Η εορτή

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Οι καλοκαιρινές εξετάσεις είχαν τελειώσει. Τα αποτελέσματα είχαν αναρτηθεί στον πίνακα ανακοινώσεων και είμεθα απόλυτα ήσυχοι ότι περάσαμε την τάξη, διότι, συν τοις άλλοις, το Λεόντειο είχε το καλό πως αν δεν πέρναγες την τάξη -με το σπαθί σου- έπρεπε να αποχαιρετίσεις το σχολείο, επειδή δεν μπορούσε να έχει σκράπες για μαθητές. Μακαρίζαμε τους μαθητές του αδελφού σχολείου, του μεγαλύτερου Λεόντειου, που βρισκόταν στο τέρμα Πατησίων, όπου η σχολική χρονιά τελείωνε με τις γυμναστικές επιδείξεις, που γινόταν με τα άλλα δημόσια σχολεία σε επίσημη τελετή στο Καλλιμάρμαρο, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας του τόπου.

Τους δικούς μας καλούς μαθητές, λες και ήθελαν να τους επιβραβεύσουν για τους κόπους του χειμώνα, τους προσκαλούσαν ως θεατές με τα αθλητικά στα Πατήσια. Όμως και εμείς είχαμε τα χειρότερα. Από μια σκέτη χαιρεκακία και μόνον, για να μη χαρούμε την ξενοιασιά του καλοκαιριού, μας φόρτωναν να γράψουμε ένα κάρο μαθήματα, που, «φρονίμως ποιούντες» εμείς, αφήναμε για την τελευταία εβδομάδα του Σεπτέμβρη.

Τα γυμνάσια τότε άρχιζαν μαθήματα την 1η Οκτωβρίου και εγώ θα πήγαινα στη 2α Οκταταξίου. Θυμάμαι στην πρώτη τάξη, την πρώτη εβδομάδα που πήγα σχολείο, μας μάντρωσε σε μια αίθουσα ο frere Jean, έκατσε στο αρμόνιο, που τα είχαν μπόλικα, και άρχισε να εξετάζει πώς τα πηγαίναμε με τη solfege, δηλαδή αν είχαμε φωνή κατάλληλη για χορωδία.

Θυμάμαι πως στο τρίτο «Α» της κλίμακας που έβγαλα ήμουν τόσο παράφωνος που όχι μόνον με έβγαλε έξω αλλά μου απαγόρεψε να είμαι και κοντά στην τάξη σε ώρα μαθήματος. Το χειρότερο όμως με εμάς που πηγαίναμε στο Λεόντειο της οδού Σίνα ήταν ότι θα κάναμε γιορτή επί «τω τέλει της σχολικής χρονιάς».

Δηλαδή μέσα στη «μεγάλη αυλή» (τρόπος του λέγειν) του σχολείου, εκεί που έκαναν διάλειμμα οι μεγάλοι και όπου υπήρχε ένα παράθυρο, απ’ όπου ένας frere πουλούσε μόνον τετράδια με τη φίρμα του σχολείου, στηνόταν ένα ικρίωμα ύψους 25 περίπου εκατοστών, όπου θα κάθονταν η διεύθυνση και οι καθηγητές του λυκείου. Εκεί θα στριμώχνονταν και οι προσκεκλημένοι γονείς των μαθητών. Το σκηνικό έμοιαζε με «πάλκο» θεάτρου, όπου θα ανεβαίναμε με τη σειρά να κάνουμε το… «νούμερό μας». Άλλος είχε να πει ένα ποίημα ενός μεγάλου ποιητού, καταχωρημένου στα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα», άλλος είχε πρώτο ρόλο σε κάποιο κωμικό σκετσάκι και ένας τρίτος είχε να απαγγείλει με στόμφο μια πατριωτική παρλάτα.

Και θαύμαζαν οι γονείς τις καλλιτεχνικές επιδόσεις των τέκνων τους και ήσαν πεπεισμένοι πως «ούτε ο Μινωτής στα μικράτα του» δεν θα τα ‘λεγε καλύτερα. Μια πάστα με σαντιγί και φράουλες ήταν η ανταμοιβή του δακρύβρεκτου ποιήματος που μου έλαχε.

Τώρα, αν τα «έκανα μούτι», δεν έφταιγα εγώ, αλλά ο καιρός. Δηλαδή έλεγα «έχουμε καιρό», τα φόρτωνα στον κόκορα και δεν μάθαινα το ποίημα που θα απάγγελνα, επειδή ο καιρός περνούσε, αλλά δεν μας κυνηγούσε τίποτα. Τα πράγματα συνέβησαν ως εξής:

Λίγο μετά το Πάσχα μάς μπαγλάρωσαν σε μια αίθουσα, που άλλες ώρες ήταν τάξη, και μας μίλησαν για τη γιορτή του σχολείου που θα γινόταν στο τέλος του έτους. Ήμουν ενθουσιασμένος. Περίμενα πως θα με διάλεγαν για πρωταγωνιστή στο κωμικό σκετσάκι – παραδέχομαι πως ήμουνα μεγάλο υποκριτικό ταλέντο.

Το «παιδί-θαύμα», να πούμε. Θα αποδεχόμουνα και δεύτερο ρόλο (αν μου πρότειναν), διότι πρωταγωνιστή έκαναν έναν βλάκα συμμαθητή μου. Και κομπάρσος θα δεχόμουνα να παίξω, διότι εμείς οι καλλιτέχνες μοιάζουμε με τους καλούς μύλους, ό,τι βρούμε το αλέθουμε….

Δυστυχώς, κόντευαν να εξαντληθούνε οι συμμετοχές και ακόμη να ζητήσουν τη σύμπραξή μου. Είχε απομείνει μονάχα ένα δραματικό ποίημα. Με φτώχειες, με αρρώστιες, με θανάτους.

Δεν ήταν ποίηση αυτό. Οι δέκα πληγές του Φαραώ ήτανε. Παμψηφεί πρότειναν να το πω εγώ. Αρνήθηκα. Ζητούσα κάτι πιο ανάλαφρο. «Σου έρχεται κουτί», μου αντέτειναν και προσθέσανε: «Πού θα βρεθεί άλλος πιο μουρτζούφλης από σένα, που θα ταιριάζει με το δραματικό ποίημα;».

Έτσι μου το φόρτωσαν. Αλλά και εγώ έκανα απεργία. Ανέβηκα στο ικρίωμα και δεν ήξερα ούτε ένα δίστιχο. Πήρα όμως συγχαρητήρια από τη μάνα μου επειδή υποκρίθηκα άψογα τον μουγγό…


Σχολιάστε εδώ