Τα σκιάδια

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Ίσως έπρεπε να συσταθεί μια επιτροπή και αφού μελετήσει σε βάθος τον Έλληνα να αποφανθεί επιστημονικώς «τι σόι πράμα άνθρωπος είναι, τέλος πάντων». Διότι παρέμεινε ο ίδιος, αναλλοίωτος και απαράλλακτος από αρχαιοτάτων χρόνων, με τα ίδια πάντοτε κουσούρια. Και ίσως είχε δίκαιο ο μακαρίτης ο γιατρός του βασιλέα Όθωνα, που έλεγε πως «ο Θεός και ο Έλληνας κάνουν ό,τι κατέβει στο κεφάλι τους και δεν δίνουν λόγο των πράξεών τους σε κανέναν…».

Το σημερινό μας αφήγημα συνέβη την άνοιξη του 1859, τότε που οι φοιτητές είχαν απεριόριστο σεβασμό στους καθηγητές τους, δεν τους έχτιζαν στα γραφεία τους, η δε διδασκαλία τους δεν αμφισβητείτο, αλλά τα λεγόμενά τους ήσαν «Ευαγγέλιον». Αλλά ας πάρουμε τα πράματα από την αρχή. Ήταν πολύ της μόδας ή «του συρμού», κατά την ορολογία της εποχής, κάτι καπέλα που φορούσαν οι χωρικοί της Κεντρικής Ευρώπης, για να μην τους καίει ο ήλιος στις αγροτικές τους εργασίες.
Ίσως ένα τέτοιο καπέλο έφερε μαζί του κάποιος Βαυαρός του Όθωνα και αμέσως έγινε περιζήτητο από τους Αθηναίους, που το βάφτισαν στα ελληνικά «σκιάδιον», και έβγαζαν μπόλικο παραδάκι οι εισαγωγείς του από την αλλοδαπή.

Ένα μεσημέρι, στο τραπέζι, μεταξύ «τυρού και αχλαδιού», διερωτήθηκε ο υπουργός των Εξωτερικών Ραγκαβής γιατί ξοδεύεται πολύτιμο συνάλλαγμα σε εισαγωγές σκιαδίων και δεν παίρνουν ελληνικά, που είναι το ίδιο καλά και χωρίς δασμούς. Έτρωγε όπως κάθε μεσημέρι ο κύριος υπουργός και στο τραπέζι παρακαθόταν και ο γιος του Κλέων, που πήρε τοις μετρητοίς τα λεγόμενα του πατέρα του περί οικονομίας συναλλάγματος και ξεσήκωσε τους φοιτητές, που ανέκαθεν ήσαν κατά των ξένων. Γρήγορα προσάρμοσαν τις αγορές τους στα ελληνικά προϊόντα και με φρίκη είδαν οι εισαγωγείς καπελάδες να περιορίζονται οι εισαγωγές σε σκιάδια.

Τίποτα δεν είχαν να ζηλέψουν τα αγροτοκάπελα της Σίφνου από τα εισαγόμενα εκ του εξωτερικού, πλην της μεγάλης ζημίας που υφίσταντο οι εισαγωγείς από την προτίμηση των φοιτητών στα ελληνικά.
Κάθισαν λοιπόν και μελέτησαν την κατάσταση και καταλήξανε στην απόφαση να διαπομπεύσουν εκείνους που αποφεύγουν τα ξένα και προτιμούνε τα ντόπια. Έτσι, το πρωί της 10ης Μαΐου, στη βόλτα στο Πεδίον του Άρεως, εμφανίστηκαν νεαροί με σκισμένα και ρυπαρά σκιάδια, γαρνιρισμένα με κορδέλες άσπρες και γαλάζιες, υπονοώντας πως είναι ελληνικά.

Ήσαν υπάλληλοι των εισαγωγέων. H εμφάνισή τους θεωρήθηκε μεγάλη προσβολή των φοιτητών και μαθητών και δεν άργησαν να έλθουν στα χέρια, οπότε και επενέβη η αστυνομία, με τη σύλληψη τριών μαθητών, που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι των επεισοδίων.

Είναι πολύ παλιά η συνήθεια της αστυνομίας να συλλαμβάνει όσους δεν φταίνε, έτσι και εκείνο το πρωινό αντί να στραφεί κατά των ταραχοποιών με τα σκισμένα σκιάδια, που ήσαν δεδομένοι προβοκάτορες, αυτούς δεν τους άγγιξε καθόλου, αλλά, επιπλέον, ο αστυνομικός διευθυντής αρνούνταν να απελευθερώσει τους τρεις μαθητές που είχαν συλλάβει τα όργανά του.

Οι φοιτητές, λόγω των συλλήψεων, ζήτησαν την παραίτηση του αστυνομικού διευθυντού, ο οποίος αρνήθηκε. Πιθανόν να προέβαλε το επιχείρημα: «Εδώ, με τόσα και τόσα και δεν παραιτούνται. Θα παραιτηθώ εγώ για ένα τρύπιο καπέλο;».

Μετά οι οργισμένοι φοιτητές ζήτησαν να τους δεχθεί ο βασιλεύς, για να κάνουν σε εκείνον τα παράπονά τους. Αλλά και εκείνος με μια αστεία δικαιολογία αρνήθηκε να τους δεχθεί. Γεμάτοι οργή οι φοιτητές, οι μαθητές και πολύς λαός της Αθήνας συγκεντρώθηκε την επομένη στο προαύλιο του Πανεπιστημίου και ό,τι ήθελε προκύψει.

Βλέποντας τη συγκέντρωση να μεγαλώνει, ο υπουργός Στρατιωτικών διέταξε ισχυρή δύναμη να τη διαλύσει με επίθεση κατά του… πανεπιστημιακού ασύλου. Ούτε σε παλαβό να το πεις στους φαντάρους, στο «πιτς φυτίλι» είχαν διαλύσει την πολυπληθή συγκέντρωση. Ο πρωθυπουργός, βλέποντας πως η κατάσταση κάθε ημέρα εκτραχύνεται, αντί να εξομαλύνεται, προχώρησε σε μερικά δημοφιλή μέτρα.

Έπαυσε τον αστυνομικό διευθυντή Αθηνών, απελευθέρωσε τους τρεις συλληφθέντες μαθητές και απαγόρευσε να γίνεται λόγος για σκιάδια. Έτσι, ο πολυτάραχος λαός και η πρωτεύουσα ηρέμησαν, η δε Αθήνα λίγο έλειψε να αιματοκυλισθεί και πάλι, κάτι που γινόταν για ψύλλου πήδημα.


Σχολιάστε εδώ