ΜΕΤΑ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΟΣΩΝ ΚΑΙ ΤΟΣΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ΞΑΝΑ ΠΑΛΙ ΣΤΑ ΓΕΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ
Του
Μιχάλη Φιοράντε
Τώρα στό τέρμα τής ζωής
τελείωσε τό αίμα
τό είδα είς τά πρόσωπα
καί σέ πολλών τό βλέμμα.
•••
Έγινε τό ηδύποτο
μιάς σπείρας δολοφόνων
μέσα στήν τύρβη τής ζωής
καί τούτο όχι μόνον.
•••
Πίνουν, ρουφάνε χαρωποί
κι απέ ξεσπούν στά γέλια
-ποιός νά γλιτώσει τήν ζωή
τά άφρακτα αμπέλια.
•••
Οι ιπποκόμοι στέκονται
εδώ πειθαρχημένοι
κι εμείς μετράμε τήν ζωή
κι όποιος παράς μάς μένει.
•••
Ανύπαρκτοι ολοσχερώς
μέ μάτια βουρκωμένα
μάς βρίσκουνε φαντάσματα
στήν λέπρα καί στήν βλέννα.
•••
Καί οι εδώ υπήκοοι
τούς κλίνουνε τήν μέση
κοιτώντας απ’ τήν τσέπη τους
ένα EURO μήν πέσει.
•••
Η βρώμα δολοφονική
η απονιά σιγόντο
καί η χαρά δέν προχωρά
ούτε σέ έναν πόντο.
•••
Ο Οδυσσέας πονηρός
γιά νά ξεφύγει θέλει
μά ο Αγώνας μάταιος
ανύπαρκτος εντέλει.
•••
Νεκροταφεία, Τράπεζες
αυξάνουν νύχτα μέρα
τά δέ οστά μύριων νεκρών
φτερώνουν στόν αέρα.
•••
Δολοφονίες, βιασμοί
γονέων στά παιδιά τους
-ο θάνατος τών θηλυκών
κουρνιάζει στήν ποδιά τους.
•••
Ελλάδα Χώρα μίζερη
ποιός Χάρος σέ ματιάζει
καί τό νερό στόν φάρυγγα
αέναο καλπάζει.
•••
Οι Λαιστρυγόνες διαρκώς
χαίρονται καί γιορτάζουν
στήν Χώρα τήν ανύπαρκτη
πού άστρα δέν χαράζουν.
(…)
Έβρεχε απ’ τά χαράματα
χλώριο καί ποτάσα.
Μία κονσέρβα ήτανε
καί τό λεωφορείο.
Από τό στόμα έβγαινε
παγάκια η ανάσα.
•••
Επιβάτης σέ μιά Χώρα
μέ στενό ορίζοντα
καί ομίχλη,
παραβάτης πού διαβάζει
στά κρυφά τόν Σεφέρη
καί τήν Κίχλη.
•••
Έτρεχα στά λασπόνερα
βούρκος καί αηδία.
Ένα κορίτσι γυάλινο
έκλαιγε τραγουδώντας
κι είδα μές στά σύννεφα
τών άστρων τήν κηδεία.
……………………………
Νύν καί αεί καί στών Αγώνων μηδέν.
Χαρίεσσα Γή πώς σέ πατούν
τά άλογα τών Λαιστρυγόνων.
Οι Ιππείς ορατοί καί αδίστακτοι
καμαρώνουν τούς εδώ
Ιπποκόμους.