Προς «μαύρο μέτωπο»: Αναμείνατε στο ακουστικό σας…


Του
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ
Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών


Η εμπλοκή, η σύνθετη και αμφιλεγόμενη (σε κάθε περίπτωση) σχέση των οικονομικών συμφερόντων και του Τύπου με την εκάστοτε πολιτική – κυβερνητική εξουσία έχει μακρά παράδοση στη χώρα μας.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο Τύπος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 διαδραμάτιζε έναν έμμεσο πολιτικό ρόλο: Εκείνο του συμπληρωματικού στοιχείου της εκάστοτε κυβέρνησης και των κομμάτων, προσφέροντας (έναντι ανταλλαγμάτων τις περισσότερες φορές) τον ρόλο του προπαγανδιστή και του υποστηρικτή της πολιτικής εξουσίας προς το κοινωνικό-εκλογικό σώμα… Χωρίς να λείπουν οι ανοικτές παρεμβάσεις, όπως το 1965 και το 1989…

Όμως αυτή η εποχή πέρασε ανεπιστρεπτί… Η εισβολή της ιδιωτικής τηλεόρασης, με τη μέθοδο της διαρπαγής των συχνοτήτων από ορισμένους επιχειρηματίες, σε συνδυασμό με τη σταδιακή επικυριαρχία του νεοφιλελεύθερου – αγοραίου προτύπου οδήγησε στη σύμφυση των επιχειρηματικών συμφερόντων με τα ΜΜΕ, τα οποία μετατράπηκαν τελικώς σε ακραίους προπαγανδιστικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς της νέας σύγχρονης πολιτικοοικονομικής (άτυπης μεν αλλά πανίσχυρης) εξουσίας, που συμβολοποιείται σήμερα με τον όρο «διαπλοκή».

Το σύστημα της διαπλοκής εξελίχθηκε και αυτό, όπως άλλωστε όλα τα οικονομικοπολιτικά φαινόμενα, μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν…

Στην πρώτη φάση, της αστικής νομιμοφάνειας, οι συναντήσεις και οι δουλειές κλείνονταν στις επίσημες δεξιώσεις και στις φιλανθρωπικές εκδηλώσεις.

Στη δεύτερη φάση ήρθαν οι προμήθειες και οι μίζες… Η διαπλοκή -ιδιαίτερα κατά την περίοδο του σημιτικού εκσυγχρονισμού- απέκτησε πολιτική εξουσία και εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το φαινόμενο του επικοινωνιακού ολοκληρωτισμού, όταν όλα τα ΜΜΕ (με ελάχιστες εξαιρέσεις) στήριξαν, πάση δυνάμει, το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα μέχρι της τελικής πτώσης του…

Η διαπλοκή ως άτυπο πολιτικό κόμμα
Στις ημέρες μας βιώνουμε το τρίτο, το ανώτατο στάδιο της συστημικής διαπλοκής, αυτό της εγκληματικής της δράσης…

Είναι γεγονός ότι η περίοδος των Μνημονίων, πέραν των καταστροφικών οικονομικοκοινωνικών της επιπτώσεων, έπληξε καίρια την ίδια τη Δημοκρατία, το πολιτικό σύστημα, τις ύπατες θεσμικές εξουσίες.

Οι φορείς της διαπλοκής κατέστησαν φυσικοί σύμμαχοι των δανειστών και πολλές φορές υπερακόντισαν όσον αφορά τη λήψη μέτρων που περιελάμβαναν την πλήρη αποδιοργάνωση και ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών θεσμών, την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, το ξεπούλημα της εθνικής-δημόσιας περιουσίας.

Γι’ αυτό και τα συστημικά ΜΜΕ μετατράπηκαν αυτόματα σε ιδεολογικούς και πολιτικούς μηχανισμούς της «τρόικας» και των δανειστών, τρομοκρατώντας, εκβιάζοντας και απαξιώνοντας έναν ολόκληρο λαό.
Στην πρώτη πενταετία της εποχής των Μνημονίων η διακυβέρνηση στη χώρα μας είχε μεν ως επίσημο, τυπικό εκπρόσωπο το δίδυμο ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, όμως δίπλα (και πολλές φορές επάνω) από το δίδυμο αυτό υπήρχε ως πόλος εξουσίας το σύστημα της διαπλοκής. Η συνεργασία μεταξύ των δύο αυτών πόλων υπήρξε αρμονική και η δράση τους πολλές φορές συμπληρωματική.

Αυτό ακριβώς το καθεστώς της παράλληλης και συμπληρωματικής δράσης το βιώνουμε στη νέα του φάση από το 2015 μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα στις πλέον κρίσιμες περιόδους, όπως αυτές του δημοψηφίσματος και των εκλογικών αναμετρήσεων του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου του 2015, το σύστημα της οικονομικοπολιτικής διαπλοκής έδωσε τα ρέστα του και απεκάλυψε ανενδοίαστα το στυγνό αντιδημοκρατικό του πρόσωπο.

Σήμερα η κλεψύδρα του πολιτικού χρόνου μετρά αντίστροφα για την πολυπλόκαμη «Λερναία Ύδρα» της διαπλοκής. Δεν μπορεί να χωνέψει το γεγονός ότι η προσδοκία της «αριστερής παρένθεσης» έχει ακυρωθεί οριστικά και ότι πρέπει να αντιμετωπίσει η ίδια μια νέα πραγματικότητα που προκαλεί τρόμο τόσο στους φορείς της διαπλοκής όσο και στους κομματικούς της εκπροσώπους…

Γι’ αυτό και αυτές οι λυσσώδεις, ιταμού χαρακτήρα, αντιδράσεις.

Ο Β. Μαρινάκης δεν τηλεφώνησε μεσάνυχτα Σαββάτου στον κυβερνητικό εκπρόσωπο για να τον προειδοποιήσει σε μια στιγμή έξαψης ή οργής… Ενήργησε σύμφωνα με τους κανόνες του «εθιμικού δικαίου», μέσα στο οποίο λειτουργεί ακωλύτως το όλο σύστημα. Με τηλεφωνήματα και μέσω offshore εταιρειών κλείνονται οι «δουλειές», συμφωνούνται οι κοινές πολιτικές στάσεις και δράσεις κατά της κυβέρνησης, ενώ από κοινό «γραφείο Τύπου» εκδίδονται τόσο οι ανακοινώσεις των συστημικών κομμάτων όσο και των επιχειρηματιών της διαπλοκής.

Ο Β. Μαρινάκης δεν τηλεφώνησε σαν ένας οργισμένος από μια άδικη μεταχείριση επιχειρηματίας. Έδρασε ψύχραιμα ως υπαρκτή, αναγνωρισμένη και πολιτικά δρώσα εξουσία.

Γιατί από τη στιγμή που συγκροτήθηκε το «μαύρο μέτωπο», το οποίο έχει θέσει ως στρατηγικό στόχο, ως οντολογικό όρο της ύπαρξης και της επιβίωσής του τη -με κάθε τρόπο- ανατροπή της κυβέρνησης και τη θριαμβευτική παλινόρθωσή του στην εξουσία, οι εταίροι που το αποτελούν, πολιτικά κόμματα και επιχειρηματικοί παράγοντες, απέκτησαν ισότιμη εξουσία.

Β. Μαρινάκης: Το κράτος είμαι εγώ
Αυτήν την πολιτική εξουσία χρησιμοποιεί τώρα ο Β. Μαρινάκης. Γιατί πέρα από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες κατέστησε φέουδό του τον Πειραιά, μπορεί ανά πάσα στιγμή να κινητοποιήσει τις «επίλεκτες ταξιαρχίες» των οπαδών του Ολυμπιακού για την υποστήριξη του ιδίου και των συμφερόντων του, ενώ ταυτόχρονα αγοράζει και ανοιγοκλείνει εφημερίδες και κανάλια, έχοντας ως μόνιμο στόχο την απαξίωση και συκοφάντηση της κυβέρνησης.

Αυτήν τη σύνθετη μορφή εξουσίας αξιοποιεί σήμερα ο Β. Μαρινάκης, όπως και ο κάθε «Μαρινάκης» που ανήκει στον ίδιο εκλεκτό κόσμο, ημίκοσμο και υπόκοσμο της διαπλοκής. Γι’ αυτό και στην πρόσφατη ανακοίνωσή του δεν χρησιμοποιεί μόνο ύβρεις και βαρείς χαρακτηρισμούς κατά του πρωθυπουργού και του κυβερνητικού εκπροσώπου, αλλά, παράλληλα, ως εκπρόσωπος του «κόμματος της διαπλοκής», προχωρεί σε ανοικτή πολιτική παρέμβαση και τοποθέτηση, που δεν διαφέρει σε τίποτα ούτε στο περιεχόμενο ούτε στις λεκτικές διατυπώσεις από ανάλογες ανακοινώσεις της ΝΔ.

Ο Β. Μαρινάκης κατηγορεί την κυβέρνηση ότι μαζί με τον ίδιο «ενοχοποιεί την αντιπολίτευση για να παραμείνει στην εξουσία». Διαπιστώνει μάλιστα ότι η κυβέρνηση «επιχειρεί να αποκαταστήσει την απόλυτη αδυναμία της να αρθρώσει πολιτικό λόγο με την ύβρη και τη συκοφαντία»…

Εφ’ όλης της ύλης κομματική κριτική: Για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την αντιπολίτευση (με κίνδυνο να προκαλέσει ζημιά στη ΝΔ), για την έκλειψη του πολιτικού της λόγου, για το πού οδηγεί τη χώρα η κυβέρνηση…

Αυταρχισμός, οίηση, περιφρόνηση των δημοκρατικών θεσμών. Κι όμως ο Β. Μαρινάκης οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη με βάση ένα συγκεκριμένο κατηγορητήριο, που αφορά την ύπαρξη μιας τεράστιας ποσότητας ναρκωτικών στο «Noor 1», σε μια υπόθεση που εκτείνεται σε ένα διεθνές δίκτυο και καταμετρά ήδη πέντε -τουλάχιστον υπόπτους- θανάτους.

Ουδείς προδίκασε ή προδικάζει την ενοχή ή μη του Β. Μαρινάκη. Ο ίδιος και οι συνήγοροί του έχουν την ευκαιρία και το απόλυτο δικαίωμα να αποδείξουν την αθωότητά του.

Γι αυτό και αυτή ακριβώς η ακραία -και εκχυδαϊσμένη συχνά- επίθεση κατά της κυβέρνησης, πέραν του στρατηγικού στόχου της ανατροπής της, βάλλει και κατά της ίδιας της Δικαιοσύνης.

Δύο εκδοχές σ’ αυτήν την περίπτωση μπορούν να υπάρξουν: Σύμφωνα με την πρώτη ο Β. Μαρινάκης φοβάται την απόφαση της Δικαιοσύνης και επιδιώκει να την απονομιμοποιήσει εκ των προτέρων ως προϊόν κυβερνητικής παρέμβασης.

Σύμφωνα με την έτερη -ίσως και ισχυρότερη- εκδοχή το σύστημα της διαπλοκής και οι εκπρόσωποί του θεωρούν ότι έχουν αποκτήσει ισχυρούς θύλακες πρόσβασης στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης, θύλακες τους οποίους ενεργοποιούν «όταν η περίστασις το απαιτεί»…

Θυμόμαστε καλά ότι όταν πριν από ενάμιση χρόνο εξεδικάζετο στο ΣτΕ η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣτΕ είχε δεχθεί επίθεση και προπηλακισμούς στην πλατεία Κολωνακίου από «τάγματα δράσης» της διαπλοκής προκειμένου να «συμμορφωθεί»… Αλλά και στην υπόθεση Novartis επιχειρήθηκε υφαρπαγή της υπόθεσης από το αρμόδιο δικαστικό όργανο με «πρωτοβουλία» κάποιων «πρόθυμων» δικαστικών… Είναι περιττό, τέλος, να απαριθμήσουμε ορισμένες αποφάσεις του ΣτΕ που ελήφθησαν με καθαρώς πολιτικά – κομματικά κριτήρια, τα οποία και κατεγράφησαν στα σκεπτικά των αντίστοιχων αποφάσεων…

Η προστασία της Δικαιοσύνης
Η αντιμετώπιση των άνομων και εγκληματικών πράξεων της διαπλοκής δεν είναι ασφαλώς μόνο θέμα νομικό. Τα συμφέροντα, οι μέθοδοι, τα πανίσχυρα κυκλώματα που απομυζούν τον δημόσιο και τον κοινωνικό πλούτο επιβάλλουν τη ριζική αποδυνάμωση της διαπλοκής.

Κι αυτή η σύγκρουση, η ρήξη με το σύστημα της διαπλοκής αποτελεί μια ευρύτερη, ιστορικού τύπου, αναμέτρηση καθαρά οικονομικοκοινωνικού και πολιτικοϊδεολογικού χαρακτήρα.

Σήμερα, κρίσιμες υποθέσεις που αφορούν έκνομες και εγκληματικού χαρακτήρα πράξεις του κυκλώματος της διαπλοκής βρίσκονται στα χέρια της Δικαιοσύνης. Όμως η ίδια η Δικαιοσύνη και οι λειτουργοί της θα πρέπει να μπορούν να ασκήσουν ελεύθερα και αυτόνομα τα καθήκοντά τους… Θα πρέπει να προστατευθούν από πιέσεις, εκβιασμούς και απειλητικά μεταμεσονύκτια τηλεφωνήματα…

Η έξοδος της χώρας από τα Μνημόνια, η ανάκτηση ικανών βαθμών αυτονομίας δεν μπορεί να βασισθεί αποκλειστικά στην οικονομική πρόοδο. Είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό ζήτημα και αφορά την ίδια τη Δημοκρατία και την ανασυγκρότηση των θεσμών της. Η Δικαιοσύνη, σ’ αυτήν την πορεία, σ’ αυτήν την προοπτική, έχει αποκτήσει σήμερα έναν ιστορικό ρόλο, έχει επωμισθεί ένα ιδιαίτερο βάρος, που συμπυκνώνει και περιέχει κρίσιμα κοινωνικά και θεσμικά – δημοκρατικά προβλήματα. Γι’ αυτό και ο τρόπος με τον οποίο θα χειρισθούν οι λειτουργοί της τις σημαντικές υποθέσεις που βρίσκονται σήμερα στα χέρια τους θα κρίνουν πολλά τόσο για τη δημοκρατική πορεία της χώρας όσο και για το κύρος, την αξιοπιστία και τη δεσπόζουσα θέση που πρέπει να κατέχει ο θεσμός της Δικαιοσύνης στη συνείδηση των πολιτών.


Σχολιάστε εδώ