Σύμβολο του αλυτρωτισμού θέλει το νέο όνομα ο Ζάεφ
-Θολώνουν τα νερά με το «Ίλιντεν» για να κρυφτούν οι «γκρίζες ζώνες» της συμφωνίας
Με πολλές «γκρίζες ζώνες», ασάφειες και με υποτιθέμενες εκπλήξεις για νέο όνομα στο τραπέζι προχωρά με ταχείς ρυθμούς η διαδικασία που τελικά οι δύο πρωθυπουργοί Αλέξης Τσίπρας και Ζόραν Ζάεφ αποφάσισαν, ώστε εντός του Ιουνίου να υπάρξει λύση στο θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ.
Έτσι, ξαφνικά, όλα τα φώτα επικεντρώθηκαν στη νέα ονομασία που πρότεινε ο κ. Ζάεφ και φαίνεται να αποδέχεται η Αθήνα, η οποία μπορεί ως ονομασία να γίνει αποδεκτή και από την αντιπολίτευση στα Σκόπια, αφήνει όμως ανοικτούς λογαριασμούς με την Ιστορία και προδιαγράφει ότι σύντομα από τη σύνθετη ονομασία θα απομείνει μόνο το «Μακεδονία».
Η ονομασία αυτή είναι Republika Ilindenska Makedonija και παραπέμπει στο Ίλιντεν και την εξέγερση του 1903, που υποκινήθηκε από τους βουλγαρόφωνους κατοίκους της σημερινής περιοχής που καταλαμβάνουν τα Σκόπια αλλά και τις φιλοβουλγαρικές «μακεδονικές» οργανώσεις που είχαν βάση στη Θεσσαλονίκη εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε μια προσπάθεια δημιουργίας ενός «μακεδονικού» κράτους, που θα είχε ως στόχο την απελευθέρωση όλης της «Μακεδονίας».
Η εξέγερση ονομάσθηκε έτσι από την εορτή του Προφήτη Ηλία, κατά την οποία ξεκίνησε, και μέχρι πέρυσι αποτελούσε σοβαρό θέμα αντιπαράθεσης με τη Βουλγαρία, που θεωρούσε ότι η εξέγερση έγινε από το βουλγαρικό στοιχείο και ότι το υποτιθέμενο «μακεδονικό» έθνος δεν είναι τίποτε περισσότερο από βουλγαρικό φύλο.
Πέρυσι, όμως, με τη συνθήκη που υπέγραψαν οι κ. Ζάεφ και Μπορίσοφ, συμφωνήθηκε να αποτελέσει το Ίλιντεν μέρος της κοινής ιστορικής κληρονομιάς των δύο χωρών.
Η ονομασία που πρότεινε ο κ. Ζάεφ παρουσιάζει πολλά προβλήματα, καθώς το Ilindenska Makedonija δεν μεταφράζεται στα αγγλικά και συνεπώς πολύ σύντομα θα αντικατασταθεί στην πράξη από το «Macedonia», δεν έχει καμία σχέση με γεωγραφικό προσδιορισμό, όπως ήταν η αρχική ελληνική θέση, ώστε να διαχωρίζεται η ελληνική Μακεδονία από το μέρος εκείνο της γεωγραφικής έννοιας της Μακεδονίας που ανήκει στην ΠΓΔΜ, και μάλιστα εισάγει έναν ιδιότυπο αλυτρωτισμό, καθώς το Ίλιντεν συμβολίζει την αφύπνιση του «μακεδονικού» στοιχείου για την απελευθέρωση ολόκληρης της «Μακεδονίας» από τον οθωμανικό ζυγό, συμπεριλαμβάνοντας φυσικά και την ελληνική Μακεδονία.
Ενώ η ονομασία θεωρητικά προσφέρει διαχωρισμό από την ιστορική κληρονομιά της αρχαίας Μακεδονίας, καθώς αποδέχεται τη σλαβική αν όχι και τη βουλγαρική ταυτότητα, διατηρεί τον αλυτρωτισμό. Γι’ αυτό εξάλλου υπήρχε πάγια διεκδίκηση για αφαίρεση των αναφορών στο Ίλιντεν και στη Δημοκρατία του Κρουσόβου από το προοίμιο του Συντάγματος.
Απόλυτο σκοτάδι…
Καθώς όμως οι δύο κυβερνήσεις μπαίνουν στην τελική ευθεία των διαπραγματεύσεων και ενημερώνουν τους ανώτατους άρχοντες και τους αρχηγούς των κομμάτων, υπάρχει ακόμη πλήρες σκοτάδι για το τι περιλαμβάνει αυτή η συμφωνία. Επιπλέον, η διαρροή για το νέο όνομα που πρότεινε ο κ. Ζάεφ πιθανότατα έγινε εσκεμμένα, όχι μόνο για να διευκολυνθεί ο ίδιος και να καλοπιάσει το εθνικιστικό VMRO-DPMNE, που τιμά το Ίλιντεν ως έκφραση του «μακεδονικού εθνικισμού», αλλά και για να υποβαθμιστεί η συζήτηση για τις άλλες πτυχές της συμφωνίας.
Ένα προβληματικό όνομα θα μπορούσε να ισοσταθμισθεί με μια καλή λύση σε άλλα, σημαντικά ζητήματα, όπως η erga omnes χρήση του και η κατοχύρωσή του μέσω συνταγματικής αλλαγής. Συγχρόνως θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ενδεχόμενη προσπάθεια συντήρησης του προβλήματος μέσω των θεμάτων της ταυτότητας.
Η αναγνώριση της γλώσσας ως «μακεδονικής» ή «Makedonski», έστω και με επεξηγηματική δήλωση ότι ανήκει σε σλαβική οικογένεια γλωσσών, είναι προφανές ότι οδηγεί (μαζί με τη δύσκολη αναφορά σε «εθνικότητα “of the Republika Ilindenska Makedonija”») σε πρακτική διολίσθηση και κατοχύρωση «μακεδονικής» γλώσσας και εθνικότητας.
Πλήρης υποχώρηση
Η Αθήνα, σε μια ακόμη παραχώρηση προς την άλλη πλευρά, σπάζοντας την κόκκινη γραμμή της, αφήνει να εννοηθεί και έχει διαμηνύσει στα Σκόπια ότι εφόσον οι δύο πρωθυπουργοί υπογράψουν τη συμφωνία, ακόμη και αν δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία επικύρωσής της, σε μια κίνηση καλής θέλησης θα ψηφίσει υπέρ του καθορισμού ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων της ΠΓΔΜ με την ΕΕ, που αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, ακόμη κι αν δεν ανοίξουν διαπραγματευτικά κεφάλαια.
Ένα βήμα που θα το κερδίσει χωρίς να έχει κάνει αλλαγές στο Σύνταγμα και ενώ θα διατηρείται η συνταγματική ονομασία…
Βεβαίως, μέχρι τώρα οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τα Σκόπια και ο κ. Ζάεφ έχουν αποδεχθεί την erga omnes χρήση της νέας ονομασίας και τη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά όλα αυτά θα πρέπει να αποδειχθούν στην πράξη και να αποτυπωθούν με απόλυτη σαφήνεια στη συμφωνία.
Διαφορετικά θα είναι μια προβληματική συμφωνία, η οποία πολιτικά θα μπορέσει ίσως να περάσει στην Ελλάδα με τις ψήφους ΣΥΡΙΖΑ και Ποταμιού (προκαλώντας μάλλον ευχάριστα συναισθήματα στη ΝΔ, που θα απαλλαγεί από ένα πρόβλημα που μπορεί και να τη διασπάσει), αλλά πολιτικά θα είναι αδύναμη και πρακτικά δεν θα είναι βιώσιμη. Και φυσικά θα πρέπει να διαχειρισθεί την άρνηση του κ. Καμμένου όχι μόνο να ψηφίσει μια λύση με τον όρο «Μακεδονία» αλλά και τη δέσμευσή του ότι δεν θα επιτρέψει σε κάποια κυβέρνηση να παραχωρήσει τον όρο «Μακεδονία»…
Εάν η κυβέρνηση επιχειρήσει να περιορίσει τις «γκρίζες ζώνες» και να μην αφήσει περιθώρια παρερμηνειών, τότε πιθανότατα ο κ. Τσίπρας θα μπορεί, ενισχύοντας το προσωπικό ηγετικό προφίλ του, να εμφανισθεί ως ισχυρός παράγοντας στα Βαλκάνια, που έχει το θάρρος να λύνει προβλήματα δεκαετιών, όπως το Σκοπιανό, και έτσι να μπορέσει να ζητήσει και την ενίσχυση των συμμάχων και εταίρων στην προσπάθειά του για το χρέος και την ανάκαμψη της οικονομίας.
Αν και ο κ. Τσίπρας ποντάρει στην προσέλκυση και όλων εκείνων των πολιτών που δεν πίστεψαν στο ονοματολογικό, θα έχει συγχρόνως να αντιμετωπίσει ο ίδιος πια την οργή της «πλατείας» και των χιλιάδων πολιτών που πιστεύουν ότι δεν έπρεπε να παραχωρηθεί ο όρος «Μακεδονία» και ότι τελικά η εξασθένηση της χώρας από τα Μνημόνια οδηγεί και σε εθνικές παραχωρήσεις.
Μετά από σχεδόν 27 χρόνια, για πρώτη φορά η Ελλάδα θα βρεθεί ενώπιον των δύσκολων επιλογών του «μακεδονικού» ζητήματος, που δεν είναι πια μόνο ονοματολογικό.
Κωνσταντίνος Τσάκαλος