Το πρόβλημα του ελληνικού δημοσίου χρέους (Μέρος 1ο)


Του
ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΒΔΙΩΤΗ,
Οικονομολόγου,
Ανώτερου Αναλυτή για Χρηματοπιστωτικά Θέματα
στην Κεντρική Τράπεζα του Καναδά


Η ελληνική οικονομική κρίση ξεκίνησε ως κρίση δημοσίου χρέους, πριν από εννέα χρόνια, και έφθασε στο αποκορύφωμά της τον Μάιο του 2010, με την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου. Έκτοτε, παρά τα αυστηρά και άκριτα μέτρα λιτότητας που επεβλήθησαν από την «τρόικα» -ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ- με τον ευφημισμό «μεταρρυθμίσεις», για να σωθεί η σπάταλη Ελλάδα από τη χρεοκοπία, ακριβώς το αντίθετο συνέβη. Η οικονομία κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, η ανεργία γιγαντώθηκε, η μετανάστευση των νέων θέριεψε και το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε από 126% (σε σχέση με το ΑΕΠ) το 2009 στο 188% το 2017.1

Πώς εξηγείται το παράδοξο, η οικονομία να ισοπεδώνεται από τα μέτρα λιτότητας, ενώ το δημόσιο χρέος να αυξάνεται εν μέσω πείνας και δυστυχίας; Η επεξήγηση δόθηκε, αρχικώς, πριν ο κόσμος αντιληφθεί τι ακριβώς είχε συμβεί, από τον πρώην επίτροπο των οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων της ΕΕ Όλι Ρεν (Olli Rehn): «Τα προγράμματα διάσωσης καταρτίστηκαν για να σωθούν οι τράπεζες». Για να το ομολογήσει, μετά την ελληνική τραγωδία, λίγες μέρες πριν από το τέλος της θητείας του και ο πρόεδρος του Eurogroup, ο πολύς Γερούν Ντάισελμπλουμ, ενώπιον της Επιτροπής Απασχόλησης του Ευρωκοινοβουλίου.2

Ως εκ τούτου, όλη αυτή η απρόσμενη συμφορά που έπληξε την ελληνική κοινωνία θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη αυτών που τη βιώνουν και για τους νεότερους που θα τη διδαχθούν. Έγινε δε όχι για να σωθεί η χώρα μας και να τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης, αλλά για να σωθούν οι τράπεζες και μαζί το είδωλο του ευρώ.

Είναι λοιπόν φανερό ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος, με την επιβάρυνση των κολοσσιαίων ζημιών των τραπεζών, δεν είναι βιώσιμο. Συνεπώς, απαιτείται μια σημαντική διαγραφή του επα­χθούς χρέους για να ξεκινήσει πάλι η ανάπτυξη.

Η εμμονή των ευρωπαϊκών αρχών πλέον -το ΔΝΤ έχει διαφωνήσει ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους και αποχώρησε από τη χρηματοδότηση του τρίτου Μνημονίου, της δανειακής σύμβασης των 86 δισ. ευρώ, τον Αύγουστο του 2015- στην εφαρμογή της αποτυχημένης πολιτικής της «φιλικής προς την ανάπτυξη λιτότητας» αποτελεί εύλογη απορία. Διότι αφενός η χώρα έχει φτωχοποιηθεί, αφετέρου το δημόσιο χρέος, αντί να μειωθεί, έχει δραματικά αυξηθεί και δεν δικαιολογείται ούτε με βάση τους πραγματικούς ούτε με βάση τους ηθικούς λόγους.

Παρότι η λύση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους είναι η απαραίτητη συνθήκη για την επίλυση της μακροβιότερης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης ενός ανεπτυγμένου κράτους σε καιρό ειρήνης, ωστόσο, από μόνη της, δεν είναι επαρκής. Όπως η μεταπολεμική εμπειρία επιδεικνύει, είναι ζωτικής σημασίας η κατάρτιση μιας ευρύτερης ατζέντας, η οποία ασχολείται με την οικονομική δυσπραγία της Ελλάδος αλλά και με τις σοβαρές, δομικές ατέλειες του ευρώ.

Ο πρώτος και βασικότερος λόγος είναι η διαγραφή του, αποκληθέντος και διεθνώς, ελληνικού δημοσίου χρέους. Η διάχυτη ελληνική και διεθνής γνώμη, βάσει της οποίας ο εκτροχιασμός του δημοσίου χρέους οφείλεται αποκλειστικά στην κρατική ασυδοσία, είναι εσφαλμένη, διότι, όπως αναφέρθηκε, εμπεριέχει τεράστια χρέη ιδιωτικών τραπεζών που μεταβιβάστηκαν στους προϋπολογισμούς του κράτους. Τα ποσά υπερβαίνουν τα 240 δισ. ευρώ.3 Το θλιβερό, η πλειονότητα των κονδυλίων δεν εμπεριέχεται καν στο επίσημο δημόσιο χρέος του υπουργείου Οικονομικών. Έτσι έχουμε το οξύμωρο, ενώ το δημόσιο χρέος ανήρχετο στα 299 δισ. ευρώ το 2009, αυξήθηκε μόλις στα 329 δισ. ευρώ το 2017! Από την άλλη, απαιτήθηκαν τρία βάναυσα Μνημόνια συνολικού ύψους 326 δισ. ευρώ για να σωθεί η χώρα από τη χρεοκοπία! Έτσι προκύπτει εύλογα το ερώτημα: Πώς έγινε αυτή η μαγεία; Πού πήγαν αυτά τα επιπρόσθετα λεφτά ενώ ο κόσμος, γενικά, ζει μέσα σε μια πρωτόγνωρη μιζέρια, ανασφάλεια και αρκετοί χάνουν και τα σπίτια τους;

Η απάντηση δεν έρχεται από έλληνες ακαδημαϊκούς αλλά από γερμανούς. Η μελέτη με τίτλο «Πού πήγαν τα χρήματα διάσωσης της Ελλάδος;»4 παρουσιάζει τη ροή των κεφαλαίων των δανειακών συμβάσεων του πρώτου και δεύτερου Μνημονίου, συνολικού ποσού 240 δισ. ευρώ. Το κύριο συμπέρασμα είναι ότι μόνο 9,7 δισ. ευρώ ή λιγότερο από 5% από το σύνολο που εκταμιεύτηκαν από τις δύο δανειακές συμβάσεις χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες της οικονομίας! Το υπόλοιπο 95,5% πήγε για πληρωμές του χρέους και ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών.

Και εμείς το έχουμε κρυφό καμάρι ότι οι τράπεζές μας ήταν εύρωστες, δεν είχαν τοξικά ομόλογα, τιτλοποιημένα προϊόντα και τα εξωτικά CDOs και CDSs. «Καλά να πάθουν», έλεγαν τότε οι πολιτικοί και οι ειδήμονες του χρήματος. «Ας πρόσεχαν», τόνιζαν οι εταίροι μας. Όμως δεν είχαν αντιληφθεί ότι η δαμόκλειος σπάθη είχε ήδη πέσει επί των κεφαλών όλων μας.


1 Το ύψος χρέους της κεντρικής κυβέρνησης το 2009 ανήρχετο στα 298,8 δισ. ευρώ ή 125,8% του ΑΕΠ (237,5 δισ. ευρώ), έναντι 262,3 δισ. ευρώ ή 108,7% του ΑΕΠ (242 δισ. ευρώ) το 2008. Σε σύγκριση με 328,7 δισ. ευρώ χρέος της κεντρικής κυβέρνησης στα τέλη 2017 ή 187,6% του ΑΕΠ (175 δισ. ευρώ)• ΥΠΟΙΚ, ΟΔΔΗΧ, Eurostat.

2 Jeroen Dijsselbloem, από την κατάθεση στην Επιτροπή Απασχόλησης του Ευρωκοινοβουλίου, την 9η Νοεμβρίου του 2017. Ο πρόεδρος του Eurogroup επιβεβαίωσε τη δήλωση του πρώην Επιτρόπου Όλι Ρεν, ο οποίος τόνισε ότι «τα προγράμματα διάσωσης εκπονήθηκαν για να σωθούν οι τράπεζες», λέγοντας ότι στο πρώτο στάδιο της κρίσης το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν οι τράπεζες: «Χρησιμοποιήσαμε πολλά από τα χρήματα του φορολογούμενου, με λάθος τρόπο κατά τη γνώμη μου, για να σώσουμε τις τράπεζες. Ο κόσμος, που επέκρινε τα πρώτα χρόνια του ελληνικού προγράμματος, λέγοντας πως όλα έγιναν για τις τράπεζες, έχει κάποιο δίκαιο». http://newpost.gr/oikonomia/638062 http://news247.gr

3 Με τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, τον Σεπτέμβριο του 2008, κορυφώθηκε ο πανικός της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης καθώς η διατραπεζική αγορά «πάγωσε». Λόγω του συστημικού κινδύνου, οι ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες είχαν αγοράσει ελληνικά ομόλογα και είχαν επίσης δανειοδοτήσει τις ελληνικές τράπεζες, ξαφνικά βρέθηκαν εκτεθειμένες με επισφαλή δάνεια και έλλειψη ιδίων κεφαλαίων. Οι ελληνικές τράπεζες με τη σειρά τους ήταν επίσης εκτεθειμένες σε δάνεια υψηλού κινδύνου ύψους άνω των 500 δισ. ευρώ, ήτοι υπεράνω του 200% του ΑΕΠ («Το Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα το 2009», Ιούνιος 2010, Ελληνική Ένωση Τραπεζών). Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες κάλεσαν την τότε κυβέρνηση να τις διασώσει. Αυτό έγινε με τον νόμο 3723, ΦΕΚ 250, 9/12/2008 «Ενίσχυση της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης». Τότε δόθηκαν τα πρώτα 28 δισ. ευρώ, εν συνεχεία ξεπέρασαν τα 240 δισ. ευρώ. Γι’ αυτό η Ελλάδα δεν είναι Κύπρος (10 δισ. ευρώ), Πορτογαλία (78 δισ. ευρώ) ή Ιρλανδία (86 δισ. ευρώ).

Rocholl J., and Stahmer Α., «Where did the Greek bailout money go?» ESMT White Paper, European School of Management and Technology, Berlin, 16/2/2016 (Ευρωπαϊκό Σχολείο Διοίκησης και Τεχνολογίας).


Σχολιάστε εδώ