Παλιές ιστορίες…
Γράφει ο
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ
Πραγματικά, είναι να απορεί κανείς με τους πανηγυρισμούς του πρωθυπουργού μας ότι τον Αύγουστο θα βγούμε από τα Μνημόνια! Δεν είναι τόσο αφελής ο Αλέξης για να μη γνωρίζει ότι στην ουσία κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Ποντάρει στην αποτελεσματικότητα της προπαγάνδας για να κοροϊδέψει τους βασανισμένους πολίτες. Οι ιδέες που διαδίδει η προπαγάνδα παρουσιάζονται με ευνοϊκό πρίσμα για να «πιάσουν». Η τεχνική αυτής της μεθοδολογίας βασίζεται στην ικανότητα αυτού που τη χρησιμοποιεί να πείσει τις μάζες για την «ορθότητα» του αχαλίνωτου ψεύδους! Ο διεθνής απατεών Γιούνκερ, όμως, δεν άφησε περιθώρια αμφιβολιών. Είπε ωμά: «Θα τηρήσετε όλες τις ‘‘υποχρεώσεις’’ σας και θα έχετε μια πιο σκληρή, μόνιμη εποπτεία…».
Τίποτα δεν αλλάζει, μόνον η… φρασεολογία! Όλοι τους –κυβέρνηση και αντιπολίτευση– έναν παράγοντα αφήνουν πονηρά στο «απυρόβλητο»: Την Ευρωπαϊκή Ένωση, που εκφράζει την ξενοκρατία και τη χειρότερη δικτατορία που είδαμε ποτέ. Και σε αυτή βασίζονται για να πάρουν από τις Βρυξέλλες το χρίσμα της εξουσίας. Τσακώνονται μεταξύ τους οι αρχηγοί και οι αρχηγίσκοι για το ποιος θα είναι ο πιο αποτελεσματικός υπηρέτης των ξένων συμφερόντων. Και το στόμα όλων αυτών στάζει… μέλι όταν κάνουν λόγο για αυτήν την αμαρτωλή «ευρωπαϊκή οικογένεια». Νομίζουν οι ευρωλάγνοι, διαφόρων ιδεολογικών χρωμάτων, ότι από τα κέντρα του ευρωπαϊσμού θα σωθούμε.
Εάν ανατρέξει οποιοσδήποτε φιλομαθής στη μακρά πορεία της Ιστορίας μας, θα διαπιστώσει ότι ουδέποτε οι ξένοι μάς υπεστήριξαν. Μας χρησιμοποιούσαν πάντα για τα δικά τους συμφέροντα κι εμείς στο τέλος ήμασταν οι χαμένοι και οι ξεγελασμένοι. Χρειάζεται να γυρίσουμε λίγο πίσω, σε μερικές ιστορίες περασμένες αλλά διδακτικές. Ενδεικτικά μόνο θα δούμε κάποιες τραγωδίες του παρελθόντος, για το πού μας οδήγησαν αυταπάτες και υπερβολικές αισιοδοξίες. Οι παλιές ιστορίες ξεκουράζουν τον αναγνώστη αλλά και τον προβληματίζουν. Εάν αγνοείς το «χθες», θα πέσεις σε τραγικά σφάλματα σήμερα.
Πρόσφατα ήταν η επέτειος του θανάτου του Κων. Καραμανλή. Ορισμένα έντυπα έκαναν αφιερώματα για να τονίσουν τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην Κοινή Αγορά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσον αφορά την ένταξη της Ελλάδος σε αυτές. Ας γυρίσουμε, λοιπόν, λίγο πίσω στον χρόνο. Όταν το 1978 γινόταν πολύς λόγος για την ένταξη της χώρας μας στην οικονομική οργάνωση της Ευρώπης, είχαμε κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας. Τότε διετυπώθη από κάποιους η πρόταση να διεξαχθεί δημοψήφισμα, ώστε να αποφανθεί ο λαός εάν επιθυμεί αυτήν την ένταξη. Η αντίδραση της τότε κυβερνήσεως υπήρξε σπασμωδική. Παρετηρήθη ταραχή. Και επηκολούθησε κατηγορηματική άρνησις. Το επιχείρημα της κυβερνήσεως ήταν ότι ο ελληνικός λαός είχε αποφανθεί επί του ζητήματος της Κοινής Αγοράς και στις εκλογές της 20ής Νοεμβρίου 1977 η Νέα Δημοκρατία, η ΕΔΗΚ, η Εθνική Παράταξις αλλά και το ΚΚΕ εσωτερικού είχαν κηρυχθεί υπέρ της ένταξης της Ελλάδος στην Κοινή Αγορά. Και έλαβον το 64% του συνόλου των ψήφων.
Φυσικά, ήταν νωρίς για να καταλάβουν όλοι αυτοί τι έκαναν. Αλλά και κάτι ακόμη. Η εκλογική συμπεριφορά των πολιτών δεν προσδιορίσθηκε κυρίως από το θέμα της Κοινής Αγοράς. Εψήφισαν επί τη βάσει άλλων κριτηρίων. Όσοι από τότε γράφαμε κατά της εντάξεως μας εχαρακτήριζαν… κομμουνιστές! Ήταν η εύκολη μομφή. Κι όμως, την ιδέα του δημοψηφίσματος είχε υποστηρίξει ο πλέον ακραιφνής, κορυφαίος αρθρογράφος της δεξιάς παρατάξεως, ο Σάββας Κωνσταντόπουλος. Στην εφημερίδα του, τον «Ελεύθερο Κόσμο», έγραφε στις 20 Μαΐου 1978: «Δεν βλέπομεν γιατί να μη κληθεί ο λαός να πει την γνώμην του επί της εντάξεως εις την Κοινήν Αγοράν. Είναι προτιμότερον να ξεκαθαριστούν τα πράγματα με ειδικήν απόφασιν του λαού, παρά να περιπλέκωνται με το αποτέλεσμα των βουλευτικών ή δημοτικών εκλογών. Ας κληθεί ο λαός εις δημοψήφισμα και ας αποφασίσει. Η κυβέρνησις όμως είναι υποχρεωμένη να μας ενημερώσει προηγουμένως υπό ποίους ακριβώς όρους θα πραγματοποιηθεί η ένταξις της Ελλάδος εις την Κοινήν Αγοράν. Διότι τίποτε το συγκεκριμένον δεν έχει ακόμη πληροφορηθεί ο λαός…».
Η Νέα Δημοκρατία δεν έδωσε ποτέ αποσαφηνίσεις για αυτούς τους όρους. Και αργότερα, όταν ήταν πλέον πρωθυπουργός ο ολετήρας Σημίτης, θα μας έβαζε πραξικοπηματικά στο «ευρώ», για να εξυπηρετήσει τα γερμανικά συμφέροντα.
Θα συνεχίσω με κάποια προσωπική ανάμνηση από τον Καραμανλή. Ήταν στα 1986. Ένα πρωί, ο ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας με ειδοποίησε να πάω να τον συναντήσω. Έτσι, την επομένη, ελάμβανα την άγουσαν προς την Πολιτεία. Με περίμενε στο σαλόνι της κατοικίας του. Από την τεράστια τζαμαρία βλέπαμε κάτω στο βάθος την Αθήνα, που ακόμα δεν είχε γίνει τερατούπολη. Ο Καραμανλής ήταν σκεφτικός και το βλέμμα του εχάνετο στον ορίζοντα. Η συζήτηση σιγά σιγά επικεντρώθηκε –με αφορμή κάποιες αντιπαραθέσεις των πολιτικών αρχηγών– στη δημοκρατική ομαλότητα και πολλά ελέγοντο περί ελευθεριών. Οι ελευθερίες των πολιτών, οι ελευθερίες του ατόμου, τα εκ της ελευθερίας προκύπτοντα αγαθά, οι κίνδυνοι δικτατορίας κ.λπ. Ο Καραμανλής μού είπε κάποια στιγμή: «Εγώ είχα προβλέψει εγκαίρως την πτώση της Δημοκρατίας, τότε που έφυγα από την Ελλάδα, αλλά δεν με άκουσαν. Γι’ αυτό έκτοτε αγωνίσθηκα…». Γι’ αυτό –μου εδήλωσε– έκτοτε αγωνίσθηκε για να συνδέσει την Ελλάδα με την Ευρώπη, ώστε να μην ξαναπαρουσιαστεί κίνδυνος δικτατορίας…
Ήταν αδύνατον εκείνη τη στιγμή να φανταστεί πόσο τραγικά είχε πέσει έξω. Διότι, χωρίς να το υποψιάζεται, έσπρωξε την Ελλάδα στην πιο ύπουλη και απαίσια δικτατορία των ξένων τραπεζιτών που μπορούσε να διανοηθεί άνθρωπος. Όπως πάντα, οι ξένοι και οι «σύμμαχοι» θα μας πρόδιδαν κατά τον χειρότερο τρόπο. Αν και προερχόμενος από το Λαϊκό Κόμμα, ο Καραμανλής ήταν θαυμαστής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Κι όμως, κάτι που όλοι αποφεύγουν να μνημονεύσουν είναι το γεγονός ότι με το να βασιστεί ο Βενιζέλος στους ξένους και στην Αντάντ πάθαμε τη συμφορά της καταστροφής του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Οι περισσότεροι θέλησαν να αποδώσουν σε διαφορετικά αίτια την καταστροφή. Όμως, η πικρή αλήθεια είναι άλλη.
Οι «Σύμμαχοι» μας εκμεταλλεύτηκαν για τους σκοπούς τους κι όταν δεν μας χρειάζονταν, μας εγκατέλειψαν. Από ένα σημείο και μετά, οι Άγγλοι μάς καλούσαν να συνεχίσουμε μόνοι μας την εκστρατεία. Η Γαλλία, ενώ μας έσπρωχνε στην εκστρατεία της Μ. Ασίας, υπέγραψε μια χωριστή συνθήκη με την Τουρκία και απέσυρε τα στρατεύματά της από την Κιλικία. Και αυτή η ενέργεια έδωσε την ευκαιρία στους Τούρκους να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις εναντίον μας. Και η Ιταλία, η οποία δεν ήθελε να κάνει εκείνη τη στιγμή ο Κεμάλ ειρήνη, του προμήθευε πολεμικό υλικό. Η Αντάντ δεν ανανέωσε τις προτάσεις ειρήνης, παρά τα κατορθώματα του Στρατού μας. Και ο Γάλλος Ζονάρ, ως ύπατος αρμοστής (ένας… Σόιμπλε ή Γιούνκερ της εποχής του), απεστάλη στην Ελλάδα για να επιβάλει την παραίτηση του βασιλέως Κωνσταντίνου. Διαφορετικά, είπε ότι θα εβομβάρδιζε την Αθήνα εάν δεν πειθαρχούσαμε στις εντολές του.
Είτε συμπαθούσε κανείς είτε όχι τον Κωνσταντίνο, ο τρόπος με τον οποίο εκβιαστικά θέλησαν να τον εκδιώξουν από τη χώρα του οι ξένοι προκαλούσε την εθνική μας αξιοπρέπεια. Ο Βενιζέλος, βασιζόμενος στην Αντάντ, με την ηφαιστειώδη φαντασία του έβλεπε την Ελλάδα πέραν του Αιγαίου Πελάγους, τον Ελληνισμό θριαμβεύοντα και όλους τους Έλληνες κλίνοντας το γόνυ προ του μεγάλου δημιουργού. Το μεγαλουργόν όνειρο είχε κυριαρχήσει σε τέτοιο σημείο στη λογική του, ώστε να λησμονήσει εντελώς τα πρακτικά μέσα της πραγματοποιήσεως της ευγενικής αυτής φιλοδοξίας. Και έκανε το σφάλμα να πιστέψει ότι θα έπειθε ποτέ τον Βρετανό Έντουαρντ Γκρέι, ότι η Αντάντ θα συμφωνούσε στον κατά το δυνατόν μεγαλύτερο διαμελισμό της Τουρκίας!
Να πάμε σε άλλη τραγωδία; Τον Αύγουστο του 1974 με τον «Αττίλα 2», τη βάρβαρη εισβολή της Τουρκίας και την επονείδιστη Διάσκεψη της Γενεύης (με Κ. Καραμανλή και Γεώργιο Μαύρο), που αφήσαμε την Κύπρο στο έλεος των Τούρκων, πιστεύοντας ότι ήταν ποτέ δυνατόν να σταματήσουν οι ξένοι τις ορδές των επιδρομέων. Και τώρα σοβαρολογεί ο Τσίπρας, αλλά και πλείστοι αντιπολιτευόμενοι, ότι η ευρωπαϊκή συμμορία θα αφήσει την πατρίδα μας να ανασάνει; Μας πίνουν το αίμα και θα σβήσουν την Ελλάδα από τον χάρτη. Τη θέλουν επαρχία τους. Και μιλάμε ακόμα για… «ευρωπαϊκή οικογένεια»; Τι πλάνη! Πόσο δίκιο είχε, αλήθεια, ο εθνικός μας ποιητής όταν προφητικά έλεγε: «Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι αγαπημένε, πάντοτ’ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε…».