Η Τελευταία Πράξη
Υπό
JOHN GALT
Όσο ευκολότερα μιλούν οι πολιτικοί -κυβέρνηση και αντιπολίτευση- για αλλαγή του συστήματος της Μεταπολίτευσης, τόσο δυσκολότερα μπορούν να εξηγήσουν με αξιοπιστία γιατί δεν δημιουργούν, αποδεσμευόμενοι από τη Μεταπολίτευση. Ίσως γιατί τους δεσμεύει η πολιτική ορθότητα του «άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε» και ο πολιτικός καιροσκοπισμός των fake news.
Μου το υπενθύμισε η φράση του κ. πρωθυπουργού στην επαγγελματία της Μυτιλήνης, όταν εκείνη του παραπονέθηκε για τη διεύρυνση της εφαρμογής των συντελεστών ΦΠΑ. Σκέφτηκα ότι, παρ’ όλη την κρίση και την υποβάθμιση της κοινωνικής ζωής την τελευταία δεκαετία, η «Μεταπολίτευση είναι εδώ, ενωμένη, ισχυρή». Ο πρωθυπουργός απάντησε, με τον αυθορμητισμό που τον χαρακτηρίζει, «τι να κάνω, μωρέ», υπονοώντας ότι οι κακοί ξένοι δανειστές μας επέβαλαν να έχουμε το ίδιο φορολογικό σύστημα σε όλη τη χώρα. Κι επειδή για όσα συνέβησαν στη Μεταπολίτευση καμία πολιτική παράταξη δεν είναι άμοιρη ευθυνών, είναι ενδιαφέρον να υπογραμμίσουμε ότι ούτε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πήρε θέση στη συγκεκριμένη εκφορά του λόγου του κ. πρωθυπουργού. Δηλαδή, την ίδια απάντηση θα έδινε στη συγκεκριμένη επαγγελματία κι ο κ. Μητσοτάκης;
Το δράμα που ξεκίνησε το 2009, αν και στην ουσία εξελίσσεται με διάφορες μορφές από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα, μέσα από τις συμπληγάδες της διαπλοκής ή τις συμπλεγματικές μορφές των πρωταγωνιστών της, πέτυχε οικονομική ανάπτυξη, κλωτσώντας τον ντενεκέ των ατομικών μας ευθυνών για σαράντα ολόκληρα χρόνια. Σε όλα τα πράγματα όμως υπάρχει κι η κάθαρση.
Η χώρα μας, μια φτωχή βαλκανική περιοχή, έζησε, αναπτύχθηκε και κράτησε τα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης ακέραια. Το γεγονός ότι η επιτυχία αυτή οφείλεται και στη βοήθεια που λάβαμε το αναγνωρίζουμε μόνο στις προσωπικές μας στιγμές, με τον ψυχολόγο ή με τον πνευματικό μας. Εκεί, με ειλικρίνεια παραδεχτήκαμε ότι η οικονομική και κοινωνική ευμάρεια οφείλεται στο «ανήκουμε στη Δύση». Δημόσια, όμως, επιλέξαμε το ευκολότερο. Υποβαθμίσαμε την αξία της αλλαγής του καθεστώτος της Μεταπολίτευσης, ώστε να αποφύγουμε την αλλαγή του. Από την αριστερής απόχρωσης έκφραση του κ. πρωθυπουργού, με νόημα, «σε κατανοώ, αλλά τι να κάνω τώρα», μέχρι τη σιωπηλή αποδοχή από την αντιπολίτευση, που μεταφράζεται ως «ας μη μιλήσουμε και ας επωφεληθούμε του πολιτικού κόστους των αντιπάλων», η στρατηγική έχει ένα σταθερό σημείο, την εξουσία.
Ας προχωρήσουμε με μία παρένθεση, επειδή κέρδη και εξουσία είναι συμπληρωματικές και όχι υποκατάστατες έννοιες. Ας μεταφερθούμε από τον χώρο της πολιτικής στον χώρο των κερδών και της επιχειρηματικότητας. Πρωταγωνιστές δύο τολμηροί εκπρόσωποι των τάσεων του σύγχρονου επιχειρείν, ο σοφός γέρος της Όμαχα Γουόρεν Μπάφετ και ο καινοτόμος και για πολλούς «τρελός» επιχειρηματίας Έλον Μασκ. Και οι δύο είναι αυτοδημιούργητοι. Ο πρώτος, με μεγάλη απόσταση, ο πιο πετυχημένος διαχειριστής κεφαλαίων στην ιστορία του 20ού αιώνα.
Ο δεύτερος, συνεχιστής της μεγάλης γενιάς των αμερικανών καινοτόμων επιχειρηματιών του 20ού αιώνα, κατασκευαστής αυτόνομων ηλεκτρικών αυτοκινήτων, μπαταριών λιθίου κ.ά. Προέκυψαν λεκτικοί διαξιφισμοί μεταξύ των δύο και διάσταση απόψεων ως προς το εξής: Το επιχείρημα του Μασκ, ότι το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να περιφρουρήσει μία επιχείρηση είναι η καινοτομία και όχι, όπως υποστήριξε ο Μπάφετ, η προστασία του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Σε τι διαφέρει όμως η καινοτομία από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος;
Ορθά, για πολλούς, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μιας επιχείρησης είναι η πίστη της προς την καινοτομία. Τη στιγμή όμως που η επιχείρηση αντιλαμβάνεται ότι τα όριά της έχουν φτάσει στο τέλος, η καινοτομική της δυναμική παίζει την τελευταία της πράξη. Είναι τότε, λέει ο Μασκ, που η επιχείρηση στρέφεται σε άλλες επιλογές, με στόχο την προστασία του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος και την προστασία των κερδών. Αντί, ως θα όφειλε, η παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία επί δεκαετίες να στοχεύει στην καινοτομία των μηχανών εσωτερικής καύσης, επένδυσε στον προστατευτισμό, με αποκορύφωμα την παραβατική συμπεριφορά στην τήρηση των περιβαλλοντικών κανόνων. Και όταν η παραβατικότητα αποκαλύφθηκε, είπαν όλοι μαζί «ε, τι να κάνουμε (μωρέ), έπρεπε να προστατεύσουμε την απασχόληση στη Βαυαρία».
Επιστροφή στα δικά μας. Υπογράψαμε τρία -με άλλη μέτρηση τέσσερα- Μνημόνια. Οι θεσμικές αλλαγές που συμφωνήσαμε οδηγούσαν τη χώρα σε μία ολιστική αλλαγή των δεδομένων της Μεταπολίτευσης. Από την αγορά κεφαλαίων και πίστης στην αγορά γνώσης και υγείας. Από την άμυνα και τη δικαιοσύνη στην αξιολόγηση και στην αποτελεσματικότητα του Δημοσίου. Από την άσκηση της πολιτικής και την οργάνωση των κομμάτων μέχρι τον εκλογικό νόμο και τη διακομματική συνεργασία. Από τον ορισμό της κοινωνικής πολιτικής μέχρι την κατανομή και την αναδιανομή των κοινωνικών βαρών. Όπως σημειώναμε στην ίδια στήλη, οι περισσότεροι συμφωνήσαμε για το τέλος της εποχής της αστακομακαρονάδας.
Από τα διεθνή φόρα μέχρι τους καφενέδες του χωριού, πολύ σύντομα θα κληθούν οι πολιτικοί μας να απαντήσουν στο απλό ερώτημα: Οι αλλαγές στις δομές, που νομοθετήσαμε, είτε τις εφαρμόσουμε είτε όχι, αποτελούν καινοτομία για την οικονομία μας κατά Μασκ ή αποτελούν, όπως μας λέγατε μέχρι τώρα, προστασία του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος παραμονής στην εξουσία, κατά Μπάφετ;
Κι επειδή είναι πρόσφατη η συζήτηση στη Βουλή για τα θέματα υιοθεσίας, ποια θα είναι η θέση των πολιτικών ηγετών μας; Ένα ολιστικό πρόγραμμα που θα ανατρέψει τα πάντα και θα μας επαναφέρει στην κατάσταση πριν από τα Μνημόνια ή ένα πρόγραμμα περαιτέρω εμβάθυνσης των διαθρωτικών αλλαγών στον άξονα των Μνημονίων; Θα πορευτούμε με την επικάλυψη της ορθότητας του κοινού ΦΠΑ για τα ίδια προϊόντα ή με το «τι να κάνουμε, μωρέ»; Με την «κατάργηση του Μνημονίου με ένα άρθρο κι έναν νόμο» ή με την προσπάθεια να σχηματίσουμε μία καινοτόμο θεσμική αλλαγή σε όλα τα επίπεδα, σύμφωνα με τον προσανατολισμό της χώρας στα ευρωπαϊκά επίπεδα; Με την τακτική της διγλωσσίας μεταξύ Βουλής και καφενέ ή με μία κοινή λογική, απόλυτα ταυτισμένη με την πολιτική αλήθεια στον δημόσιο διάλογο;
Η τελευταία πράξη στο δράμα ήδη παίζεται. Οι κουρτίνες έχουν σηκωθεί και οι πρωταγωνιστές βρίσκονται στη σκηνή. Κάποιοι επιμένουν να μονολογούν ότι ο από μηχανής θεός θα έχει τη μορφή της πολιτικής λύσης. Το σενάριό τους έχει βάση, αν, όπως συνέβη μέχρι σήμερα, η χώρα επιλέξει να τραβάει τα φώτα, όχι της ράμπας, αλλά της ευρωπαϊκής ανασφάλειας. Άρα, στασιμότητα, περιθωριοποίηση και μάχη για την ανάκτηση της μιζέριας. Κάποιους τους βολεύει, αρκεί να μην τους στοιχίζει. Εξασφαλίζουν τις απαιτήσεις τους και κάνουν τα στραβά μάτια, ξεχνώντας ακόμη και την αναδιάρθρωση του χρέους.
Η αντιπολίτευση σιωπά, όχι από αμηχανία, αλλά από τακτικισμό. Ίσως όμως ήρθε ο καιρός να προβληματιστεί. Η εκλογική βάση, που τη στήριξε το 2015, την ψήφισε για την ομαλότητα και την ανάπτυξη ή για την κατάργηση του ΦΑΠ και την επιστροφή στα παλαιά, κομματικά κεκτημένα της Μεταπολίτευσης;