Αναγκαία η ευρύτερη δυνατή συναίνεση μεταξύ των πολιτικών μας δυνάμεων


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Η ιστορική αλήθεια για την πυρπόληση της Σμύρνης και το πρόθυμο ακροατήριο του Ταγίπ Ερντογάν

Δίκαιη και πρέπουσα η άμεση απάντηση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου στις θέσεις που εξέφρασε ο τούρκος Πρόεδρος σε πολιτικό ακροατήριο στη Σμύρνη, όπου εγκαινίασε την προεκλογική του εκστρατεία για τις διπλές εκλογές στις 24 Ιουνίου και τόνισε ότι ήσαν οι Έλληνες που πυρπόλησαν την πόλη κατά την υποχώρησή τους το 1922 και όχι τα τουρκικά στρατεύματα του Κεμάλ Ατατούρκ. Με τις θέσεις του αυτές ο κ. Ερντογάν ασέβησε διπλά. Αφενός γιατί διαστρέβλωσε την ιστορική αλήθεια ενώπιον ενός πρόθυμου ακροατηρίου και αφετέρου γιατί δεν σεβάστηκε τη μνήμη μίας πόλης και ενός πληθυσμού της περιοχής με τη λαμπρή παράδοση του Ελληνισμού της Ιωνίας.

Οποία διαφορά με τους Ιταλούς, που, αντίθετα από τους Τούρκους, επαίρονται για το ιστορικό παρελθόν της Κάτω Ιταλίας και δεν άλλαξαν το όνομα ούτε μίας αρχαίας ελληνικής πόλης της Σικελίας και της Μεγάλης Ελλάδας!

Δεν γνωρίζω σε τι ιστορικά κείμενα στηρίχθηκε ο τούρκος Πρόεδρος για να αποδώσει στους Έλληνες την ευθύνη της πυρπόλησης της Σμύρνης. Καλό θα ήταν πάντως να του αποσταλεί ένα αντίτυπο του βιβλίου του αμερικανού προξένου George Horton, αυτόπτη μάρτυρα του θλιβερού γεγονότος της πυρπόλησης και ό,τι ακολούθησε αυτής, ο οποίος ούτε ελληνικής καταγωγής ήταν ούτε εκπροσωπούσε, τότε, μία υπερδύναμη, όπως είναι οι ΗΠΑ σήμερα. Τα λεχθέντα από τον τούρκο Πρόεδρο, προφανώς για να κερδίσει ένα δυσμενές για αυτόν εκλογικό τμήμα, δεν είναι άμοιρα συνεπειών για τα αισθήματα ενός λαού προς τον άλλον, σε μια δύσκολη περίοδο των διμερών μας σχέσεων. Δυστυχώς, οι θέσεις του κ. Ερντογάν επιβεβαιώνουν το πικρό δίδαγμα της Ιστορίας, το «vae victis» («ουαί τοις ηττημένοις») των Ρωμαίων.

Γενική είναι η πεποίθηση ότι η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν αποτέλεσμα, χωρίς βέβαια να υποτιμάμε τις τότε διεθνείς συγκυρίες και ανταγωνισμούς, του εθνικού διχασμού, ο οποίος επέτρεψε στον Ατατούρκ να διασώσει ικανό μέρος της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και το σημαντικότερο, Βενιζελικοί και φιλοβασιλικοί είχαν τελείως διαφορετικές αντιλήψεις για τη μικρασιατική εμπλοκή της Ελλάδας για την προστασία του εκεί Ελληνισμού και αντί να ενώσουν τις δυνάμεις τους ερίζανε μεταξύ τους με αποτέλεσμα την καταστροφή.

Καθώς πλησιάζει η συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή το καθεστώς Ερντογάν φαίνεται να εμπνέεται από τη νίκη αυτή και επενδύει και στην εισβολή και κατοχή συριακών εδαφών στο Αφρίν, με την ανοχή, φευ, ΗΠΑ και Ρωσίας. Η πιθανή διπλή νίκη, έστω και οριακή, στις επερχόμενες διπλές εκλογές του Ιουνίου μπορεί να έχει εξάψει τη φαντασία του Ερντογάν, ο οποίος επιθυμεί να αναδειχθεί σε σύγχρονο Σουλτάνο και ονειρεύεται «τα σύνορα της καρδιάς του». Η Μικρασιατική Καταστροφή και η πυρπόληση της Σμύρνης ανήκουν πλέον στην Ιστορία. Ασφαλώς πληγώνουν και προσβάλουν τον πολιτισμό. Πολύ πιθανό πολλές από τις ανθελληνικές εξάρσεις του κ. Ερντογάν να υπαγορεύονται από λόγους εσωτερικής σκοπιμότητας. Να αποβλέπουν σε άγρα ψήφων από την Ακροδεξιά και άλλους εθνικιστικούς κύκλους. Πολύ δύσκολο όμως να εγκαταλειφθούν από τον ίδιο ή άλλα, διάδοχα πολιτικά σχήματα. Οι διεκδικήσεις νησίδων και βραχονησίδων δεν ήταν, ασφαλώς, εφεύρημα του καθεστώτος Ερντογάν. Όμως τις υιοθέτησε.

Πολλοί διερωτώνται κατά πόσο η Άγκυρα θα επιχειρήσει μια δυναμική αναμέτρηση με την Ελλάδα στο Αιγαίο είτε από τυχαίο γεγονός είτε από σκηνοθετημένο. Η απάντηση, θετική ή αρνητική, δεν μπορεί παρά να είναι υποθετική. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να φαντασθεί κανείς ότι η Τουρκία θα επιχειρούσε μια τέτοια πολεμική περιπέτεια, για πολλούς και ποικίλους λόγους. Πρώτον, γιατί γνωρίζει ότι θα αντιμετωπίσει μία σθεναρή ελληνική αντίσταση από ετοιμοπόλεμες στρατιωτικές δυνάμεις. Η Ελλάδα, όπως είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Κοτζιάς σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξή του, δεν είναι Αφρίν. Δεύτερον, για τις πολιτικές συνέπειες για το καθεστώς Ερντογάν αλλά και την Τουρκία. Ένα έστω και περιορισμένης έντασης πολεμικό επεισόδιο θα αποξένωνε αφάνταστα τους δύο λαούς, γεγονός που θα σηματοδοτούσε την αρνητική στάση των ελληνικών κυβερνήσεων σε κάθε ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.

Η απομόνωση της Τουρκίας θα ήταν πλήρης και από πλευράς των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, που ήδη προβληματίζονται με τη συμπεριφορά της Άγκυρας. Τα ερωτήματα καθημερινώς πληθαίνουν για το αν η Τουρκία έχει επιλέξει οριστικά τον ισλαμικό δρόμο ή οι επιλογές είναι απλά ενός ονειροπαρμένου νεοσουλτάνου. Μια τρίτη διάσταση είναι εκείνη της αντίδρασης ΕΕ και ΝΑΤΟ, συλλογικά ή ανά κράτος χωριστά, απέναντι σε μια χώρα που όλο και απομακρύνεται πολιτικά και πολιτιστικά από τη Δύση. Θα πρέπει, επίσης, να σταθμιστούν και οι εσωτερικές αντιδράσεις των δυτικότροπων τουρκικών πληθυσμών των παράλιων περιοχών της χώρας, που δεν είναι ενθουσιώδεις με την απομάκρυνση της χώρας τους από τον δυτικό κόσμο.

Τέλος, το καθεστώς Ερντογάν ή παραπλήσιο πολιτικό σχήμα που θα προκύψει από τις επικείμενες εκλογές θα πρέπει να αναλογισθεί τις εσωτερικές αντιδράσεις από τους χιλιάδες απομακρυσμένους, φυλακισμένους και περιθωριοποιημένους στρατιωτικούς, δικαστικούς, δημοσιογράφους, ακτιβιστές κ.ά.

Ο Ερντογάν κατόρθωσε μέχρι στιγμής να συνενώσει τον ποικιλόμορφο τουρκικό πληθυσμό επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, το φάσμα του κουρδικού κινδύνου. Μέχρι πότε όμως; Ασφαλείς προβλέψεις για τη συμπεριφορά της Τουρκίας και το μέλλον του καθεστώτος Ερντογάν είναι πολύ δύσκολο να γίνουν. Ούτε το πώς θα συμπεριφερθεί μετά τις εκλογές σε περίπτωση που εξέλθει νικητής, που σύμφωνα με τις πρώτες σφυγμομετρήσεις του εκλογικού σώματος θεωρείται πολύ πιθανό. Από δικής μας πλευράς, επιβάλλεται διαρκής ετοιμότητα σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο, συσπείρωση του λαού και ευρύτερη δυνατή συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, με τακτικές, επίσημες και ανεπίσημες, διαβουλεύσεις σε επίπεδο ηγεσιών των πολιτικών κομμάτων αλλά και σε άτυπη μορφή.

Οι περιστάσεις και η τουρκική απειλή, που, πολύ φοβάμαι, δεν είναι παροδικές, επαναφέρουν στην επικαιρότητα τη σκοπιμότητα θέσπισης Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, με πλέον συγκεκριμένες αρμοδιότητες εκείνων του ΚΥΣΕΑ.


Σχολιάστε εδώ