Κακές ισορροπίες στην οικονομία

Υπό
JOHN GALT


Υπάρχουν καλές και κακές οικονομικές ισορροπίες; Γιατί δύο αμερικανικές πολιτείες, ο Μισισιπής και η Καλιφόρνια, ενώ ξεκίνησαν από το ίδιο βιοτικό επίπεδο το 1930, δηλαδή ως αγροτικές περιοχές, χωρίς πλουτοπαραγωγικούς πόρους, είναι σήμερα ο μεν πρώτος στο ίδιο επίπεδο και χειρότερα, η δε δεύτερη στην παγκόσμια οικονομική πρωτοπορία, από τον πρωτογενή μέχρι τον τριτογενή τομέα; Πώς μπορεί να παραδειγματιστεί η χώρα μας; Αν σήμερα το ολιστικό πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης της κυβέρνησης μπορεί να κρατήσει τη χώρα σε ένα μόνιμο επίπεδο δανειακής εξάρτησης και υποτονικής στασιμότητας, γιατί θα πρέπει η αξιωματική αντιπολίτευση να αντιστρατευτεί αυτήν την επιλογή;

Οφείλει ή δεν οφείλει να ενεργοποιήσει τους πολίτες ώστε να αποφευχθεί η κακή επιλογή της μακρόσυρτης αναβλητικότητας; Ο ρόλος της αντιπολίτευσης είναι παιδαγωγικός ή και ιδεολογικός; Αν δεν υπάρχει ικανοποιητικός συλλογικός αυτοέλεγχος, γιατί θα πρέπει η αντιπολίτευση να τον επιβάλει με κάθε μέσο και κυρίως με ιδεολογικές υποχωρήσεις; Αν η κοινωνία θέλει μια κακή ισορροπία, ας την έχει.

Για πολλές δεκαετίες, η οικονομική επιστήμη διερωτάται κατά πόσο η πολιτική ηγεσία μπορεί να επιλέγει και να εφαρμόζει πολιτικές που θα βοηθήσουν τους πολίτες να πάρουν αποφάσεις προς όφελός τους. Δεν είναι μόνο τα θέματα της υποχρεωτικής παιδείας ή των ελέγχων στον περιορισμό του καπνίσματος και των ναρκωτικών, είναι και η φορολογία, που με συμμετοχή όλων, ανάλογα με τις δυνάμεις μας, προστατεύει την κοινωνική ισορροπία. Είναι όλες οι πολιτικές που βοηθούν τους πολίτες να κάνουν καλύτερες επιλογές για τους εαυτούς τους, από αυτές που τελικά σκοπεύουν να κάνουν.

Στον αντίποδα αυτής της λογικής βρίσκεται η ακραιφνής φιλελεύθερη λογική. Τα άτομα, όπως αυτή πρεσβεύει, είναι τόσο ικανά ώστε να γνωρίζουν από μόνα τους τι πρέπει να κάνουν, αρκεί να τους εξηγηθεί ανάλογα η σημασία των κοινωνικών επιλογών. Η παχυσαρκία είναι καταστροφή για την ατομική υγεία, το ίδιο και το κάπνισμα, άρα αν τα άτομα το αντιληφθούν θα αυτοελεγχθούν συλλογικά.

Ο συνταγματικός ρόλος της κυβερνητικής πολιτικής με βάση τη φιλελεύθερη λογική είναι να βοηθήσει να το καταλάβουμε και όχι να μας το επιβάλει.

Το γιατί όμως ένα καθ’ όλα ενημερωμένο άτομο, ανεξάρτητα από τους περιορισμούς που του επιβάλλονται, συνεχίζει να καπνίζει είναι ένα ερώτημα. Το δίλημμα παραμένει αναπάντητο. Η λογική «άσ’ το για αύριο» δεν είναι μόνο ατομικό πρόβλημα, είναι και συλλογικό. Αποτελεί τη βάση της συζήτησης σε σχέση με τη χρονική ασυνέπεια των πολιτών και την ικανότητα των πολιτικών ηγετών να την αξιοποιούν στρατηγικά, επιλέγοντας πολιτικές που θα τους επιτρέψουν να κερδίσουν χρόνο στην πολιτική αρένα.

Στην περίπτωση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, η επιμήκυνση της εφαρμογής των μέτρων ή η δημιουργία μιας παθητικής προεκλογικής πολιτικής ατζέντας έχει στόχο την ανετότερη πολιτική επικράτηση. Οδηγεί τη μεν οικονομία σε μια αδιέξοδη κοινωνική ισορροπία, τη δε πολιτική σε μια συμφέρουσα για το κόμμα της εξουσίας επιλογή. Η προσπάθεια να βγει η οικονομία από την αναιμική στασιμότητα και να οδηγηθεί σε μια αυτόνομη και δυναμική αναπτυξιακή πορεία καθίσταται ανέφικτη.

Η οικονομία επιπλέει στα αβαθή της εξάρτησης, επιλέγοντας ένα πλαίσιο πολιτικής και οικονομικής ζωής ταυτόσημο με το 2015.

Η Ελλάδα, έχοντας απεμπολήσει τη διευθέτηση του χρέους, όπως της υποσχέθηκαν, έχοντας δεσμευτεί σε μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική για τουλάχιστον μία δεκαετία, έχοντας αποδεχτεί τον αυστηρό έλεγχο προσαρμοστικότητας των πολιτικών της επιλογών, έχοντας παραδώσει την εξουσία ελέγχου της φερεγγυότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα στις αγορές, έχοντας πετύχει την -«άσ’ τη για αύριο»- «καθαρή έξοδο», αποδέχεται στην ουσία την παραμονή της οικονομίας σε μια κακή ισορροπία. Μια ισορροπία ανίκανη να μας επιτρέψει να περάσουμε σε μια βιώσιμη και αυτόνομη ανάπτυξη. Για όσους θυμούνται ακόμη, θα επαναληφθεί η μεταπολεμική ιστορική εξέλιξη, χωρίς όμως οικονομική βοήθεια από ΗΠΑ ή ΕΕ. Έξω οι Αμερικάνοι, έξω οι βάσεις του θανάτου, μέσα η μόνιμη εξάρτηση των αγορών. Μια κακή ισορροπία κυκλικής στασιμότητας.

Η απλή λογική προτείνει να επιδιώξει η αντιπολίτευση την ανατροπή της συγκεκριμένης ισορροπίας. Το ηθικό δίλημμα προς την ηγεσία της, σαφές. Υποχρεούται (;) να υποβοηθήσει τον συλλογικό μας αυτοέλεγχο. Ας ακούσει, όπως της προτείνουν, το ΔΝΤ, που πρώτο και καλύτερο εκφράζει σαφέστατα την πολιτική της μη βιωσιμότητας του χρέους. Το ΔΝΤ, που λέει ότι η Ελλάδα πλήρωσε το μεγαλύτερο κόστος από όλες τις οικονομίες της Ευρωζώνης για να σταθεροποιηθεί η Ευρώπη μετά την κρίση. Το ΔΝΤ, που λέει ότι η κρίση στην Ευρωζώνη πέρασε από την Αμερική επειδή υπήρχε στο ευρώ, όπως και στην Κίνα, πλεόνασμα αποταμίευσης, λόγω θετικού εμπορικού ισοζυγίου του Βορρά. Το ΔΝΤ, που λέει ότι η κρίση του Νότου κράτησε την ισοτιμία του ευρώ σταθερή και η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ επέτρεψε στη Γαλλία και τη Γερμανία να αναδιαρθρώσουν χρέη, κερδίζοντας 550 δισ. σε παλαιές υποχρεώσεις των κυβερνήσεών τους. Το ΔΝΤ, που λέει ότι είναι πλέον καιρός ένα μέρος αυτών των πλεονασμάτων των χωρών του Βορρά να περάσει στις χώρες του Νότου, καθώς τους το οφείλουν. Το ΔΝΤ, που λέει ότι αλληλεγγύη σημαίνει αναγνώριση της συμβολής των χωρών του Νότου στη σταθεροποίηση με ρύθμιση χρεών.

Η χώρα βρίσκεται σε εθνικό δίλημμα: Καθαρή έξοδος, επιστροφή στην αυστηρή εποπτεία των αγορών και αποδέσμευση των εταίρων από την ευθύνη για παροχή αλληλεγγύης στη ρύθμιση του χρέους ή εδώ και τώρα συζήτηση για τη βιωσιμότητα, με το ΔΝΤ στο τραπέζι των συζητήσεων; Πώς επιτυγχάνεται ένας συλλογικός αυτοέλεγχος ώστε να απαιτήσουμε τα συμφωνηθέντα;

Η κυβέρνηση συντηρεί τη χρονική ασυνέπεια «όσο πιο πίσω χρονικά, τόσο καλύτερα». Ένα μέρος της ευθύνης θα το αναλάβει η επόμενη κυβέρνηση. Η λογική του χρονικά ασυνεπούς και ψυχολογικά εξηρτημένου θέλει μετάθεση του προβλήματος. Δεν θέλει αυτοέλεγχο και ξέρει γιατί.

Αυτοέλεγχος σημαίνει δεσμεύσεις, όπως μέθοδοι ιδεολογικής απεξάρτησης, πυροσβεστικές πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων (βλέπε ΔΕΗ), ασαφή εκλογικά αποτελέσματα κ.ά. Σημαίνει τήρηση των συμφωνηθέντων και διεκδίκηση των δικαιωμάτων. Σημαίνει να δεχτεί ότι η απεξάρτηση από το «ναι μεν, αλλά» τελείωσε. Αν δεν πέτυχε, όπως λέει το ΔΝΤ, φταίει η μεθοδολογία και η εφαρμογή της και τότε ας μοιραστούμε τα κόστη, διότι η άλλη πλευρά κάτι κέρδισε. Θριαμβολογία για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι ύμνος στην εξάρτηση. Αν το χρέος δεν είναι βιώσιμο και η χώρα δεν μπορεί να ανήκει ισότιμα στο ευρώ, ας δούμε τι πρέπει να κάνουμε αλληλέγγυα. Το μόνο που δεν είναι επιλογή είναι να παραμείνουμε επ’ άπειρον στο κέντρο αποκατάστασης. Στην κακή ισορροπία.

Εκείνο που είναι όμως ενδιαφέρον είναι και το τι θα κάνει η α­ντιπολίτευση. Το δίλημμα είναι ίδιο με εκείνο που αντιμετωπίζει ένας γονιός όταν το παιδί του εμφανίζει εξάρτηση. Το σέρνει με κάθε μέσο στην κλινική απεξάρτησης, του εξηγεί το συμφέρον του ή περιμένει υπομονετικά την ημέρα που θα καταλάβει μόνο του το νόημα της απεξάρτησης;

Προτείνω στην αντιπολίτευση να περιμένει. Ας συνεχίσει όμως να εξηγεί, σταθερά και με απλά λόγια, στον λαό γιατί πρέπει να σταματήσει να κάνει παρέες και να πιστεύει τους διακινητές, αφού είναι πλέον σαφές ότι αυτοί θα συνεχίσουν, όσο μπορούν, να εκμεταλλεύονται τη χρονική του ασυνέπεια σε θέματα συλλογικού αυτοελέγχου.


Σχολιάστε εδώ