Περί πολέμου…
Γράφει ο
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ
Λοιπόν, τα πράγματα είναι σοβαρά και δεν χρειάζονται μισόλογα. Η κυβέρνηση οφείλει να σταθμίσει προσεκτικά τα γεγονότα, να αφήσει κατά μέρος τις εμμονές της και να συνειδητοποιήσει ότι η παραμονή της στην εξουσία έφθασε στο τέλος της. Τους λόγους θα τους αποσαφηνίσουμε στη συνέχεια. Δεν θα αναφερθούμε τώρα στη γενική πολιτική της που διέλυσε την ελληνική κοινωνία. Ούτε στο τραγικό γεγονός ότι έχει αφήσει ασύδοτη την εγκληματικότητα και τους πολίτες ανυπεράσπιστους στο έλεος των κακοποιών. Απέτυχε παταγωδώς σε όλους τους τομείς. Αυτά θα τα εξετάσουμε άλλη ώρα. Προέχει αυτήν τη στιγμή η τουρκική απειλή. Γιατί σύντομα μπορεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με τους εξ Ανατολών κακόπιστους γείτονες. Και αυτό θα γίνει όχι από δική μας αιτία.
Να θυμίσω τα λόγια του Γεωργίου Βλάχου, με το άρθρο που είχε γράψει στην εφημερίδα του την «Καθημερινή» στις 29 Οκτωβρίου 1940, όταν οι στρατιές του Μουσολίνι μάς επετέθησαν: «Τον πόλεμον αυτόν δεν τον εζητήσαμεν, δεν τον προεκαλέσαμεν, δεν τον ηθελήσαμεν. Μας επεβλήθη…». Τώρα, θέλει να μας τον επιβάλει η Τουρκία, επειδή αυτό έχουν μέσα στο νοσηρό μυαλό τους οι ηγέτες της. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος έδωσε την πρέπουσα και σοβαρή προειδοποίηση προς τους επίδοξους σφετεριστές της εθνικής μας κυριαρχίας. Τους επέστησε την προσοχή στο τι σημαίνει παραβίαση των συνόρων μας εκ μέρους τους. Το ζήτημα είναι εάν και η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιλαμβάνεται όσα λέγονται περί ευρωπαϊκών συνόρων.
Η σειρά των προκλήσεων της Τουρκίας οδηγεί στην αναπόφευκτη σύγκρουση. Το καλοκαίρι που μας έρχεται μπορεί να συμβούν πολλά. Οι εκλογές στη γειτονική χώρα θα σηματοδοτήσουν μια αναζωπύρωση των επιθετικών βλέψεων της Άγκυρας, αφού τα κόμματα της Τουρκίας συναγωνίζονται σε ανθελληνικό μένος. Θα κάνουν επίδειξη δυνάμεως διεκδικώντας βραχονησίδες. Ήδη «γκριζάρουν» το Αιγαίο. Όσοι κατά καιρούς έκαναν κατάχρηση του όρου περί «ελληνοτουρκικής φιλίας» απλώς ήσαν αιθεροβάμονες. Ο Τούρκος ποτέ δεν γίνεται ειλικρινής φίλος.
Η ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας δείχνει ότι ποτέ της δεν απέδιδε καμία σημασία στα δεδομένα του Διεθνούς Δικαίου και ότι ο μόνος σημαντικός γι’ αυτήν παράγοντας είναι η στρατιωτική ισχύς. Οι ελπίδες φιλοδυτικών κυβερνήσεων ότι μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως και τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου η Τουρκία θα έχανε τη σπουδαιότητά της για τη Δύση δεν έχουν δικαιωθεί ακόμα. Παρά το διαφορετικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί στις σχέσεις Δύσεως – Τουρκίας, η τελευταία κολακεύεται να πιστεύει ότι έχει αναβαθμιστεί έναντι της Ρωσίας.
Το αμαρτωλό ΝΑΤΟ αδιαφορεί για την τουρκική προκλητικότητα. Είναι γνωστό ότι αυτό το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, που εξακολουθεί να υφίσταται παρότι το Σύμφωνο της Βαρσοβίας έχει διαλυθεί, ουδέποτε μας υπεστήριξε. Παρέμενε απαθής θεατής των τουρκικών αθλιοτήτων, όπως τότε με τη βάρβαρη εισβολή στην Κύπρο. Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο Στόλτενμπεργκ, εδήλωσε κυνικά: «Τις διαφορές σας για τα νησιά δεν μπορώ να σας τις λύσω εγώ. Βρείτε τα μεταξύ σας…». Διερωτάται κανείς για ποιον λόγο αξίζει να παραμένουμε ακόμα μέσα σε αυτόν τον οργανισμό. Να μην τρέφει, όμως, αυταπάτες ο μίστερ Στόλτενμπεργκ. Η πάγια τακτική του να μας αποτρέπει από μια σύγκρουση με την Τουρκία, παρότι μονίμως οι εξ Ανατολών γείτονές μας ασχημονούν, δεν πρόκειται αυτήν τη φορά να εισακουστεί. Τις παραινέσεις του να τις απευθύνει προς την Άγκυρα, που εξακολουθεί σκοπίμως να κρατά φυλακισμένους τους δύο στρατιωτικούς μας.
Το ΝΑΤΟ πρέπει να πάρει την ίδια απάντηση που είχε δώσει ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου ως πρωθυπουργός τον Ιούνιο του 1964 προς τον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζ. Μπολ, όταν και τότε βρισκόμαστε σε απειλή πολέμου από την Τουρκία με τον Ινονού. Είπε τότε ο Γεώργιος Παπανδρέου: «Δυστυχώς, ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος, διότι σήμερον εκ των συνομιλιών μας φοβούμαι ότι θα επιβεβαιωθεί ότι υπάρχει αγεφύρωτος αντίθεσις απόψεων μετά της Τουρκίας. Εάν δε το ΝΑΤΟ αποφασίσει ότι δεν ημπορεί να αποτρέψει τον πόλεμον, δυστυχώς η επίθεσις της Τουρκίας θα αποτολμηθεί. Και η Ελλάς θα αμυνθεί…».
Τα λόγια του «Γέρου» αποκτούν άμεση επικαιρότητα. Ο προσεκτικός μελετητής της διπλωματικής μας Ιστορίας θα διαπιστώσει ότι η ρίζα της σημερινής ελληνοτουρκικής κρίσης πάει πολύ πίσω στον χρόνο. Ξεκινά από τον Νοέμβριο του 1973, όταν εδημοσιεύθη στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η –εν αντιθέσει προς το τότε και σήμερον ισχύον Διεθνές Δίκαιον της Θαλάσσης– παραχώρησις στην τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίων (ΤΡΑΟ) 27 αδειών ερεύνης και εκμεταλλεύσεως υδρογονανθράκων επί ελληνικής υφαλοκρηπίδος, δυτικώς των νήσων Χίου, Λήμνου, Μυτιλήνης, Σαμοθράκης και Αγίου Ευστρατίου.
Ηκολούθησαν η βάρβαρη εισβολή στην Κύπρο, η απαίτηση της Άγκυρας να ανατεθεί σε αυτήν ο εναέριος έλεγχος ολοκλήρου του Ανατολικού Αιγαίου, ως και η ίδρυση ενός ψευδοκράτους επί του υπό τουρκικήν κατοχήν τμήματος της Κύπρου. Από τότε άρχισε η Άγκυρα να θέτει διαρκώς και πιο έντονα ζήτημα τουρκικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη, που κορυφώθηκε με το ολέθριο λάθος του Τσίπρα να προσκαλέσει τον Ερντογάν στην Ελλάδα. Και βέβαια, ποτέ μη μας διαφεύγει ο ρόλος του ολετήρα Σημίτη, ο οποίος κατά τις συνομιλίες της Μαδρίτης –τότε με το αίσχος των Ιμίων– συνομολόγησε με τους Τούρκους ότι έχει η Τουρκία… ζωτικό χώρο στο Αιγαίο!
Αυτά, για να μην ξεχνάμε. Τώρα, βήμα βήμα, όλα δείχνουν ότι η Άγκυρα θα προχωρήσει με την αρχή του θέρους σε «θερμό επεισόδιο». Αυτό –μην αυταπατώμεθα– σημαίνει πόλεμο. Στις 15 Απριλίου γράφαμε στο άρθρο μας: «Η απόφαση για πόλεμο δεν είναι λέξη. Είναι πράξη μεγάλη και εκτελείται με σειρά μέτρων. Πραγματική απόφαση για πόλεμο σημαίνει νέα ατμόσφαιρα στη δημόσια ζωή του τόπου, νέα νοοτροπία και νέους τρόπους πολιτικής συμπεριφοράς. Η απόφαση πολέμου για να είναι σοβαρή προϋποθέτει ριζική αλλαγή του γενικού πολιτικού και ψυχολογικού κλίματος του τόπου…». Και στο επίκεντρο της αντιπαράθεσής μας με την Τουρκία βρίσκεται το θέμα της συνεχιζόμενης φυλάκισης των δύο στρατιωτικών μας στα λευκά κελιά της Αδριανούπολης.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που απέτυχε τραγικά σε όλους τους τομείς και κατέστρεψε την Ελλάδα, είναι τελείως ακατάλληλη να διαχειρισθεί μια ελληνοτουρκική κρίση. Έχουμε πλήρη εμπιστοσύνη στις Ένοπλες Δυνάμεις μας, όχι όμως σε αυτήν την κυβέρνηση. Η Τουρκία θέτει απερίφραστα το θέμα της ανταλλαγής των στρατιωτικών. Ο Τσίπρας το χειρίσθηκε λάθος από την πρώτη στιγμή και τώρα θα πληρώσει τους επιπόλαιους χειρισμούς του. Μοιραία, η ανταλλαγή πρέπει να γίνει, διότι αυτό απαιτεί η σωτηρία των παιδιών μας. Η κυβέρνηση δεν το τολμά. Βρίσκεται σε πλήρες αδιέξοδο.
Ήλθε, λοιπόν, η ώρα να φύγει. Τη συμφέρει η αποχώρησή της. Διότι, διαφορετικά, με τα δεινά που θα προσθέσει στον τόπο, θα οδηγηθεί μελλοντικά σε ειδικό δικαστήριο.
Κυβερνητικά στελέχη προτείνουν στον Τσίπρα να προκηρυχθούν αιφνιδιαστικά εκλογές στις 24 Ιουνίου, την ίδια ακριβώς περίοδο που θα γίνουν εκλογές και στην Τουρκία. Ας γίνει έτσι. Όταν ο Τσίπρας δεν έχει το σθένος να αντιταχθεί στις εντολές των Βρυξελλών που διαλύουν την ελληνική κοινωνία, πώς θα αντιταχθεί στο ΝΑΤΟ, που κατά παγίαν τακτική αποτρέπει την Ελλάδα από το να αντιμετωπίσει δυναμικά τις προκλήσεις της Τουρκίας, την οποία ευνοεί συστηματικά;
Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την απειλή της σουλτανικής δεσποτείας μπροστά μας, θα έπρεπε να συμφωνήσουν άπαντες σε μια λύση, προσωρινή, «εκτάκτου ανάγκης». Με τη στήριξη όλων των κομμάτων, να σχηματιστεί μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», με πρωθυπουργό πρόσωπο αδιαμφισβήτητου κύρους και ικανοτήτων, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι δυσχερείς καταστάσεις, και πρώτα απ’ όλα το ζήτημα των στρατιωτικών μας, με συλλογική ευθύνη. Στόχος, πάντα, η σύντομη επιστροφή τους, προς αποφυγήν χειρότερων συνεπειών. Και, δεύτερον, να καταρτιστεί σχέδιο απελάσεως προσφύγων – μεταναστών, που αποτελούν καρκίνωμα για την ελληνική κοινωνία, ενώ σε μια ενδεχόμενη ρήξη με την Τουρκία που θα φτάσει σε ακραίο σημείο η παρουσία των ξένων προσφύγων δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους.
Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ πρέπει να καταλάβουν ότι από τα δικά τους συμφέροντα προέχει το συμφέρον της Ελλάδος. Και επιτέλους να συνειδητοποιήσουν κάποιοι ότι τα δικά μας συμφέροντα δεν συμπίπτουν ούτε με τις απαιτήσεις του διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου ούτε με τη στρατηγική συνασπισμών που δεν μπορούν να μας προστατεύσουν. Θα πρέπει να δεχθούν αυτοί τους δικούς μας όρους και όχι να αποδεχόμαστε δουλικά εμείς τις δικές τους εντολές. Διαφορετικά, παύουμε πλέον να είμαστε ανεξάρτητο κράτος. Γινόμαστε χώρα υπό ξένη κηδεμονία και κατοχή. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, η υπεράσπιση της εδαφικής μας ακεραιότητας καθίσταται προβληματική. Υφίσταται ο κίνδυνος να υποστούμε συρρίκνωση εθνικών εδαφών.
Η φράση του αείμνηστου Γεωργίου Παπανδρέου: «Η Ελλάς θα αμυνθεί» να αποτελέσει λάβαρο για όσους σήμερα διαχειρίζονται τις τύχες μας. Θα προχωρήσω και σε μια συγκεκριμένη πρόταση για το πρόσωπο που θα μπορούσε να αναλάβει πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης «εκτάκτου ανάγκης». Πιστεύω ότι τα προσόντα που απαιτούνται για αυτό το αξίωμα τα συγκεντρώνει ο επίτιμος Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός κ. Φραγκούλης Φράγκος. Δεν είναι μόνο έμπειρος αξιωματικός, με πολλές περγαμηνές και εθνικό φρόνημα. Είναι ιστορικός συγγραφέας, άριστος γνώστης της διεθνούς διπλωματίας και ειδικός μελετητής της τουρκικής πολιτικής, όπως αυτή εκτυλίχθηκε από τον Μωάμεθ μέχρι σήμερα. Είναι ακριβώς ο άνθρωπος που μας χρειάζεται ειδικά αυτήν τη στιγμή. Ανταποκρίνεται στο αίτημα της εποχής μας και θα δικαιωθεί ιστορικά. Το έργο του θα είναι δυσχερές, δυσχερέστατο, ηράκλειο. Ας του δώσουν τη δυνατότητα να το υλοποιήσει. Η Ελλάς τον έχει ανάγκη.