Η τουρκική απειλή και ο νέος Ψυχρός Πόλεμος
Του
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ
Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών
Προκειμένου να μπορέσουμε να κατανοήσουμε στο ιστορικό τους βάθος -και παράλληλα να εξηγήσουμε αναλυτικά- τις γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές εξελίξεις στην περιοχή μας, με επίκεντρο όσον αφορά τη δική μας χώρα την ογκούμενη τουρκική απειλή, κρίνεται αναγκαίο να προσδιορίσουμε το ευρύτερο πλαίσιο των αντιθέσεων και συγκρούσεων, όπως αυτό διαμορφώνεται κυρίως κατά την τελευταία δεκαπενταετία μέχρι τις ημέρες μας.
Ζούμε σήμερα την περίοδο ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος αποτελεί μεν μια σύγχρονη αναπαραγωγή του Ψυχρού Πολέμου που γνωρίσαμε μεταπολεμικά, έχει όμως σημαντικές, δομικού τύπου, διαφορές με αυτόν.
Ο πρώτος Ψυχρός Πόλεμος χαρακτηριζόταν από δεδομένες ισορροπίες και σαφή όρια, που είχαν καθορισθεί μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε σύνορα, δεδομένα και απαραβίαστα, ενώ οι πυρηνικοί εξοπλισμοί των υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, διαμόρφωναν το πλαίσιο μιας δυναμικής ισορροπίας τρόμου, που δρούσε, σε τελική ανάλυση, αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας
σύγκρουσης. Με εξαίρεση την κρίση της Κούβας, οι σφαίρες επιρροής ήταν απολύτως καθορισμένες και τόσο οι γεωστρατηγικές όσο και οι τακτικές κινήσεις των υπερδυνάμεων ήταν λογικά αναλύσιμες και -περίπου- προβλέψιμες.
Η διάλυση της ΕΣΣΔ, η πτώση του Τείχους, η επικυριαρχία των πολιτικοοικονομικών δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης και η σαρωτική επικράτηση του νεοφιλελεύθερου προτύπου στον δυτικό κόσμο ακύρωσαν και κατάργησαν αυτόματα τη διπολική αντιπαράθεση και ανέδειξαν τις ΗΠΑ ως τη μόνη και αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη. Αυτή υπήρξε η «χρυσή περίοδος» της δεκαετίας του 1990.
Η εμφάνιση του ισλαμικού ριζοσπαστισμού και της τρομοκρατικής του δράσης, με αποκορύφωμα την επίθεση κατά των Δίδυμων Πύργων, ανέδειξε ως παγκόσμιο στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ και την ισλαμική τρομοκρατία, προσανατολίζοντας και εντάσσοντας το δυτικό στρατόπεδο σ’ αυτήν τη μείζονα σύγκρουση.
Ένας σύγχρονος Ψυχρός Πόλεμος
Όμως εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια το παγκόσμιο σκηνικό άλλαξε και ένας νέος, πολυπολικός συσχετισμός δυνάμεων αναδείχθηκε. Η Ρωσία όχι μόνο στάθηκε στα πόδια της αλλά επεδίωξε και επέτυχε να ασκήσει έναν ευρύτερο διεθνή ρόλο. Κατάφερε μάλιστα κατά την τελευταία περίοδο να αποκτήσει σημαίνοντα ρόλο στις εξελίξεις -και στις συγκρούσεις- στον κρίσιμο χώρο της Μέσης Ανατολής. Αλλά και από τη δική της πλευρά η Κίνα αναδείχθηκε σε παγκόσμια οικονομική δύναμη (ελέγχοντας μάλιστα ένα αξιοσέβαστο τμήμα των ομολόγων των ΗΠΑ), ενώ, παράλληλα, την περίοδο που διανύουμε αποκτά σημαντική στρατιωτική ισχύ ακόμα και σε κρίσιμες γεωπολιτικές ζώνες για τις ΗΠΑ, όπως ο Νότιος Ειρηνικός και οι θάλασσες της Κίνας.
Όλες αυτές οι ιστορικής σημασίας ανακατατάξεις επαναπροσδιορίζουν τη στρατηγική των ΗΠΑ. Κύριοι αντίπαλοι του νέου, σύγχρονου ψυχροπολεμικού σκηνικού καθορίζονται η Κίνα και η Ρωσία.
Το ΝΑΤΟ οχυρώνει τα σύνορά του στις βαλτικές χώρες και στην Πολωνία, απέναντι στη Ρωσία, ενώ οι ΗΠΑ πυροδοτώντας την κρίση και τη σύγκρουση στην Ουκρανία επιχείρησαν να δημιουργήσουν ρήγμα στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας. Ιδιαίτερα όμως ευάλωτος για τις ΗΠΑ παραμένει ο χώρος της Μέσης Ανατολής, στον οποίο η Ρωσία απέκτησε ερείσματα και επιρροές (Συρία, Ιράκ, Ιράν).
Αυτό το σκηνικό της γενικευμένης αστάθειας, της ρευστότητας, της αδυναμίας λογικής ανάλυσης και πρόβλεψης των εξελίξεων χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή τις διεθνείς σχέσεις και καθιστά πυριτιδαποθήκη τον χώρο της Μέσης Ανατολής.
Ο «Όρκος του Έθνους» και ο νέος οθωμανισμός
Αυτό το πεδίο αστάθειας και ρευστότητας επιδιώκει να εκμεταλλευθεί η Τουρκία προκειμένου να αναβιώσει έναν σύγχρονο οθωμανισμό, ώστε να εκπληρωθεί ο λεγόμενος «Όρκος του Έθνους», στον οποίο στηρίζεται και ο λεγόμενος «αναθεωρητισμός» της Τουρκίας (Misak-i Milli), σύμφωνα με τον οποίο, όπως διατυπώνει ο ίδιος ο Τ. Ερντογάν στο μανιφέστο του (πρόλογος του ιδίου στο αφιέρωμα στον «Όρκο του Έθνους» του Κέντρου Στρατηγικών Ερευνών «Νέα Τουρκία»), «αρνούμαστε να φυλακίσουμε το έθνος μας με το ένδοξο παρελθόν του στη στείρα ιστορική περίοδο που δεν συμπληρώνει ούτε εκατό χρόνια»…
Η τουρκική απειλή δεν αποτελεί, συνεπώς, έναν τακτικισμό, μια συγκυριακή επιλογή. Εκφράζει έναν ενδογενή, ιστορικού βάθους επεκτατισμό, που αναζητεί ευκαιρίες και προσχήματα για να εκδηλωθεί.
Η δομή εξουσίας στην Τουρκία χαρακτηρίζεται από έναν αναπαραγόμενο ιστορικό αυταρχισμό. Κατά περιόδους, από την εποχή του Κεμάλ μέχρι σήμερα, ισχύουν τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όμως η κυρίαρχη δομή εξουσίας παραμένει σε τελική ανάλυση ο στρατός.
Η οικονομική κρίση στην Τουρκία οδήγησε το 2002 στην κατάρρευση των κεμαλικών κομμάτων (Εντσεβίτ – Μπαχτσελί) και άνοιξε τον δρόμο στον Τ. Ερντογάν, ο οποίος εμφανίσθηκε ως εκσυγχρονιστής που, ενώ πρόβαλλε την κουλτούρα ενός ήπιου ισλαμισμού, επιθυμούσε να προωθήσει τον εκδημοκρατισμό της χώρας και να αποδυναμώσει τη στρατιωτική εξουσία, δρομολογώντας παράλληλα την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη.
Στην πρώτη φάση επιχείρησε και πέτυχε την αποδυνάμωση του κεμαλικού κατεστημένου (στρατός, διοίκηση, δικαιοσύνη), με τη βοήθεια μάλιστα του Φ. Γκιουλέν. Όμως σύντομα εγκατέστησε μεθοδικά μια δική του, μονοπρόσωπη -δικτατορικού τύπου- εξουσία, με αποκορύφωμα το περσινό δημοψήφισμα.
Τουρκία: Κοινωνικός διχασμός – οικονομική κρίση
Σήμερα η Τουρκία είναι βαθιά διχασμένη τόσο σε πολιτικοϊδεολογικό όσο και σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Οι μεγάλες πόλεις και η δυτική παράλια Τουρκία, συνδεδεμένες με την οικονομική πρόοδο, την παραγωγική ανάπτυξη, την επικράτηση ενός δυτικού – καταναλωτικού προτύπου και μιας ιδιότυπης αστικοποίησης δυτικού τύπου, ελάχιστη σχέση έχουν με τους πληθυσμούς της ενδοχώρας, στους οποίους στηρίζεται πολιτικά και εκλογικά ο Τ. Ερντογάν, τόσο σε επίπεδο εργασίας και ζωής όσο και σε επίπεδο κουλτούρας.
Παρά όμως τις έντονες αυτές διαφοροποιήσεις και τη βαθιά αντίθεση ενός μεγάλου τμήματος της τουρκικής κοινωνίας απέναντι στο αυταρχικό καθεστώς που έχει εγκαθιδρύσει ο Ερντογάν, στο πολιτικό – κομματικό επίπεδο επικρατεί γενικότερα μια συντηρητική, εθνικιστική κουλτούρα, που δεν επιτρέπει στις προοδευτικές και δημοκρατικές δυνάμεις της Τουρκίας να εκφρασθούν ευθέως στο πολιτικό σύστημα και στα σχήματα διακυβέρνησης.
Ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κιλιντσάρογλου φαίνεται αδύναμος να αναδιαμορφώσει τους συσχετισμούς, ενώ η συμμαχία του με την αναδυόμενη ακροδεξιά Ακσενέρ καθιστά το τοπίο ακόμα πιο ομιχλώδες.
Το κουρδικό κόμμα, αποδεκατισμένο από τις φυλακίσεις και τις διώξεις όχι μόνο στελεχών και βουλευτών του αλλά ακόμα και του ιδίου του χαρισματικού ηγέτη, του Ντεμιρτάς, παραμένει απομονωμένο, χωρίς ευρύτερες πολιτικές συμμαχίες.
Συνακόλουθα, η συμμαχία Ερντογάν – Μπαχτσελί διαμορφώνει τον ισχυρό πόλο μιας αυταρχικής – υπερσυντηρητικής δομής εξουσίας, που επιβάλλει το ισλαμικό-εθνικιστικό πρότυπο ως την κυρίαρχη πολιτικοϊδεολογική κουλτούρα.
Η εσπευσμένη προκήρυξη των εκλογών από τον Τ. Ερντογάν, με προάγγελο τον Μπαχτσελί, υπήρξε αναπόφευκτη επιλογή προκειμένου να αξιοποιηθούν δύο κρίσιμες συγκυρίες: Αφενός το πολιτικό κεφάλαιο του ιδίου του Ερντογάν από την επέμβαση στο Αφρίν και αφετέρου η αποφυγή επιβολής μέτρων λιτότητας, λόγω της διογκούμενης οικονομικής κρίσης, μέτρων που προετοιμάζονται για την περίοδο μετά τις εκλογές της 24ης Ιουνίου. Ήδη η τουρκική λίρα από το 2016 μέχρι σήμερα έχει υποτιμηθεί κατά 43% έναντι του δολαρίου, ενώ ο πληθωρισμός τρέχει με ποσοστό 12%. Τα υψηλά επιτόκια δανεισμού, το διευρυμένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, η διογκούμενη φούσκα των ακινήτων τόσο στις μεγάλες πόλεις όσο και στα τουριστικά παράλια, οι υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης συνθέτουν συνολικά ένα εκρηκτικό τοπίο που δυναμιτίζει την τουρκική οικονομία και κοινωνία.
Η τουρκική απειλή
Ο τουρκικός επεκτατισμός και η τουρκική απειλή κατά της χώρας μας ξεκινά τη νεότερη περίοδο, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 με την Κύπρο, και φθάνει, με μικρά διαλείμματα, μέχρι τις ημέρες μας… Γι’ αυτό και με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να υποτιμηθεί ή να αγνοηθεί.
Ασφαλώς ο εθνικισμός, ο νεοθωμανισμός, και ο εγγενής τυχοδιωκτισμός της Τουρκίας αφήνουν πολλά ενδεχόμενα ανοικτά… Με την έννοια αυτή, η Ελλάδα και η Κύπρος είναι ενταγμένες στον σχεδιασμό της τουρκικής επεκτατικής στρατηγικής, χωρίς βεβαίως να αποτελούν εύκολους στόχους…
Σήμερα το κύριο πρόβλημα των ηγετικών τουρκικών ελίτ αφορά το Κουρδικό. Ο φόβος δημιουργίας, έστω και ντε φάκτο, ενός νέου Κουρδιστάν, με προεκτάσεις στη Συρία και στο Ιράκ, αποτελεί τον μείζονα κίνδυνο για την Τουρκία. Οι όποιες επεμβάσεις της στην περιοχή και οι όποιες ευκαιριακές συμμαχίες της, όπως αυτή με τη Ρωσία, επιδιώκουν να διαμορφώσουν αποτρεπτικές συνθήκες για τη διάσπαση της Τουρκίας.
Με την Ελλάδα η Τουρκία επιδιώκει να διαμορφώσει συνθήκες και μορφές άσκησης ενός υβριδικού πολέμου, μιας έντασης και μιας πίεσης που περιλαμβάνει μια ευρεία γκάμα επιλογών, οι οποίες ξεκινούν από τις ανοικτές απειλές, την αυθαίρετη ερμηνεία ή και περιφρόνηση του διεθνούς δικαίου και τις προκλητικές -στρατιωτικού τύπου- ενέργειες, που έχουν οριακό πολλές φορές χαρακτήρα και επιδιώκουν την πρόκληση σοβαρού επεισοδίου, το οποίο θα εκληφθεί ως πρόσχημα από την τουρκική ηγεσία για μια περιορισμένη, πολεμικού χαρακτήρα, αντιπαράθεση.
Με τον υβριδικό πόλεμο και με ένα σοβαρό επεισόδιο η τουρκική ηγεσία επιδιώκει να διαμορφώσει συνθήκες για έναν καταναγκασμένο διάλογο με την Ελλάδα προκειμένου να επιτύχει αναθεώρηση των συνθηκών…
Ασφαλώς, οι προθέσεις και οι κινήσεις της Τουρκίας σε Αιγαίο και Κύπρο δεν απευθύνονται σε αφελείς. Ήδη έχουν εκδηλωθεί σοβαρές αντιδράσεις από την Ευρώπη (Ευρωκοινοβούλιο, Μακρόν, Ευρωπαϊκή Επιτροπή) κατά της Τουρκίας και των μεθόδων που ακολουθεί.
Πριν από λίγα 24ώρα μάλιστα το Συμβούλιο της Ευρώπης ζήτησε από τον ίδιο τον Ερντογάν να αναβάλει τις εκλογές, που διεξάγονται εσπευσμένα, σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης και με αιφνιδιαστική αλλαγή του εκλογικού νόμου, που προβλέπει τώρα προεκλογικές συμμαχίες… Ήδη το αποτέλεσμα των εκλογών της 24ης Ιουνίου τελεί υπό αμφισβήτηση από την Ευρώπη λόγω των συνθηκών που διαμόρφωσαν οι αυταρχικές επιλογές του Τ. Ερντογάν.
Από την πλευρά μας απαιτείται σύνεση, αποφασιστικότητα και σωστή ανάλυση των συνθηκών. Τόσο η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος των δυνάμεών μας όσο και η διαμόρφωση ευρύτερων συμμαχιών αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Και κυρίως απαιτείται ενότητα των πολιτικών δυνάμεων και της κοινωνίας μας στον κοινό εθνικό στόχο.