσφετιού, των κρατικοδίαιτων, δήθεν, επενδυτών έχει περάσει οριστικά στο παρελθόν.
Σήμερα ξημερώνει μια νέα δυνατότητα για τον τόπο, μια νέα αυγή. Και όσο το φως αυτής της νέας αυγής θα δυναμώνει, τόσο πιο καθαρά θα φαίνονται και οι διαχωριστικές μας γραμμές.
Όσο θα απομακρυνόμαστε από τον στενό κορσέ των προγραμμάτων προσαρμογής, τόσο πιο σαφείς θα γίνονται οι διαφορές μεταξύ της δικής σας και της δική μας πολιτικής. Και αυτό είναι σε τελική ανάλυση που φοβάστε πάνω απ’ όλα. Γι’ αυτό και αποσυντονίζεστε, ανατριχιάζετε θα έλεγα, με την προοπτική εξόδου από τα μνημόνιο, γι’ αυτό και φοβάστε τον Σεπτέμβρη του 2018, γι’ αυτό διαρκώς υπονομεύετε, γιατί καταλαβαίνετε πια ότι η παρένθεση όχι μόνο δεν κλείνει, αλλά μένει ανοιχτή και θα παραμείνει ανοιχτή και την επόμενη τετραετία για χάρη του ελληνικού λαού.
Για να ανασυγκροτήσουμε την ελληνική οικονομία, κρατώντας την κοινωνία όρθια, με σεβασμό στα δικαιώματα των πολιτών, στις αρχές της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Κάθε μέρα που περνάει θα καταγράφουμε και μια νέα νίκη, νίκη υπέρ των δυνάμεων της κοινωνίας, των εργαζόμενων, των ανέργων, εκείνων δηλαδή που έδωσαν την εντολή σε εμάς και βρισκόμαστε σήμερα εδώ για να βγάλουμε τη χώρα από την κρίση έντιμα και καθαρά. Και κάθε μέρα που περνάει θα έρχεται πιο κοντά σε εσάς ο πολιτικός σας εφιάλτης.
Πετυχαίνουμε εκεί που εσείς αποτύχατε και στις τρεις απόπειρες και στις τρεις κυβερνήσεις. Ανοίγουμε έναν δρόμο προοπτικής για τη χώρα. Ό,τι και να κάνετε δεν θα καταφέρετε ούτε να γυρίσετε τη χώρα πίσω ούτε να γυρίσετε εσείς πίσω. Η Ελλάδα δεν θα γυρίσει πίσω. Φεύγει μπροστά, προχωράει μπροστά, φεύγει από τα μνημόνια, μπαίνει σε μια νέα εποχή.
Σας ευχαριστώ.
Δευτερολογία του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για την οικονομία.
Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Άκουσα, κατ’ αρχάς, με μεγάλη προσοχή την κυρία Γεννηματά που ζήτησε τη σημερινή συζήτηση. Είχε έναν άκρως επιθετικό τρόπο, ώρες, ώρες αλαζονικό, καμιά φορά και υπερφίαλο, λες και επειδή το ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει στον τίτλο του κόμματος που εκπροσωπεί εδώ στην Βουλή, σημαίνει ότι ο κόσμος που μας ακούει ξέχασε ότι κυβερνούσε τα τελευταία χρόνια, μαζί με τον κ. Σαμαρά μάλιστα, το 2010-2015.
Και την άκουσα να ζητά με στόμφο πολλές φορές να γίνουν εκλογές τώρα, να γίνουν εκλογές σήμερα. Και μάλιστα να ασκεί κριτική και στον κ. Μητσοτάκη από τα δεξιά ότι δεν ζητάει και αυτός να γίνουν σήμερα εκλογές και ζητάει να γίνουν αφ’ ότου η χώρα βγει από το μνημόνιο.
Δεν έχω καταλάβει, κυρίες και κύριοι της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, διότι δεν μου κάνει την τιμή να με ακούσει η κυρία Γεννηματά, δεν βρίσκεται στην Αίθουσα, εάν είναι η ίδια ή κάποιος άλλος που έστειλε μια επιστολή πριν από λίγες ημέρες -όχι μόνο σε εμένα, αλλά εάν δεν κάνω λάθος και σε όλους τους πολιτικούς Αρχηγούς- στην οποία επεσήμαινε πόσο κρίσιμης εθνικής σημασίας ζήτημα είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος και μάλιστα πριν κλείσει η παρούσα κοινοβουλευτική θητεία, που σημαίνει δηλαδή, πριν ολοκληρωθεί η θητεία της Κυβέρνησης αυτής. Γιατί; Γιατί εάν δεν ανοίξει η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης –και το επεσήμαινε και στην επιστολή της- τότε η συνταγματική αναθεώρηση θα πάει στις καλένδες του 2023 και βάλε.
Και αναρωτιέμαι, λοιπόν, πρώτον εάν είναι ο ίδιος άνθρωπος που μου έστειλε πριν από λίγες εβδομάδες αυτή την επιστολή ή είναι κάποιος άλλος ή τι ακριβώς έχει αλλάξει. Τι έχει αλλάξει και ζητάει σήμερα με τόσο επιτακτικό τρόπο εκλογές, λίγες ημέρες, λίγες εβδομάδες πριν ολοκληρωθεί η τελευταία αξιολόγηση και πριν βγει η χώρα από το μνημόνιο;
Με δύο λόγια, δηλαδή, για να το πω με κατανοητό τρόπο, εκλογές τώρα σημαίνει να μην βγούμε από το μνημόνιο. Αυτήν την ακραία θέση ούτε ο κ. Μητσοτάκης δεν ετόλμησε να τη διατυπώσει. Γιατί; Γιατί προφανώς έχει μια στοιχειώδη αίσθηση της πραγματικότητας και ξέρει ότι εάν το πει αυτό, πρώτοι οι δικοί του άνθρωποι στην αγορά, σε κοινωνικούς φορείς, στους κοινωνικούς εταίρους, θα βγουν και θα τον πάρουν στο κυνήγι, όπως για παράδειγμα ο κ. Μίχαλος του ΕΒΕΑ, ο οποίος δήλωσε σε όλους τους τόνους ότι είναι καταστροφική επιλογή οι εκλογές αυτήν την περίοδο.
Βλέπω ότι είστε λίγο αναστατωμένος, κύριε Κεγκέρογλου. Το ξέρω. Δεν πειράζει, ας είστε λίγο αναστατωμένος. Θα τα ακούσετε τώρα.
Ή θα έβγαιναν από τον Σύνδεσμο Τουριστικών Επιχειρήσεων και θα έλεγαν ότι βρισκόμαστε φέτος στο καλύτερο καλοκαίρι που έχει δει η χώρα ποτέ στον τουρισμό με ένα ρεκόρ που περιμένουμε να σπάσει και φέτος με σχεδόν τριάντα εκατομμύρια τουρίστες και θα έλεγε «Μα, τι λες; Είναι δυνατόν; Έχεις το μυαλό σου στο κεφάλι σου;». Και κυρίως όχι οι εκπρόσωποι της αγοράς μόνο, αλλά εγώ θα έλεγα όποιοι σοβαροί άνθρωποι, εν πάση περιπτώσει, τοποθετούνται στα πολιτικά πράγματα του τόπου στη βάση της λογικής.
Εσείς, όμως, κυρία Γεννηματά, ζητάτε εκλογές τώρα. Μάλιστα. Και ποιο είναι το επιχείρημά σας; Το επιχείρημά σας είναι πριν ολοκληρώσουμε την τελευταία αξιολόγηση να ρωτήσουμε τον ελληνικό λαό. Έπιασε μια μεγάλη ευαισθησία να ρωτήσουμε τον ελληνικό λαό εσάς, το κόμμα σας δηλαδή, που δεν ρωτήσατε κανέναν ούτε για να φέρετε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ούτε για μπούμε στο πρώτο μνημόνιο ούτε μαζί με τον κ. Σαμαρά, για να μπούμε στο δεύτερο μνημόνιο, ούτε όταν αποφάσιζε ο προκάτοχός σας την καταστροφή των ασφαλιστικών ταμείων με το PSI ρωτήσατε κανέναν.
Τώρα σας έπιασε η ευαισθησία και ζητάτε από εμάς, λίγο πριν εκπληρώσουμε την εντολή που μας έδωσε ο ελληνικός λαός τον Σεπτέμβρη του 2015 με γνωστή τη συμφωνία στο τραπέζι -εντολή που έδωσε σε εμάς- να ολοκληρώσουμε τη συμφωνία αυτή και να βγάλουμε τη χώρα από το μνημόνιο, να την αναζητήσουμε εκ νέου.
Ευτυχώς, βέβαια, την άποψή σας αυτή, κυρία Γεννηματά, δεν τη συμμερίζονται και όλοι οι σύμμαχοί σας στο Κίνημα Αλλαγής εξ όσων γνωρίζω. Και πιστεύω ότι και προσωπικά σας κάνει κακό. Σας κάνει κακό να σύρεστε πίσω απ’ όσους στην παράταξή σας βλέπουν την αναβίωση της Συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, αυτής της ολέθριας και για τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας συνεργασίας ΠΑΣΟΚ-Νέας Δημοκρατίας, ως σανίδα προσωπικής τους σωτηρίας, τουλάχιστον πολιτικής.
Όμως -δεν καταλαβαίνω- εμάς δεν μας ακούτε, τους συντρόφους σας στην Ευρώπη, τους συντρόφους σας από το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν τους ακούτε; Στην ίδια Ευρωομάδα ανήκετε. Δεν ακούσατε τον κ. Μπούλμαν, τον επικεφαλής της Ευρωομάδας, που κάλεσε όλα τα προοδευτικά πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα να ενώσουν τις δυνάμεις τους στον κοινό δρόμο για το μέλλον της χώρας, που δεν μπορεί να είναι πισωγύρισμα αυτός ο δρόμος προς το μέλλον; Και τόνισε -διαβάζω τα λόγια του-: «Δεν βλέπω καμιά βελτίωση εάν η διακυβέρνηση της χώρας αναληφθεί εκ νέου από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη βύθιση της χώρας στο χάος». Χρησιμοποιώ δικά του λόγια όχι δικά μου, δεν είναι δικά μου αυτά που σας λέω. Εν πάση περιπτώσει, θα έρθει ο καιρός να τα κουβεντιάσουμε αυτά.
Έρχομαι τώρα στον κ. Μητσοτάκη.
Φοβάμαι ότι ανησυχήσατε και γι’ αυτό έρχομαι στον κ. Μητσοτάκη. Ανησυχήσατε μην τυχόν και δεν ασχοληθώ.
Κύριε Μητσοτάκη, η ανησυχία, η αμηχανία, αλλά και η αδυναμία σας να τοποθετηθείτε επί της ουσίας στα ζητήματα της οικονομίας φάνηκε από την επιλογή σας να ξεκινήσετε την ομιλία σας με ένα άλλο θέμα. Δεν το υποτιμώ ως θέμα, αλλά ξεκινήσατε με αυτό, δηλαδή με το θέμα της βίας.
Θέλω, λοιπόν, ευθύς εξαρχής να καταδικάσω με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τις απαράδεκτες απειλές που δεχθήκατε στο διαδίκτυο και τα υπονοούμενα που γράφτηκαν εναντίον σας από κάποιον ο οποίος αυτοαποκαλείται «αναρχικός» και «μέλος του Ρουβίκωνα».
Θέλω να σας πω ότι είναι εξίσου καταδικαστέες και κατακριτέες και με τις αμέτρητες απειλές και τα υπονοούμενα και τις ευθείες κατηγορίες και τις ευθείες απειλές που έχουμε δεχθεί τόσο εγώ όσο και ο Υπουργός Εξωτερικών, ο κ. Κοτζιάς, με γράμματα και μηνύματα και επιστολές, με δέματα που είχαν και σφαίρες και βλήματα το τελευταίο διάστημα.
Δεν είναι αστείο, κύριε Μητσοτάκη. Όπως δεν ήταν αστείο και αυτό που έγινε χθες σε εσάς, έτσι κι αυτές οι επιστολές με σφαίρες…
Ναι, ήταν ένα μικρό βλήμα. Να σας πω και τη διάμετρο τώρα; Ρωτήστε τον κ. Τόσκα. Αυτό είναι το πρόβλημά σας;
Το πρόβλημα που υπάρχει είναι υπαρκτό και είναι ότι η πολιτική ζωή του τόπου πράγματι υπονομεύεται από τη συμπεριφορά ακραίων στοιχείων. Όμως, κύριε Μητσοτάκη, έχω -και θα το πω ευθαρσώς και ευθέως- την αίσθηση ότι το ανησυχητικό τούτη την ώρα στη χώρα -σε αντίθεση με όσα δηλώνατε σε συνεντεύξεις σας σε πολιτικά περιοδικά του εξωτερικού- είναι μια έξαρση εθνικισμού, εθνικολαϊκισμού, μια άνοδος επικίνδυνη της ακροδεξιάς. Και βλέπω αυτό να μην σας ανησυχεί, όπως δεν σας ανησύχησε όταν -όχι σε μένα και στον Κοτζιά, αλλά στους τριακόσιους Βουλευτές του Κοινοβουλίου και σε εσάς ακόμα- ήρθε κατάπτυστη επιστολή σε όλους τους Έλληνες αιρετούς, εκλεγμένους Βουλευτές από ορισμένες πολιτιστικές ενώσεις που αυτοαποκαλούνται «Παμμακεδονικές Ενώσεις», η οποία επιστολή απειλούσε ευθέως τους Βουλευτές ότι αν αποδεχθούν, αν ψηφίσουν συμφωνία με τη βόρεια γειτονική χώρα σύνθετης ονομασίας που θα εμπεριέχει τον όρο «Μακεδονία», αυτό σημαίνει ότι υποπίπτουν σε αδικήματα, όπως έλεγαν, που επισείουν ισόβια ή θάνατο. Δεν υπήρξε από πλευράς σας καμία ιδιαίτερη ανησυχία γι’ αυτό.
Και φτάσαμε στο αποτρόπαιο αυτό περιστατικό, που βεβαίως όλοι καταδικάσαμε, στο περιστατικό του προπηλακισμού, του ξυλοδαρμού σε μια δημόσια εκδήλωση του Δημάρχου της Θεσσαλονίκης, του Γιάννη Μπουτάρη. Και μου ασκήσατε κριτική και σήμερα εδώ για τη δήλωση που έβγαλα εγώ αμέσως μετά, λίγες ώρες μετά τον ξυλοδαρμό, στο διαδίκτυο, όπου χαρακτήριζα τους δράστες «ακροδεξιούς τραμπούκους» και όχι αγανακτισμένο πλήθος.
Τι ακριβώς σας πείραξε; Προφανώς και δεν σας πήγε στο μυαλό ότι αυτή η δήλωση είχε καμία πρόθεση να υπερασπιστεί τους δράστες στον βαθμό που θα αποδεικνύονταν ότι θα ήταν αγανακτισμένο πλήθος. Αλλά αυτό που σας πείραξε είναι ότι τους χαρακτήρισα «ακροδεξιούς».
Και γιατί σας πείραξε που τους χαρακτήρισα «ακροδεξιούς»; Γιατί σας χαλάει το αφήγημα, το κυρίαρχο αφήγημα. Σας θυμίζω, λοιπόν, τι είπατε σε διεθνές έγκυρο περιοδικό: Ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει βία από την άκρα δεξιά, παρά μονάχα βία από την άκρα αριστερά και ότι η Χρυσή Αυγή είναι σαν να μην υπάρχει.
Και εφόσον θέλετε να υποστηρίξετε αυτό το αφήγημα –δεν ξέρω αν το πιστεύετε ή αν το κάνετε επειδή στο κόμμα σας περιστοιχίζεστε από στελέχη που είτε έχουν θητεύσει είτε βρίσκονται σε παράλληλη όμορη ιδεολογική πορεία με την ακροδεξιά-, ο λόγος για τον οποίο σας χαλάει το αφήγημα ο χαρακτηρισμός «ακροδεξιοί τραμπούκοι» είναι ότι βάζει τα πράγματα στη θέση τους.
Σας ενόχλησε, λοιπόν, και γι’ αυτό όταν ο δήμαρχος ξυλοκοπήθηκε, επειδή έχετε αυτό το αφήγημα, εσείς βγάλατε μια ανακοίνωση σχεδόν ίσων αποστάσεων με τα γνωστά «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου και αν προέρχεται». Όταν εγώ ακούω σε ένα περιστατικό τόσο συγκεκριμένο και με τόσο εμφανή την αιτία που το προκαλεί να βγαίνει μια ανακοίνωση που λέει «καταδικάζω απ’ όπου και αν προέρχεται», βγάζω συμπέρασμα. Τι «απ’ όπου και αν προέρχεται», κύριε Μητσοτάκη; Δεν καταλάβετε από πού προήλθε αυτή η επίθεση; Δεν καταλάβατε; Δεν θέλετε να καταλάβετε από πού προήλθε αυτή η επίθεση!
Αν εγώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είχα ένα στέλεχος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ και δήμαρχο μιας μεγάλης πόλης που λίγα λεπτά μετά από αυτό το περιστατικό έβγαζε ανακοίνωση και έλεγε «καλά του κάνατε του προδότη», θα μπορούσα να σταθώ;
Αν εγώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είχα πρώην στέλεχος και πρώην περιφερειάρχη και διεκδικητή της ηγεσίας του κόμματός μου να κάνει δηλώσεις την ώρα ακριβώς του προπηλακισμού και του τραμπουκισμού και να λέει ότι ο Δήμαρχος της Θεσσαλονίκης είναι ένα «πολιτικό τραβέλι» και δεν καταδίκαζα αυτήν την τοποθέτηση, θα μπορούσα να σταθώ;
Εσείς, όμως, κύριε Μητσοτάκη, έχετε το θράσος όχι μόνο να στέκεστε, αλλά και να μου επιτίθεσθε. Ενώ την ίδια στιγμή δεν τολμάτε ούτε να αποπέμψετε τον δήμαρχό σας από τα όργανα της Νέας Δημοκρατίας που είπε «καλά του κάνανε του προδότη». Αυτή, λοιπόν, είναι η διαφορά ήθους και πολιτικής τοποθέτησης, ανάμεσα σε σας και σε μένα.
Έρχομαι τώρα σε όσα είπα προχθές στο Υπουργικό Συμβούλιο και ξεσήκωσαν την οργή σας. Κοιτάξτε, η Νέα Δημοκρατία είναι ένα κόμμα που από τη Μεταπολίτευση και μετά είχε μια σαφή διαχωριστική γραμμή, αλλά και μέτωπο ιδεολογικό -από τη Μεταπολίτευση και μετά λέω!- με κόμματα και πρόσωπα του ακροδεξιού χώρου, όχι μόνο με όσους είχαν δραστηριότητα σε συλλογικότητες μιας ακραίας μορφής, αλλά και με αυτό που θα μπορούσε να πει κανείς «πολιτικά ορθή έκφραση», «politically correct», όπως λένε στο χωριό μου.
Στην αρχή μετά τη Μεταπολίτευση υπήρχε ένα κόμμα που λεγόταν ΕΠΕΝ, το οποίο κόμμα είχε μαζέψει όλους τους νοσταλγούς της δικτατορίας, του δικτάτορα Παπαδόπουλου, επικεφαλής της νεολαίας του οποίου ήταν ο κ. Βορίδης τότε. Αργότερα, όταν έγινε κυβέρνηση ξανά η Νέα Δημοκρατία με τον Κώστα Καραμανλή, υπήρξε ο σαφής διαχωρισμός με τη δημιουργία του κόμματους του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, ο οποίος έκανε αντιπολίτευση στην Κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία Κυβέρνηση Καραμανλή, καλή ώρα, και στο Μακεδονικό είχε μια σαφή θέση που είναι αυτή η θέση που υπερασπίζεται η χώρα μας τώρα στη διαπραγμάτευση. Αυτή η Κυβέρνηση έκανε αντιπολίτευση και ζήτησε προ Ημερησίας Διατάξεως Συζήτηση και σας άσκησε έντονη κριτική.
Σήμερα, όμως, ο κορμός σχεδόν του κόμματος αυτού που αυτοτοποθετείται στον χώρο της ακροδεξιάς, της άκρας δεξιάς, είναι ηγετική πτέρυγα στο κόμμα σας, κύριε Μητσοτάκη, στη Νέα Δημοκρατία.
Εν πάση περιπτώσει, αυτά θα τα βρείτε εσείς μεταξύ σας. Εγώ θέλω σήμερα με απόλυτη σαφήνεια να τοποθετηθώ και απέναντι στην ιστορία και απέναντι στην ευθύνη που έχουμε απέναντι στην ιστορία αυτού του τόπου, γιατί εκπροσωπώ μια παράταξη, η οποία έχει τραβήξει πολλά. Και ξέρετε, ο λαός μας έχει και μνήμη και συνείδηση.
Η Αριστερά, λοιπόν, σ’ αυτόν τον τόπο, κύριε Μητσοτάκη ήταν πάντοτε στη θέση του διωκόμενου, όχι του διώκτη. Τη βία και του κράτους και του παρακράτους την έχει υποστεί για χρόνια στα ξερονήσια, στις φυλακές, αλλά και στους δρόμους. Από τον Λαμπράκη και τον Τσαρουχά μέχρι τον Κουμή και την Κανελλοπούλου και από τον Νίκο Τεμπονέρα μέχρι τον Παύλο Φύσσα.
Μην ανοίγετε, λοιπόν, αυτή τη συζήτηση, με αυτόν τον επιθετικό τρόπο, απέναντι σε εμάς που εκπροσωπούμε σ’ αυτά εδώ τα έδρανα μια παράταξη με πολύ μεγάλη ιστορία. Και πρέπει να μάθετε να ξεχωρίζετε τις λέξεις της πολιτικής ρητορικής, που πολλές φορές μπορεί να παίρνει και τον χαρακτήρα πολεμικής ρητορικής ακόμη, από το μαρσάρισμα του τρικύκλου, κύριε Μητσοτάκη. Διότι αυτά που συνέβησαν προχθές στη Θεσσαλονίκη θυμίζουν άλλες εποχές, εποχές Γκοτζαμάνηδων, που η δημοκρατία δεν θα επιτρέψει να επιστρέψουν ποτέ.
Έρχομαι τώρα στο θέμα που επίσης θίξατε και αφορά το ονοματολογικό, το θέμα της κρίσιμης διαπραγμάτευσης με τη βόρεια γειτονική μας χώρα.
Είπατε, κύριε Μητσοτάκη, ότι είναι απαράδεκτο η Ελληνική Κυβέρνηση να συζητά την πρόταση που έβαλε στο τραπέζι η άλλη πλευρά.
Πρώτα απ’ όλα, η Ελληνική Κυβέρνηση τοποθετήθηκε σαφώς ως προς αυτό το θέμα και εγκαίρως και εγώ προσωπικά, επιδιώκοντας την τάχιστη δυνατή ενημέρωση και συνεννόηση.
Είπαμε από τη Σόφια, πριν ακόμα γυρίσω πίσω, στις δηλώσεις μου στη συνέντευξη Τύπου ότι έχουμε ακόμα πολύ σημαντικό δρόμο να διανύσουμε, παρά το ότι έχουμε κάνει πρόοδο, για να έχουμε συμφωνία και ότι προτεραιότητα για εμάς, για την ελληνική πλευρά, είναι η εξασφάλιση του erga omnes και της συνταγματικής αναθεώρησης.
Όπως είδατε, σ’ αυτό το θέμα είχαμε μια πρόοδο σημαντική. Ο κ. Ζάεφ είναι ο πρώτος πρωθυπουργός της γείτονος, που δημόσια αποδέχθηκε αυτήν την προοπτική σύνθετης ονομασίας erga omnes, με συνταγματική αναθεώρηση. Αυτό δεν το έχετε ξαναδεί στις περιόδους που το κόμμα σας βρισκόταν σε κυβερνήσεις που διαπραγματεύονταν, όπως επίσης δεν έχουμε ξαναδεί και τόσο μεγάλη πίεση να ασκείται στην εθνικιστική αντιπολίτευση σήμερα της γειτονικής μας χώρας.
Εμείς δηλώσαμε σαφώς ότι διαπραγματευόμαστε στη βάση τεσσάρων ονομάτων που προτάθηκαν από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και συγκεκριμένα το πακέτο προτάσεων του απεσταλμένου, του κ. Νίμιτς. Δεν θα μιλήσω άλλο για την ουσία της διαπραγμάτευσης, από τη στιγμή που ο Υπουργός Εξωτερικών είναι αυτή την ώρα στη Νέα Υόρκη και αύριο θα συνεχίσει τη διαπραγμάτευση.
Όμως, κύριε Μητσοτάκη, πράγματι σε ένα έχετε δίκιο. Η δική μας Κυβέρνηση και κάθε προοδευτική κυβέρνηση συζητά, όταν διαπραγματεύεται, δεν κρύβεται.
Ειδικά καθ’ όσον αφορά τα εθνικά μας θέματα δεν κρυφτήκαμε ποτέ, όπως εσείς κρυφτήκατε και αλλάξατε θέσεις. Κρυφτήκατε πίσω από τις πιο συντηρητικές δυνάμεις της παράταξής σας.
Πάνω απ’ όλα, εμείς δεν έχουμε καμία διάθεση να καπηλευθούμε τα εθνικά θέματα, όπως τα καπηλεύθηκε ο προκάτοχός σας, για να ρίξει τότε την κυβέρνηση του πατέρα σας, να κάνει πολιτική καριέρα και να έρχεται σήμερα εδώ και να κρύβει και άλλα ζητήματα πίσω από τη θέση του για τα εθνικά θέματα.
Εμείς συζητάμε, διαφωνούμε, διαπραγματευόμαστε όμως και προσπαθούμε να βρούμε λύσεις. Πάντως, δεν κρυβόμαστε σε κανένα θέμα, όπως αποδείξαμε και με το Κυπριακό, τη σχέση μας με την Τουρκία και την Αλβανία και τώρα με το ονοματολογικό.
Γιατί μόνο έτσι πιστεύουμε ότι μπορούμε να ανοίξουμε δρόμο στο μέλλον, για να μπορέσει η Ελλάδα να ανακτήσει τον ρόλο της, τον ρόλο που της αρμόζει στην περιοχή των Βαλκανίων, στην Ευρώπη, αλλά και στον κόσμο, αντί να μένει εγκλωβισμένη σε αντιδραστικά αντανακλαστικά και φοβικά σύνδρομα, όπως είδαμε πριν λίγες ημέρες να εκφράζονται και στη Θεσσαλονίκη.
Έρχομαι στα θέματα της οικονομίας.
Κύριε Μητσοτάκη, στην τοποθέτησή σας κάνατε ένα εσκεμμένο λάθος. Είπατε ότι κάναμε εκλογές τον Σεπτέμβρη του 2015, έχοντας το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Προφανώς και θυμάστε ότι υπήρχε η Θεσσαλονίκη, ότι υπήρχε η συμφωνία στην οποία είχαμε καταλήξει με πολύ μεγάλες δυσκολίες -ένας δύσκολος συμβιβασμός- και ήταν πάνω στο τραπέζι.
Είπατε αυτό το συνειδητό ψέμα, διότι αυτό το οποίο σας πονά, στην προσπάθειά σας να πείσετε τον ελληνικό λαό σώνει και καλά ότι εμείς τον εξαπατήσαμε, είναι ακριβώς αυτό το γεγονός, ότι δώσαμε όλες μας τις δυνάμεις σε μια δύσκολη και σκληρή διαπραγμάτευση, για να υλοποιήσουμε την εντολή του. Όταν βρεθήκαμε σε αδιέξοδο, γυρίσαμε πίσω, του είπαμε την αλήθεια και ζητήσαμε εκ νέου την εντολή του.
Ήρθατε, λοιπόν, σήμερα εδώ να συγκρίνετε τι, κύριε Μητσοτάκη; Να συγκρίνετε -όπως είδαμε σε πίνακες μάλιστα- τους ρυθμούς ανάπτυξης της Ελλάδας με τους αντίστοιχους ρυθμούς άλλων χωρών της Ευρωζώνης; Μας παρουσιάσατε ένα διάγραμμα, που αφορά το τέταρτο τρίμηνο του 2017.
Συγκρίνατε την Ελλάδα με τη Γερμανία, την Ολλανδία, αλλά και με άλλες χώρες, οι οποίες, σας θυμίζω ότι έχουν βγει από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής εδώ και αρκετό καιρό, εδώ και τρία, τέσσερα ή πέντε χρόνια, αν πάρουμε για παράδειγμα την Ιρλανδία.
Να σας θυμίσω, όμως, κύριε Μητσοτάκη, ποια είναι η διαφορά μας με αυτές τις χώρες. Αυτές οι χώρες, ακόμη και αυτές που είχαν μνημόνια, δεν εκτόξευσαν το χρέος τους στο 180% του ΑΕΠ, όπως εκτοξεύτηκε το χρέος της χώρας μας κατά τη διάρκεια της Κυβέρνησης του κ. Σαμαρά και του κ. Βενιζέλου. Από το 120% πήγε στο 180% του ΑΕΠ. Είναι δικό σας κατόρθωμα αυτό. Δεν φαντάζομαι να έχετε το θράσος να πείτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φταίει.
Βεβαίως, να σας θυμίσω, μιας και συγκρίνετε την Ελλάδα με την Κύπρο, ότι η Κύπρος έκανε κούρεμα καταθέσεων, κύριε Μητσοτάκη. Αυτό ζητάτε να κάνουμε και εμείς;
Ήρθατε, όμως, να συγκρίνετε και τις προβλέψεις του ΔΝΤ ή και της Commission με τα πραγματικά αποτελέσματα, δηλαδή, μήλα με πορτοκάλια. Μήπως θέλετε να σας θυμίσω ότι η Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεπαν οριακή ανάπτυξη το 2011 και τελικά καταλήξαμε να έχουμε ύφεση 10%;
Μήπως θέλετε να σας θυμίσω ότι το 2012 πάλι το ΔΝΤ, αλλά και η Commission, προέβλεπαν ανάπτυξη κοντά στο 1% και καταλήξαμε να έχουμε ύφεση 6,5%; Σας έχω πει πολλές φορές ότι δεν γίνεται να κάνετε συγκρίσεις μεταξύ προβλέψεων και αποτελεσμάτων, αλλά εσείς επιμένετε σε αυτό.
Μας είπατε, επίσης, διάφορα για τη δήθεν βιωσιμότητα του χρέους το 2014, αναφερόμενος σε αυτές τις προβλέψεις του ΔΝΤ. Εν τέλει, συμφωνείτε με τις απόψεις του κ. Σαμαρά και του Βενιζέλου τότε, που έλεγαν ότι δεν χρειάζεται αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά πρέπει να πάρουμε απλά ένα πιστοποιητικό βιωσιμότητας, λέγοντας παντού ότι το χρέος μας είναι βιώσιμο; Την ίδια στιγμή που τα λέγατε αυτά, αναφερόσασταν διαρκώς στη δέσμευση για τη ρύθμιση του χρέους που δήθεν είχατε πάρει από το 2012. Τελικά, αφού ήταν βιώσιμο το χρέος, γιατί αναζητούσατε δέσμευση για αναδιάρθρωση;
Επίσης, κύριε Μητσοτάκη, μιας και μπήκατε στον κόπο να φέρετε πίνακες και θέλετε να κάνουμε συγκρίσεις, να σας δώσω κι εγώ ορισμένους πίνακες που για εμάς είναι ενδεικτικοί.
Πρώτο και σημαντικότερο θέμα η ανεργία. Η ανεργία εκτοξεύθηκε από το 2010 έως το 2014 στο 27%, για να μειωθεί σήμερα κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες. Εδώ είναι ένα χαρακτηριστικό διάγραμμα, το οποίο δείχνει πώς ανέβηκε η ανεργία τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ του κ. Παπανδρέου. Χαρακτηριστικά δείχνει ένα ανθρωπάκι να ανεβαίνει μια σκάλα αεροπλάνου. Στα χρόνια του κ. Παπαδήμου εκτοξεύθηκε ως πύραυλος και στα χρόνια του κ. Σαμαρά έφτασε σε ραδιενεργά επίπεδα.
Σήμερα βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να έχουμε μια βουτιά -γι’ αυτό κι έχουμε έναν δύτη στο διάγραμμα που σας δείχνω-, στα χρόνια που εμείς κυβερνάμε κάνουμε βουτιά στην ανεργία από το 27% στο 20%.
Αυτός είναι ένας πίνακας που σας τον χαρίζω, κύριε Μητσοτάκη. Διότι για εμάς η ανεργία είναι κρίσιμος δείκτης για την κοινωνική ισορροπία.
Αντίστοιχους δείκτες μπορώ να σας έχω και για την απόδοση του δεκαετούς ομολόγου, που δείχνουν πόσο άρχισε να ανεβαίνει στα χρόνια που ήταν Πρωθυπουργός ο κ. Παπανδρέου κι έφτασε σε ραδιενεργά επίπεδα όταν ήταν Πρωθυπουργός ο κ. Σαμαράς.
Σήμερα έχουμε πιάσει το χαμηλότερο των τελευταίων δώδεκα ετών σε ό,τι αφορά την απόδοση των δεκαετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου.
Μιλήσατε και για επενδύσεις. Θέλετε να μιλήσουμε για επενδύσεις; Θα σας χαρίσω και αυτόν τον πίνακα, ο οποίος αποδεικνύει ότι το 2017 αυτή η «καταστροφική» Κυβέρνηση έφτασε σε άμεσες ξένες επενδύσεις ύψους σχεδόν 3,6 δισεκατομμυρίων, που είναι το μεγαλύτερο που έχει συμβεί στη χώρα από το 2008, πριν από την κρίση, με Κυβέρνηση Καραμανλή, που ήταν στα 3 δισεκατομμύρια.
Το καταθέτω.
Μας είπατε όμως και για το περιβόητο cash buffer. Πάλι ανακρίβειες μάς είπατε. Μας είπατε ότι το περιβόητο «μαξιλαράκι» θα δημιουργηθεί από το υπερπλεόνασμα, από τη μη πληρωμή συντάξεων, από τα ληξιπρόθεσμα του Δημοσίου που, παρεμπιπτόντως όμως, διαρκώς μειώνονται και έχουμε φτάσει σε χαμηλό κρίσης. Δεν υπήρξε χαμηλότερο όριο στα ληξιπρόθεσμα του Δημοσίου από τότε που μπήκαμε στα μνημόνια.
Μας είπατε, λοιπόν, πολλά. Αναρωτιέμαι αν αυτά που μας είπατε τα είχατε ψάξει ή απλώς σας εκθέτουν κάποιοι από τους συνεργάτες σας.
Να σας ενημερώσω, λοιπόν, ότι το cash buffer προκύπτει από τις εκταμιεύσεις του ESM και από τις εξόδους της χώρας στις αγορές, που έχει ήδη πραγματοποιήσει δύο το τελευταίο διάστημα. Καμία σχέση δηλαδή με αυτό που είπατε. Δεν πειράζει όμως.
Επίσης, φτάσατε στο σημείο να μας πείτε ότι σας παρουσιάζουμε ένα αναπτυξιακό σχέδιο κρυφά, ενώ οι ίδιοι έχουμε διεξάγει δεκατέσσερα περιφερειακά συνέδρια, έχουμε κουβεντιάσει με όλους τους φορείς στην τοπική αυτοδιοίκηση, τους παραγωγικούς φορείς, εκεί όπου εσείς καλούσατε τους δημάρχους της Νέας Δημοκρατίας να μη συμμετέχουν. Έπρεπε να το ξέρετε ότι έχουμε διεξάγει μεγάλο διάλογο.
Μας είπατε, όμως, το πιο ωραίο απ’ όλα, γιατί μια φορά σας ξέφυγε και είπατε ότι σας ενδιαφέρει η επικοινωνία και όχι η ουσία. Σας ξέφυγε, το ξέρω, αλλά οι ομιλίες σας έχουν πάντα τη γραφή των επικοινωνιολόγων, να βγάζουν συνθήματα. Και τι μας είπατε; Ωραίο σύνθημα: «Η καθαρή έξοδος είναι το νέο βρώμικο ψέμα του κ. Τσίπρα». Ωραίο σύνθημα!
Μόνο πείτε μας, κύριε Μητσοτάκη: είναι βρώμικο ψέμα του κ. Τσίπρα, αλλά είναι και βρώμικο ψέμα του κ. Γιούνκερ, του Προέδρου της Κομισιόν, που ήρθε και το είπε από αυτό εδώ το Βήμα; Λέει βρώμικα ψέματα η Κομισιόν; Λέτε τα ίδια όταν πηγαίνετε στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα; Κάνετε τις ίδιες δηλώσεις όταν βγαίνετε έξω από τη χώρα με αυτές που κάνετε εδώ;
Μας είπατε -κι αυτό κι αν είναι θράσος!- ότι ανεβάζουμε τον κατώτατο μισθό εμείς που δημιουργήσαμε τη γενιά των 300 ευρώ. Μήπως να σας θυμίσω, κύριε Μητσοτάκη, ότι το 2012 και με τη δική σας υπογραφή μειώσατε τον κατώτατο μισθό κατά 22% και για τους νέους κατά 32%; Μήπως να σας θυμίσω ότι η μερική απασχόληση το 2012 ήταν στο 40% και όταν αναλάβαμε το 2015 είχε φτάσει στο 60%; Μέσα σε τρία χρόνια καταφέρατε να καταστρέψετε κάθε προστατευτική δικλίδα για τον εργαζόμενο στην αγορά εργασίας και ιδιαίτερα για τους νέους εργαζόμενους. Και έχετε το θράσος εσείς να λέτε σε εμάς ότι δημιουργήσαμε τη γενιά των 300 ευρώ!
Και βεβαίως έχετε το ίδιο θράσος, επαναλαμβανόμενο, και για τις συντάξεις, εσείς που ψηφίσατε τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος, που εμείς αποτρέψαμε, εσείς που μαζί με το ΠΑΣΟΚ συνολικά έχετε επιβάλει έντεκα διαδοχικές περικοπές ύψους 45 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στους πρωταθλητές του κοψίματος των συντάξεων δεν χρειάζεται εμείς να κάνουμε τώρα εδώ καμία ιδιαίτερη κριτική!
Δεν θα μακρηγορήσω άλλο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, γιατί ήδη έχω μακρηγορήσει. Θα αναφερθώ για δυο λεπτά μονάχα σε όσα ακούστηκαν από πλευράς σας ως προτάσεις. Πραγματικά έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι για άλλη μια φορά ήρθατε σε αυτό εδώ το Βήμα να μας πείτε ότι θα μειώσετε τη φορολογία, κύριε Μητσοτάκη. Και μάλιστα μας μιλήσατε για την κλίμακα της φορολογίας εισοδήματος που πρέπει να είναι στο 9% η μικρή και για τις επιχειρήσεις θα είναι στο 20%. Αν δεν κάνω λάθος, αυτό άκουσα ότι είπατε.
Θέλω να σας ρωτήσω, κύριε Μητσοτάκη. Όλα αυτά τα λέτε προφανώς έχοντας εκ των προτέρων δηλώσει -ακούω από τα στελέχη σας- ότι δεν θα αμφισβητήσετε το δημοσιονομικό πλαίσιο που έχει συμφωνήσει η χώρα, διότι λέτε ότι εσείς δεν θα κάνετε αυτά που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι εσείς είστε σοβαρή πολιτική δύναμη. Δηλαδή λέτε, με δυο λόγια, ότι σε αυτό το δημοσιονομικό πλαίσιο εσείς θα έρθετε να μειώσετε τόσο ριζικά τη φορολογία. Εγώ είμαι μαζί σας, παρακάτω να πέσει η φορολογία. Μπορείτε όμως να μας πείτε, κύριε Μητσοτάκη, από πού θα καλύψετε το κενό; Πόσα σχολεία θα κλείσετε; Πόσα νοσοκομεία θα κλείσετε; Πόσους θα απολύσετε; Πόσο πλεονάζον ιατρικό προσωπικό από τα νοσοκομεία θα απολύσετε; Γιατί δεν τολμάτε να δώσετε απαντήσεις; Λέτε ότι έχετε κοστολογημένο πρόγραμμα.
Και μιας και αναφέρομαι σε πλεονάζον προσωπικό, θα ήθελα στη δευτερολογία σας, κύριε Μητσοτάκη, να μας εξηγήσετε αν επιμένετε στην άποψη ότι η χώρα θα πρέπει να γυρίσει στο 1 προς 5 και όχι στο 1 προς 1 που έχουμε συμφωνήσει εμείς για τις προσλήψεις στο Δημόσιο.
Και ένα τελευταίο, αυτό για το πλεονάζον ιατρικό προσωπικό. Επιμένετε για αυτό; Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πηγαίνει σε δημόσια νοσοκομεία. Δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να πηγαίνει σε ιδιωτικά νοσηλευτήρια. Θέλω μια απάντηση για το αν επιμένετε σ’ αυτήν τη λογική.
Και κλείνω, κύριε Μητσοτάκη, λέγοντάς σας το εξής: Σήμερα δεν ξεφύγατε από τον πειρασμό να ρίξετε λίγο -για άλλη μια φορά, βέβαια δεν πειράζει- το επίπεδο της συζήτησης, αναμασώντας μια από τις αγαπημένες ειδήσεις που είδαμε τις τελευταίες μέρες στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων, μιας λαϊκίστικης κοπής θα έλεγα, που σας στηρίζουν. Και ποιο ήταν αυτό; Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας των Podemos, ο οποίος πήρε δάνειο, λέει, για να πάρει σπίτι στη Μαδρίτη, ύψους -δεν ξέρω ακριβώς- 400-500 χιλιάδων ευρώ. Βέβαια, να μην μιλήσουμε τώρα για το τι γίνεται στη Μαδρίτη, για τους εκπροσώπους του κόμματος της Δεξιάς, που ο ένας μετά τον άλλο περνάνε από τους εισαγγελείς για όσα καταχράστηκαν στο παρελθόν.
Μου κάνει, όμως, εντύπωση. Λένε κάποιοι ότι στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί, αλλά εσείς ήλθατε εδώ να μας πείτε για τον Ιγκλέσιας που πήρε δάνειο για να πάρει σπίτι. Κύριε Μητσοτάκη, δεν αγόρασε σπίτι με offshore, ούτε αγόρασε το σπίτι του Βολταίρου, ούτε έχει σπίτι δίπλα στο σπίτι του κ. Χριστοφοράκου, με πισίνα.
Να είστε λίγο πιο συνεπής και πιο χαμηλός στους τόνους σας γι’ αυτά τα ζητήματα.
Με τις υγείες σας!
Παρέμβαση του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για την οικονομία.
Κυρία Πρόεδρε, η παρέμβασή μου δεν θα είναι πάνω από δύο λεπτά και δεν θα τριτολογήσω. Θα μιλήσει ο Αντιπρόεδρος.
Κύριε Μητσοτάκη, δεν έχω καταλάβει ποια είναι ακριβώς η πρότασή σας. Γι’ αυτό παίρνω τον λόγο. Σας άκουσα στην πρώτη ομιλία σας να λέτε ποια είναι η πρότασή σας για το πώς η Ελλάδα θα προχωρήσει μετά τη μνημονιακή εποχή, διότι αυτό συζητάμε σήμερα.
Δεν λέω εγώ τώρα να πιάσουμε τις λεπτομέρειες, να δούμε τις απόψεις μας για το παραγωγικό μοντέλο. Λέω για το βασικό πλαίσιο.
Σας άκουσα στην πρωτομιλία σας να λέτε ότι η έξοδος στις αγορές είναι ναρκοπέδιο. Σας ακούω στη δευτερομιλία σας να λέτε ότι δεν ζητήσατε και δεν ζητάτε πιστοληπτική γραμμή. Τι ζητάτε λοιπόν; Δεν υπάρχει άλλη εκδοχή. Τι; Μνημόνιο; Παράταση του μνημονίου; Συνέχεια του μνημονίου; Νέο μνημόνιο; Αυτό ίσως είναι μια τρίτη εκδοχή από τις δύο υπαρκτές εναλλακτικές εκδοχές. Μένω με αυτή την απορία από την τοποθέτησή σας. Γι’ αυτό παίρνω τον λόγο.
Δεύτερον, αναφερθήκατε στις τιμές, στα spreads και στη διακύμανση των δεκαετών ομολόγων. Μάλιστα, κάνατε και τον αστεϊσμό σε σχέση με τον πίνακα τον οποίο κατέθεσα στα Πρακτικά. Πράγματι τι φαίνεται εκεί; Φαίνεται η αποτυχία του δεύτερου μνημονίου. Γιατί πράγματι υπήρχε μια αποκλιμάκωση κατά τη διάρκεια της υλοποίησης της πρώτης, της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης αξιολόγησης του δευτέρου προγράμματος και η περιβόητη πέμπτη αξιολόγηση δεν έκλεισε ποτέ. Και πριν κλείσει ο κ. Σαμαράς βγήκε στις αγορές.
Καθίστε να ακούσετε. Πολύ πριν. Ακούστε. Αυτά έγιναν μετά. Εγώ μιλάω για το καλοκαίρι του 2014. Εσείς αναφέρεστε στον Δεκέμβρη του 2014.
Το καλοκαίρι του 2014, όταν είχαν αρχίσει να αποκλιμακώνονται τα ομόλογα, έγινε μια προσπάθεια εξόδου στις αγορές. Και με το που έγινε αυτή η προσπάθεια η αποτυχημένη, δοκιμαστική, τότε βλέπετε –θα το δείτε στον πίνακα τον οποία σας έχω θέσει υπ’ όψιν σας- την κατακόρυφη άνοδο.
Αυτό, λοιπόν, το οποίο σας έδωσα και το οποίο σχολιάσατε είναι η παταγώδης αποτυχία του δεύτερου μνημονίου και της προσπάθειας της τότε Κυβέρνησης να πείσει ψευδεπίγραφα ότι υπάρχει success story. Ενώ σήμερα έχουμε ήδη δύο πετυχημένες εξόδους στις αγορές, έχουμε μια ουσιαστικότατη αποκλιμάκωση των ομολόγων, όλων των ομολόγων, δεκαετών, επταετών, πενταετών. Και βεβαίως διαπιστώσατε, όλοι διαπιστώνουμε, ότι τις τελευταίες ημέρες υπάρχει μια αναταραχή σε σχέση με τις διεθνείς αγορές που εν πολλοίς οφείλεται στην πολιτική αβεβαιότητα στην Ιταλία. Όμως, αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα.
Όμως, τούτων δοθέντων αναρωτιέμαι το εξής: Σας άκουσα με προσοχή -και χαίρομαι που το είπατε- ότι δεν ζητάτε πιστοληπτική γραμμή. Καλοδεχούμενο. Όμως, πιστοληπτική γραμμή δεν ζητάτε. Ναρκοπέδιο, λέτε, οι αγορές. Τότε τι λέτε; Τι προτείνετε; Το μόνο που κατάλαβα καλά ότι προτείνετε είναι να μην προχωρήσουμε σε προσλήψεις και ενδεχομένως το, κατά τη γνώμη σας, πλεονάζον προσωπικό να φεύγει, μπας και μειώσουμε λίγο τους φορολογικούς συντελεστές. Διαφωνούμε με αυτή την άποψη. Πιστεύουμε ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών πρέπει να έρθει και θα έρθει από το 2019 και μετά σταδιακά μέσα από τον δημοσιονομικό χώρο που κατακτιέται από τη συνετή πολιτική δημοσιονομική διαχείριση.
Τέλος, καλοδεχούμενη η τοποθέτησή σας σε σχέση με το ότι λέτε στους επενδυτές να έρθουν. Εγώ αναφέρθηκα σε μια συγκεκριμένη παρέμβασή σας σε εκδήλωση του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων, στην οποία παρέμβασή σας -και μάλιστα αναφέρθηκε και ο Αντιπρόεδρος σε άλλη συζήτηση εδώ στη Βουλή- είπατε να φέρουν τα χρήματά τους επενδυτές στην Ελλάδα, όταν αποκατασταθεί η πολιτική σταθερότητα.
Εάν αυτή τη δήλωση σήμερα έχετε την παρρησία να την αφήσετε στην άκρη ως ένα κακό συμβάν και να τοποθετηθείτε εκ νέου για την ανάγκη να επιστρέψουν τα χρήματά τους στις τράπεζες οι επενδυτές και να έρθουν εδώ να συνεχίσουν αυτή την ανοδική πορεία επενδύσεων που είχαμε το 2017 και το 2018 και να πάμε να πιάσουμε νέο ρεκόρ του 2018, είναι καλοδεχούμενη η τοποθέτηση.
Ένα τελευταίο. Κύριε Μητσοτάκη, θέλω να καταγγείλω την αδόκιμη επίθεση που κάνατε στην κ. Γεννηματά σε σχέση με τον πρώην Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας κ. Ψωμιάδη. Διότι ορθώς λέτε ότι εψήφισε στις εκλογές ανάδειξης Αρχηγού στο Κίνημα Αλλαγής, αλλά πριν από δέκα ημέρες ψήφισε και στις δικές σας εσωκομματικές εκλογές στη Θεσσαλονίκη. Έκανε και δηλώσεις, μάλιστα, έξω από το εκλογικό κέντρο. Να είστε καλά.