Το ολιστικό αναπτυξιακό πρόγραμμα της κυβέρνησης
Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας
Δεν γνωρίζουμε το ακριβές περιεχόμενο του ολιστικού αναπτυξιακού προγράμματος που επεξεργάζεται η κυβέρνηση και το οποίο έχει τεθεί σε διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Επομένως, μπορούμε να προβούμε σε ορισμένες παρατηρήσεις, που απορρέουν αφενός από τους περιορισμούς της πραγματικότητας, όπως αυτοί τίθενται από τους δανειστές, και αφετέρου από τις σχετικές πολιτικές επιθυμίες της κυβέρνησης, όπως αυτές έχουν εκφρασθεί με διάφορους τρόπους από κυβερνητικούς παράγοντες.
Ο πρώτος βασικός περιορισμός απορρέει από το δημοσιονομικό πλαίσιο που έχει επιβληθεί στην ελληνική οικονομία, τουλάχιστον μέχρι το 2022. Αυτό περιλαμβάνει τα εξής:
– Την υποχρέωση παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5%.
– Την περαιτέρω συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής για τα επόμενα δύο έτη. Το 2019 η Ελλάδα υποχρεούται να μειώσει κατά 1% του ΑΕΠ τη συνταξιοδοτική δαπάνη και το 2020 αντίστοιχη μείωση του αφορολόγητου, που θα προκαλέσει αύξηση των εσόδων κατά 1%.
– Η έκδοση χρέους εκ μέρους της Ελλάδος θα εξυπηρετεί αποκλειστικά την εξυπηρέτηση ή αναδιάρθρωση του ήδη υφιστάμενου χρέους και όχι αναπτυξιακούς ή άλλους κοινωνικούς στόχους.
– Ολόκληρο το πλέγμα των δαπανών της κυβέρνησης θα πρέπει να ακολουθεί την οικονομική λογική που βρίσκεται ενσωματωμένη στα Μνημόνια και να ακολουθεί τον χαραχθέντα δρόμο σταδιακής μείωσης του συνολικού ύψους ως ποσοστό του ΑΕΠ (από το 50% το 2016 θα καταλήξει στο 45% το 2022).
Ο δεύτερος βασικός περιορισμός, που συναρτάται άμεσα με το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, είναι ο επιλεχθείς τρόπος αντιμετώπισης της βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους. Όμως ο τρόπος αυτός, που απαιτεί συγκεκριμένο ύψος πρωτογενών πλεονασμάτων (αν και από μόνο του αυτό δεν είναι αρκετό), αποτελεί έναν περαιτέρω δημοσιονομικό περιορισμό που επί της ουσίας μετατρέπεται σε μηχανισμό ελέγχου για μακρύ χρονικό διάστημα.
Παράλληλα, ο διαφαινόμενος τρόπος λειτουργίας του μηχανισμού, γαλλικής εμπνεύσεως, σύνδεσης του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας με την αποπληρωμή του χρέους, υπό προϋποθέσεις (γερμανικής αντίληψης), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η νέα συμφωνία θα προβλέπει σταδιακές ρυθμίσεις χρέους, από τις οποίες θα επωφελείται η Ελλάδα μόνον εφόσον ανταποκρίνεται με επιτυχία στις αξιολογήσεις (ανά ποιο χρονικό διάστημα;) της οικονομίας της από τους δανειστές. Οι αξιολογήσεις προφανώς δεν θα έχουν μόνο στόχευση στα ποσοτικά στοιχεία των δημοσιονομικών μεγεθών, θα αφορούν και τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις.
Έτσι οδηγούμαστε στον τρίτο βασικό περιορισμό: Στη διατήρηση των ήδη ψηφισθέντων και εφαρμοσθέντων μεταρρυθμίσεων αλλά και στη συνέχισή τους. Αναφέρω εδώ, ενδεικτικά, ότι οι δανειστές επιμένουν στην αναγκαιότητα υλοποίησης μεταρρυθμίσεων που αφορούν τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τη δημιουργία ηλεκτρονικού περιουσιολογίου, την εφαρμογή του Κτηματολογίου, αλλαγές του τρόπου υλοποίησης των δημοσίων επενδύσεων καθώς και ιδιωτικοποιήσεις που εκτείνονται σε βάθος χρόνου. Με απλά λόγια, απαιτούν τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων σύμφωνα με τη σημερινή λογική άσκησης της οικονομικής πολιτικής.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στο ολιστικό αναπτυξιακό σχέδιο θα υπάρχει διατυπωμένο με σαφήνεια ένα τεχνοκρατικό κείμενο που θα επιτρέπει την εποπτεία και τη διαρκή αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας και που κατά πάσα πιθανότητα θα καταλήγει στην εφαρμογή προαποφασισμένων μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους.
Τώρα, εκτός από τα συγκεκριμένα στοιχεία, που είναι βέβαιο ότι θα συμπεριληφθούν στο ολιστικό πρόγραμμα ανάπτυξης, η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να το διανθίσει με ορισμένες πολιτικές της επιδιώξεις, προσπαθώντας να δημιουργήσει την εντύπωση ότι κάτι αλλάζει εντυπωσιακά στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής.
Πριν από όλα, η ίδια η ονομασία του προγράμματος με τον επιθετικό προσδιορισμό «ολιστικό» επιχειρεί να δείξει ότι πρόκειται για ένα πρόγραμμα με εντελώς διαφορετική λογική από τα μνημονιακά προγράμματα που έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα.
Η λέξη «ολότητα», κατά μία εκδοχή, σημαίνει ορισμένες ιδιότητες ενός πράγματος που το κάνουν να διαφέρει από έναν απλό «σωρό». Η ιδέα που αποτελεί τη βάση της ολιστικής προσέγγισης στα κοινωνικά πράγματα είναι ότι η κοινωνική ολότητα αποτελεί μια αυθύπαρκτη πραγματικότητα που πρέπει να συλληφθεί στην ολοκληρία της και όχι τμηματικά, διότι το σύνολο που την αποτελεί ξεπερνά το άθροισμα των μερών της. Από την άποψη αυτή, ο μεθοδολογικός ολισμός βρίσκεται σε αντιπαράθεση και ανταγωνισμό με ένα άλλο επιστημονικό πρόγραμμα που ονομάζεται μεθοδολογικός ατομισμός.
Το δεύτερο σημείο, στο οποίο πραγματικά θα επικεντρωθεί η προσπάθεια της κυβέρνησης, ώστε με κάποιον τρόπο να υπάρξει στο πρόγραμμα, θα είναι μια διαφοροποίηση στο υπάρχον πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Η κυβέρνηση θα επιδιώξει να έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει στην αύξηση του κατώτατου μισθού, στην επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων, δηλαδή την αρχή της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης. Εδώ, προφανώς, η ελληνική κυβέρνηση θέλει να αξιοποιήσει την πορτογαλική εμπειρία, παρότι θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πρόκειται για διαφορετικές περιπτώσεις.
Η κυβέρνηση μελετά τον τρόπο που κινήθηκε η Πορτογαλία στο θέμα αυτό, καθώς από την έξοδό της από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής έως σήμερα έχει ήδη προχωρήσει σε τρεις αυξήσεις, με αποτέλεσμα από 530 ευρώ ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί σε 557 ευρώ το 2017 και να φθάσει τα 580 ευρώ το 2018, με στόχο να αγγίξει τα 600 ευρώ το 2019.
Να σημειωθεί ότι με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου αριθμός 6, σε μία νύχτα, το 2012, ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας μειώθηκε από 751 ευρώ σε 586 ή ακόμη και 511 για τους νέους έως 25 ετών. Στη συνέχεια, ο τρόπος καθορισμού του πέρασε από τα χέρια των κοινωνικών εταίρων σε αυτά του εκάστοτε υπουργού Εργασίας. Οι δανειστές διαμηνύουν σε όλους τους τόνους ότι καμία αλλαγή στα εργασιακά δεν μπορεί να γίνει χωρίς διαβούλευση αλλά και τη σύμφωνη γνώμη τους, ενώ ο ισχύων νόμος ορίζει ξεκάθαρα πως ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ορίζεται από την κυβέρνηση, ύστερα από διαδικασία διαβούλευσης με κοινωνικούς εταίρους και τεκμηριωμένη συνεκτίμηση των πραγματικών δεδομένων της οικονομίας και της απασχόλησης.
Το νέο σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου θα πρέπει να βρίσκεται σε συνάφεια με τις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας και τις στοχεύσεις για την καταπολέμηση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης.
Συμπερασματικά: Θα πρέπει να περιμένουμε το τελικό κείμενο του προγράμματος για να προβούμε σε τελικές αξιολογήσεις. Πάντως, όλα τα παραπάνω μπορούμε να πούμε ότι περιγράφουν την ουσία του νέου προγράμματος.