Άλλη μια «αυταπάτη» της κυβέρνησης ή μια διαλυτική στόχευση;

Άλλη μια «αυταπάτη» της κυβέρνησης ή μια διαλυτική στόχευση;

Του
ΘΑΝΑΣΗ ΖΟΥΤΣΟΥ
Δημάρχου Παλλήνης


-Η μεταρρύθμιση στην τοπική αυτοδιοίκηση 

Μετά από δύο χρόνια αναμονής για την κατάθεση ενός νομοσχεδίου για την τοπική αυτοδιοίκηση, το αρμόδιο υπουργείο Εσωτερικών, αφού διαβουλεύτηκε ουσιαστικά μόνο με τον εαυτό του, παρουσίασε τελικά τον «Κλεισθένη Ι», ενώ γλαφυρά στον πλήρη τίτλο του νομοσχεδίου αναφέρει: «Μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης – Εμβάθυνση της Δημοκρατίας – Ενίσχυση της Συμμετοχής – Βελτίωση της οικονομικής και αναπτυξιακής λειτουργίας των ΟΤΑ».

Η Αυτοδιοίκηση με ελπίδα ανέμενε την κατάθεση ενός θεσμικού πλαισίου που θα την καθιστούσε έναν ουσιαστικό μοχλό ανάπτυξης για την επανεκκίνηση της εθνικής οικονομίας, καθώς και αποτελεσματικότερη στην επίλυση των προβλημάτων των τοπικών κοινωνιών, με βάση τις αρχές της αμεσότητας, της επικουρικότητας και της εγγύτητας. Παράλληλα, θα τη θωράκιζε ακόμη περισσότερο στην επιτέλεση του θεσμικού της ρόλου ως φορέα κοινωνικής προστασίας και μέριμνας, ειδικά στα δύσκολα χρόνια της κρίσης, της κοινωνικής αδικίας και της αποδόμησης του κοινωνικού κράτους.
Η ελπίδα μας αντικαταστάθηκε από την έκπληξη και την απογοήτευση.

Η πρόταση της κυβέρνησης για τα παραπάνω ήταν πολύ συγκεκριμένη και -με τα δικά της δεδομένα- στοχευμένη. Όλα τα υπό συζήτηση θεσμικά ζητήματα παραπέμπονται σε μια επιτροπή που «θα» συσταθεί. Το τελευταίο, μάλλον, στη λογική του γνωστού ανεκδότου που αναφέρει ότι «αν δεν θέλεις να ασχοληθείς ή να λύσεις ένα πρόβλημα τότε φτιάξε μια επιτροπή».

Αφού ολοκληρώθηκε η «διά διαρροών διαβούλευση» του υπουργείου Εσωτερικών με την Αυτοδιοίκηση και τα συλλογικά της όργανα (π.χ. Κεντρική Ένωση Δήμων, Ένωση Περιφερειών κ.λπ.), η κυβέρνηση κατέθεσε ένα νομοσχέδιο με σημειακές προτάσεις αλλαγών για τα ζητήματα λειτουργίας και οργάνωσης των δήμων, αλλά και μία ιδιαιτερότητα. Ως κυρίαρχο μέσο για την προώθηση των ζητημάτων των πολιτών, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου, προκρίθηκε η αλλαγή του εκλογικού νόμου.

Να ξεκινήσουμε από μια αλήθεια. Το υπάρχον εκλογικό σύστημα της τοπικής αυτοδιοίκησης χρειάζεται βελτιώσεις, σε μία θεσμική βάση που αναδεικνύει το δικαίωμα των τοπικών κοινωνιών να ορίζουν με τις αποφάσεις αλλά και τον έλεγχο επ’ αυτών τις τοπικές υποθέσεις. Πρόκειται για μια θέση την οποία συμμερίζεται ένα πολύ σημαντικό ποσοστό της Αυτοδιοίκησης. Ο θεσμικός ρόλος της αντιπολίτευσης ως «ελεγκτή» της διοίκησης οφείλει να αναβαθμιστεί, παράλληλα όμως απαιτείται και μια νέα κουλτούρα άσκησης των καθηκόντων τόσο της διοίκησης όσο και της αντιπολίτευσης. Ούτε η λογική «έχω την πλειοψηφία, κάνω ό,τι θέλω» ούτε η λογική «είμαι στην αντιπολίτευση, λέω όχι σε όλα». Έτσι διαμορφώνεται η συναίνεση και η συνεργασία.

Μία ακόμη μεγαλύτερη αλήθεια, που τη βιώνουν καθημερινά οι δημότες, είναι ότι τα βασικά στοιχεία για την επίτευξη των στόχων μιας συγκροτημένης τοπικής πολιτικής είναι η αποτελεσματική διοίκηση, η σταθερότητά της και η κυβερνησιμότητα των δήμων.

Οι στόχοι αυτοί έχουν έναν και μόνο κοινό παρονομαστή: Τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών καθώς και του επιπέδου των υπηρεσιών που απολαμβάνουν. Η τοπική αυτοδιοίκηση οφείλει να δρα γρήγορα και να παρουσιάζει απτά αποτελέσματα ως προς αυτούς τους δύο άξονες, γιατί οι ανάγκες των τοπικών κοινωνιών αντιμετωπίζονται με τη λήψη συγκεκριμένων και άμεσων μέτρων.

Τα αποτελέσματα αυτά δεν μπορούν να επιτευχθούν αν δεν επιλυθούν οι αγκυλώσεις της πολυνομίας και της διάχυσης αρμοδιοτήτων, που επικρατούν ακόμη. Το βήμα προς τα εμπρός δεν μπορεί να γίνει αν δεν εξασφαλιστεί μια αποτελεσματική διοίκηση των δήμων, η οποία θα είναι σε θέση να φέρει εις πέρας το πολιτικό πρόγραμμα που ενέκριναν οι πολίτες, χωρίς εκβιασμούς, διαπλοκές και εξαρτήσεις.

Δυστυχώς, η πρόταση που κατατέθηκε, χωρίς να προωθεί καμία μεταρρύθμιση, επικεντρώνεται σε μηχανιστικές λογικές διάσπασης και κατακερματισμού της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθιστώντας τους δήμους έρμαια σε προσωπικές φιλοδοξίες και επιδιώξεις, που για κάποιους αποτελούν ισχυρότερο κίνητρο από την ίδια την προοπτική μιας τοπικής κοινωνίας.

Το προτεινόμενο σύστημα προβλέπει η επιλογή του δημάρχου και του πολιτικού προγράμματος που εκπροσωπεί να γίνεται με την απόλυτη πλειοψηφία των πολιτών είτε στον πρώτο γύρο είτε στον δεύτερο. Την επόμενη, όμως, μέρα καλεί τον εκλεγμένο δήμαρχο να διαπραγματευτεί το πρόγραμμα που ενέκριναν οι δημότες, με απόλυτη πλειοψηφία, μαζί με τους δημοτικούς συμβούλους των υπόλοιπων συνδυασμών, οι οποίοι προφανώς δεν το συμμερίζονται, αλλά ίσως έχουν και κάθε λόγο να εμποδίσουν την υλοποίησή του προκειμένου να διεκδικήσουν από καλύτερη θέση τη διοίκηση του δήμου στις επόμενες εκλογές.

Αλίμονο αν κάποιος έχει αντίρρηση στο ότι χρειάζονται συναινέσεις και συγκλίσεις στη διαμόρφωση ενός πολιτικού προγράμματος για την αντιμετώπιση των αναγκών και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής μιας τοπικής κοινωνίας. Αυτές, όμως, πρέπει να βασιστούν στη σύγκλιση πολιτικών – προγραμματικών θέσεων με σκοπό την προώθηση των τοπικών ζητημάτων και όχι σε προσωπικές συμφωνίες, αμφίβολης δημοκρατικής νομιμοποίησης.

Να δώσουμε ένα απλοποιημένο αλλά διόλου απίθανο παράδειγμα: Αναδεικνύεται ένας δήμαρχος και η παράταξή του. Αν δεν έχει την πλειοψηφία στο δημοτικό συμβούλιο θα διεκδικήσει τη στήριξη από άλλες παρατάξεις. Αν υπάρχει προγραμματική συμφωνία, έχει καλώς. Αν, όμως, κυριαρχήσει η λογική «σου δίνω τόσες ψήφους στο δημοτικό συμβούλιο, αλλά εσύ θα μου δώσεις αυτήν τη θέση, θα μου εξασφαλίσεις αυτά τα αιτήματα κλπ. Αν δεν με ικανοποιήσεις, μην υπολογίζεις τη στήριξη μου…»; Και μετά γαία πυρί μειχθήτω… Και όμως αυτή ακριβώς η λογική θεσπίζεται με την απεριόριστη δυνατότητα μεταπήδησης των δημοτικών συμβούλων από τη μια παράταξη στην άλλη ή και τη δημιουργία νέων, χωρίς κανένα έρεισμα στη λαϊκή εντολή.φεαfea

Ποιοι θα ζημιωθούν σε μια τέτοια περίπτωση; Και βέβαια οι πολίτες, που θα βλέπουν την πόλη τους να μένει αδρανής, τα προβλήματα άλυτα και τα θέματα κολλημένα στο δημοτικό συμβούλιο, στον βωμό της προσπάθειας εξεύρεσης συνεννοήσεων, αποκλειστικά βασισμένων σε περιστασιακές και προσωπικές φιλοδοξίες.

Η κυβέρνηση, με την πρότασή της, επιδεικνύει πλήρη έλλειψη βούλησης για μεταρρυθμίσεις που όφειλαν και οφείλουν να γίνουν, δημιουργεί συνθήκες ακυβερνησίας και διάλυσης, που θα εμποδίζουν την υλοποίηση όσων έχουν εγκρίνει με την ψήφο τους οι πολίτες για τον δήμο τους, και εντέλει αποσκοπεί στο να καταστήσει αφερέγγυο τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε να τον μετατρέψει σε ελεγχόμενο παράρτημα της κεντρικής εξουσίας, με διορισμένους διοικητικούς γραμματείς.

Αυτό που οφείλει να κάνει η Πολιτεία είναι να εξασφαλίσει τα κατάλληλα εργαλεία ώστε το πρόγραμμα που επιλέγουν οι τοπικές κοινωνίες να μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς προσκόμματα και ατέρμονες γραφειοκρατικές καθυστερήσεις. Αυτό που ζητάμε είναι ένα νομοσχέδιο που θα λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά προβλήματα της Αυτοδιοίκησης, θα θεσμοθετεί την πραγματική αποκέντρωση, την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και τη μεταρρύθμιση του κράτους, που έχει ανάγκη η χώρα και οι πολίτες. Αυτό είναι που αποτελεί ζητούμενο για τη χώρα μας αλλά και προϋπόθεση για να βγούμε από την κρίση.


Σχολιάστε εδώ