Για δύο φρεγάτες και ένα υπουργείο…
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η κατάρρευση του σχεδίου ενοικίασης των γαλλικών φρεγατών ήταν ένα ηχηρό χαστούκι τόσο για την κυβέρνηση όσο και για το αστικό σύστημα στο σύνολό του. Μετά τη γελοιοποίηση του αφηγήματος ότι η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ εξασφαλίζει τη χώρα, που σαρώθηκε από τις δηλώσεις Sorensen, ο οποίος τόνισε ότι η όποια ελληνοτουρκική διένεξη δεν αποτελεί νατοϊκό πρόβλημα, ήρθαν και οι δηλώσεις του γάλλου υπουργού Οικονομικών για να γελοιοποιήσουν τη θεωρία περί «των ελληνικών συνόρων, που είναι και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Κοντολογίς, οι κομπορρημοσύνες του κ. Τσίπρα ότι η πειθήνια στάση του θα ανταμειφθεί με την αναβάθμιση της αστικής τάξης της χώρας στην περιοχή σε βάρος της Τουρκίας πήγαν περίπατο. Μαζί βέβαια πήγε περίπατο και η υποτιθέμενη ελληνοτουρκική ένταση, από τη στιγμή που το θέατρο των εξελίξεων μεταφέρθηκε στο πραγματικό του κέντρο, την πολύπαθη Συρία.
Μένει βέβαια η απορία γιατί η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε την ενοικίαση των δύο γαλλικών φρεγατών και του πρώτου σκέλους της αναβάθμισης των F-16 για να το ανακαλέσει λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα. Οι λόγοι είναι ενδεικτικοί του γενικότερου κλίματος.
Η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί απεγνωσμένα όλο αυτό το διάστημα να εμφανίσει μια απτή επιτυχία στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής και των μνημονιακών και μεταμνημονιακών διαπραγματεύσεων. Θεώρησαν λοιπόν ότι η υποτιθέμενη αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας στα Βαλκάνια θα μπορούσε να αποτελέσει όχημα για να καταγραφούν επιτυχίες και στο οικονομικό πεδίο. Σκέφθηκαν ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί με την επιστροφή των κερδών του λεγόμενου «επίσημου τομέα» (δηλαδή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών) από τα ελληνικά ομόλογα και την ελάφρυνση του χρέους κατά 18 δισ. Πίστεψαν ότι εάν έταζαν την επιστροφή μέρους αυτού του ποσού στους εταίρους ως αγορές πολεμικού υλικού, αυτοί θα υλοποιούσαν επιτέλους αυτή τους τη δέσμευση.
Εναλλακτικά, είχαν σκεφθεί ότι εάν ενοικίαζαν αντί να αγοράσουν το πολεμικό υλικό, όπως με τις φρεγάτες, ή εάν κατέβαλαν τις δαπάνες για την αναβάθμιση των F-16 σε βάθος οκταετίας, οι αμυντικές δαπάνες δεν θα έρχονταν σε σύγκρουση με τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο. Τόσο η «τρόικα» όσο και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κατέστησαν σαφές ότι ούτε χρήματα προτίθενται να επιστρέψουν ούτε να κάνουν τα στραβά μάτια στην όποια δημιουργική λογιστική από την ελληνική πλευρά. Έτσι φτάσαμε στο φιάσκο της περασμένης Τετάρτης, όπου ο κ. Καμμένος επί της ουσίας παραδέχθηκε τα παραπάνω.
Η επιδείνωση του κλίματος είχε διαφανεί από την αρχή της εβδομάδας. Η Commission έσπευσε, διά στόματος Μοσκοβισί, να παραπέμψει στις ελληνικές καλένδες την πρόταση περί ρήτρας μεγέθυνσης στο ελληνικό χρέος. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη βέβαια, αφού είναι αφελές να πιστεύει κάποιος ότι η χώρα θα μπορεί να δανειστεί από τις αγορές σε φυσιολογικά επιτόκια, χωρίς το χρέος της να έχει τακτές αποπληρωμές.
Το ενδιαφέρον στις δηλώσεις Μοσκοβισί είναι η θέση για την παρακολούθηση της χώρας μετά «το τέλος του προγράμματος», μια δήλωση που συγκεκριμενοποίησε ο κ. Τσακαλώτος, λέγοντας ότι θα υπάρχουν τέσσερις αξιολογήσεις ετησίως. Από κοντά και η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs, που δήλωσε ότι η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές δεν προϋποθέτει απλά την ελάφρυνση του χρέους αλλά και τη διατήρηση του αδιάθετου υπολοίπου του 3ου Μνημονίου (κάπoυ 27 δισ. ευρώ) ως αποθεματικό για την αποκλιμάκωση των επιτοκίων ή/και πιθανή νέα ανακεφαλαίωση των τραπεζών.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι δηλώσεις Γιούνκερ περί βιώσιμης εξόδου περισσότερο διασκεδάζουν τις εντυπώσεις στο πλαίσιο της πίεσης για ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων, παρά προσθέτουν κάτι ουσιαστικό. Στο ίδιο μήκος κύματος και το Eurogroup της Παρασκευής, που παρέπεμψε τα θέματα του χρέους και της εποπτείας για τον Ιούνιο, κάνοντας παράλληλα παραινέσεις για ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων μέτρων.
Πρόκειται για τη χρεοκοπία τόσο του οικονομικού όσο και του γεωπολιτικού αφηγήματος της κυβέρνησης και της αστικής τάξης της χώρας, που επιβιώνουν βάζοντας ενέχυρο την κρατική περιουσία και την ίδια την κοινωνία. Οποιοσδήποτε εγκλωβισμός της κοινωνίας αλλά και τμήματος της Αριστεράς σε αυτά απλώς παρατείνει τα αδιέξοδα.