Τουρκία και Ευρώπη ΙΙI
Του
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Α. ΖΟΛΩΤΑ
«Υιοθετούμε έναντι της Τουρκίας την θέση ενός που παραδείχνει κατανόηση, όχι μόνον μετά, αλλά και προ της απάτης της γυναίκας του. Τα κέρατα είναι άσχημο εθνικό καπέλο», Robert Gilbert, Βρετανός πρέσβυς, Β’ ΠΠ (Ι. Σ. Κολιοπούλος, Greece and the British connection, 1935-1941, σελ. 141).
Ο ήδη αναφερθείς Αμερικανός καθηγητής Φρανκ Βέμπερ επισημαίνει χαρακτηριστικώς (Ο επιτήδειος υδέτερος, 1983, σελ. 279), ότι η Τουρκία, «παρ’ όλην την κραυγαλέα κακοπιστία της έναντι των Συμμάχων, έχει καταστεί υπολογίσιμο μέλος των Ηνωμένων Εθνών, εταίρος του ΝΑΤΟ και από το 1947, έχει αρχίσει να παίρνει αμερικανικό οπλισμό και βοήθεια εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Οι Δυτικοί τείνουν να λησμονούν την ακαθόριστη εξωτερική πολιτική της Άγκυρας κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ» !
Η ελληνική αντίσταση τότε (1940-1941) είχε προκαλέσει σαρωτικό κύμα ενθουσιασμού φυσικώ τω λόγω και στους Ελληνοκυπρίους, οι οποίοι και έθεσαν θέμα ενώσεως. Η Τουρκία είχε ρητώς παραιτηθεί παντός δικαιώματός της διά της από 24.07.1923 Συνθήκης της Λωζάννης (άρθρ. 16). Και ο Ισμέτ Ινονού, τότε ΥΠΕΞ, είχε δηλώσει, ότι η Τουρκία «δεν εγείρει αξιώσεις επί εδαφών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που παρέμεινον εκτός των συνόρων της Τουρκίας». Οι Βρετανοί (Ουΐλιαμ Γκλάντστον, Λόϋντ Τζωρτζ, Ουΐνστον Τσώρτσιλ, Έντουαρντ Γκρέϋ, Ράμσεϊ Μακντόναλντ, Φίλιπ Νόελ-Μπέϊκερ, Τζων Πάρκερ κ.α.) ήσαν ένθερμοι αμύντορες της προσαρτήσεως της Κύπρου στην Ελλάδα, υπό όρους, φρονούμε, λίαν ή συμφέροντες δι’αυτήν. Όπως, όμως, εδήλωσε ο πρέσβυς των ΗΠΑ εν Κύπρω (04.04.1955), όταν «η Πυροσβεστική καλείται να σβήσει πολλές πυρκαϊές ταυτοχρόνως, είναι ίσως υποχρεωμένη να προστρέξει στις καταστρεπτικώτερες προτού επιληφθεί εκείνης που δεν έχει ακόμη λάβει τέτοιες διαστάσεις».
Ωστόσο, την 01.04.1955, ο Γεώργιος Γρίβας (ΕΟΚΑ) εσήμανε τον ένοπλο αγώνας δι’ ένωση. Ήταν αναφαίρετο δικαίωμα των Ελλήνων. Αναμφιβόλως ο περιορισμός στην ελευθερία Συμμάχου (1.200 Ελληνοκύπριοι πολέμησαν στα Ηπειρωτικά Όρη) δεν αποτελεί γόνιμη στρατηγική. Ούτε όμως και η ανταπόδοση διά της βίας. Εξ άλλου, στα όμματα των Βρετανών η Ελλάς παρέμενε αναξιόπιστος (Δεκεμβριανά, «Εμφύλιος»). Κατόπιν τούτων, την 30.06.1955, η Τουρκία επανήλθε επί του προσκηνίου, προσκληθείσα σε συνάντηση μετά της Ελλάδος, την 29.08.1955, στο Λονδίνο. Η συνάντηση απέβη άκαρπος.
Την 06-07.09.1955, η τουρκική Κυβέρνηση οργανώνει στην Κπολη πογκρόμ κατά του ενταύθα Ελληνισμού, γνωστού και ως Νύκτας του Αγίου Βαρθολομαίου της Ρωμιοσύνης (Ανδρέα Λαμπίκη, Ελεύθερη Φωνή, 07.09.1955), την ύπαρξη της οποίας εγγυάτο η από 23.01.1923 Συνθήκη της Λωζάννης (άρθρ. 2). Σημειωτέον, οι Έλληνες της ΚΠόλεως εξηρέθησαν τότε της ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, προκειμένου όπως αποτραπούν προφανείς ζημίες που θα υφίστατο η Πόλη εκ της εξόδου τους, οικονομικώς και εμπορικώς (συμβ. γνώμη υπ’αρ. 10/21.02.1925 του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης).
Οι εν λόγω πράξεις, εκτελεσθείσες υπό τα όμματα των τουρκικών Αρχών, συνίσταντο σε 37 θανάτους Ελλήνων, 200 βιασμούς Ελληνίδων και Ελληνόπουλων, στην βιαία περιτομή ιερέων, πολλούς ξυλοδαρμούς, στην καταστροφή 4.340 καταστημάτων, 110 ξενοδοχείων και εστιατορίων, 21 εργοστασίων, 27 φαρμακείων, στην πυρπόληση επίσης 38 εκκλησιών και την λεηλασία άλλων 35 και στην καταστροφή 3 εγκαταστάσεων εφημερίδων, 8 αγιασμάτων, 2.600 οικιών και 5 αθλητικών συλλόγων (Σπυρίδωνος Βρυώνη Jr., Ο μηχανισμός της καταστροφής…, 2007). Κόστος υλικών ζημιών: 500 εκατ. Δολ. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων εγκατέλειψε την Πόλη. Την 28.08.1955, η Hurriyet είχε γράψει: «Εάν οι Έλληνες τολμήσουν ν’ αγγίξουν τ’ αδέλφια μας [στην Κύπρο], θα υπάρξουν άφθονοι Έλληνες στην ΚΠόλη να υποστούν αντίποινα».
To εν λόγω πογκρόμ συγκρίνεται με την Νύχτα των Κρυστάλλων (09-10.11.1938) των Ναζί κατά των Εβραίων (Α. de Zayas, To πογκρόμ της ΚΠόλεως…, IAGS, τ. 2/2007). Αποτελεί πράξη γενοκτονίας, κατ’ άρθρ. 2 της Συμβάσεως περί Γενοκτονίας (09.12.1948), εκ της καταδήλου προθέσεως καταστροφής ολοκλήρου ή μέρους της ελληνικής κοινότητος στην ΚΠολη, λαμβανομένων υπ’ οψν και των εν γένει έως τότε γενοκτονικών διωγμών του Ελληνισμού υπό της Τουρκίας (Το Παρόν, 07-15.04.2018), αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από της δε αλώσεως της ΚΠόλεως (06.04-29.05.1453). Το εν λόγω έγκλημα δεν υπόκειται σε παραγραφή, ούτε και οι συνεπεία αυτού αξιώσεις (αποκατάσταση, αποζημίωση, ικανοποίηση), ως ισχύει και στην περίπτωση της Γενοκτονίας των Ελλήνων (Το Παρόν, 20.11.2016, 08.01.2017, 23.04.2017 και 06.08.2017).
Οι διαβουλεύσεις επί του Κυπριακού εσυνεχίσθησαν άνευ της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων, των Άγγλων υποβαλόντων το Σχέδιο Χάρντινγκ (21.11.1955) περί αυτοδιαθέσεως της Μεγαλονήσου κατόπιν σχετικής μεταβατικής περιόδου, αποδοκιμασθέντος υπό του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ’. Εν συνεχεία, η κρίση εκλιμακώθη, οδηγήσασα στις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου (11-19.02.1959), περί ανακηρύξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, συναφθείσες μετά της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων, όπερ κατέρρευσαν, του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Dean Acheson προτείναντος, πάλιν άνευ της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων, έτερο δελεαστικό σχέδιο (20.08.1964), μη γενόμενο επίσης αποδεκτό, κατά την ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου «μάς χαρίζουν μίαν πολυκατοικία και συζητούμε διά το ρετιρέ». Τότε δε η Ελλάς ετέλει ακόμη υπό την ρητή προστασία του Αμερικανικού 6ου Στόλου (Αναστ. Π. Ζολώτα, Εστία, 20.08.1996).
Την 20.11.1969, όμως, ανακαλείται η αποσταλείσα την 07.05-20.10.1964 ελληνική Μεραρχία (8.500 άνδρες), με δύναμη πυρός Σώματος Στρατού και την 20.07.1974, αποβιβάζονται τουρκικά στρατεύματα (Αττίλας Ι): 40.000 στρατιώτες, 300 τανκς. Διά της υπ’ αρίθμ. 353/1974 αποφάσεώς του, το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ απεφάνθη, ότι η εν λόγω εισβολή απετέλει «σοβαρή απειλή κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας και δημιουργεί μια ιδιαιτέρα εκρηκτική κατάσταση σ’ όλην την περιοχήν της Ανατολικής Μεσογείου».
Μετά και τον Αττίλα ΙΙ (14.08.1974), το ΣΑ, διά της υπ’ αριθμ. 360/16.08.1974 αποφάσεώς του, απεδοκίμασε «κατηγορηματικά τις μονομερείς στρατιωτικές επιχειρήσεις που στρέφονται κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας». Υιοθετήθησαν και άλλες αποφάσεις (355/1974, 541/1983, 550/1984, 649/1990), ως και υπό της Γενικής Συνελεύσεως (3212(XXIX)/1974, 33/15/1978, 37/253/1983) κ.α. Διεπράχθησαν και εκεί φόνοι, βιασμοί, βασανιστήρια, λεηλασίες (Sunday Times, 13.01.1977, Le Matin, 20.03.1978).
Παραλλήλως προς τ’ ανωτέρω, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ εξέφρασε την ανησυχία της (50/1987) εκ των εντεύθεν «αλλαγών στην δημογραφική δομή της Κύπρου με την εισροή μεγάλου αριθμού εποίκων». Η μεταφορά πληθυσμών επί σκοπώ την εκρίζωση των γηγενών εκ της πατρογονικής τους γης, όταν δε αύτη σκοπεί την συνέχιση του εις βάρος του αυτού έθνους διωγμού και την συγκεκαλυμμένη προσάρτηση τούτων των εδαφών, αποτελεί πάλιν περίπτωση γενοκτονίας (UN GAOR, 46th Sess. Supp. No. 10 (A/46/10) σ. 268 επ.), μη λαμβανομένης υπ’ όψιν της κατασχέσεως και ανακατανομής των περιουσιών αυτών, όπερ επίσης επισύρουν την κρατική ευθύνη, ως και τα εγκλήματα πολέμου ως τ’ ανωτέρω ατομικές ποινικές ευθύνες κατά των ενεργησάντων αυτά αξιωματούχων της.
Η βιαία εκδίξωση των 180.000 Ελληνοκυπρίων τότε κατεδιάσθη και υπό του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο (υποθ. υπ’ αρ. 6780/1974, 6950/1975, 8007/1977 κ.α.). Ο τέως Τούρκος πρόεδρος Τουργκούτ Οζάλ εδήλωσε αργότερα πως «το ζήτημα της Κύπρου και των νήσων του Αιγαίου θα λυθεί χωρίς πόλεμο, από την δημογραφία» (Εστία, 03.01.1996)! Τέλος, τίθεται και θέμα πολιτιστικής γενοκτονίας, συνισταμένης, όπως και στην περίπτωση της ΚΠόλεως, στην καταστροφή εκκλησιών, μοναστηριών, κοιμητηρίων, όπου επίσης συντρέχουν λόγοι αξιώσεων κ.α.
Ακολουθούν casus beli (24.10.1979), Ίμια-25.12.1995, Γκρίζες Ζώνες-08.07.1997, Ελσίνκι («Διαφορές»)-10.12.1999, αλλεπάλληλες παραβιάσεις του Αιγαίου, Θράκη κ.α. Ήδη, την 22.01.1975, ο Τούρκος ΥΠΕΞ Melih Esenbel εδήλωσε στην τουρκική Εθνοσυνέλευση (Γ. Κ. Τενεκίδης, Διεθνοποίηση και αποδιεθνοποίηση του Κυπριακού, σελ. 248-249): «Οι συνθήκες σήμερα είναι διαφορετικές από τις συνθήκες του 1923. (…) Η Κύπρος αποτελεί το πρώτο βήμα προς το Αιγαίον» και την 15.06.1983, ήτοι 5 μήνες προ της ανακηρύξεως της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου, ο τότε πρόεδρος του Συνδέσμου Αλληλοβοηθείας Τούρκων Δυτικής Θράκης, εδήλωσε στην Σμύρνη πως «με την βοήθεια του Αλλάχ θα γεννηθεί στην Δυτική Θράκη στο κοντινό μέλλον μια τρίτη Τουρκική Δημοκρατία» (όρα και Νικ. Π. Σοϊλεντάκη, Ιστορία του θρακικού Ελληνισμού, τόμος Β’, σελ. 459).
Το τουρκικό θράσος λαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις: την 03.06.1995, ο τότε πρόεδρος της Τουρκίας Suleyman Demirel δηλώνει ευθαρσώς πως «εάν εφαρμόσουμε την Δημοκρατία όπως μας ζητούν οι Ευρωπαίοι, τότε θα διαλυθούμε και αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ» (Αναστ. Π. Ζολώτα, Εστία, 15-22.09.2009 και 20-21.01.2010) όταν δε ο τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας της Γαλλίας (2007-2012) Νικολά Σαρκοζί προέτεινε στον σύμβουλο του R. T. Erdogan επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, Egeman Bagis, όπως η Τουρκία περιορισθεί σε μιαν ειδική σχέση με την ΕΕ, ο τελευταίος απήντησε, ότι «εάν η Τουρκία αποτελέσει την μοναδική εξαίρεση συμμετοχής στην ΕΕ, το μήνυμα που θα σταλεί σε 1,5 εκατ. Μουσουλμάνους σ’ όλον τον κόσμο θα είναι πολύ αρνητικό»!
Η Τουρκία έχει αποδείξει περιτράνως πως αψηφά προκλητικώς τις δεσμεύσεις της. Μπορεί να εφόρεσε γιλέκο, σκαρπίνια και κολάρο, αλλά κατόπιν και της προσφάτου δραματικής τουρκικής αποθρασύνσεως και περαιτέρω εκτραχύνσεως στο Αιγαίο και την Κύπρο, ως και της ομηρίας πλέον των Ελλήνων στρατιωτών, συνεχίζει να εκδηλοί βούληση υποβόσκουσα ένστικτα παραπέμποντα σε παλαιότερες συμπεριφορές. Σημειωτέον, δεν ετιμωρήθη διά τα εγκλήματά της στον Α’ ΠΠ, του Εθνικού Διχασμού επιδράσαντος ανασταλτικά στην επικύρωση της Συνθήκης των Σεβρών (10.08.1920).
Σήμερα (Euractive, 30.08.2017), πάρα τις προσπάθειες της ΕΕ, απομακρύνεται αλματωδώς απ’ αυτήν, ενώ εκφράζεται και ενδεχόμενο διαζυγίου της από το ΝΑΤΟ (Economist, 01.02.2018), θα έπρεπε δε ήδη να έχει αποβληθεί από τον ΟΗΕ (άρθρ. 6 Καταστατικού Χάρτου). Κατόπιν τούτων, πάσα προσπάθεια περαιτέρω προσεγγίσεως είναι ανώφελος. Ο αυτός Γάλλος πρόεδρος Ν. Σαρκοζί εδήλωσε σθεναρά εν Αθήναις (06.06.2008), ότι «τα σύνορα της Ελλάδος θα πρέπει να καταστούν και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως». Και ο νυν Γάλλος πρόεδρος εγγυήθη της συνδρομής της χώρας του στην περίπτωση τουρκικής επιθέσεως. Τέτοιες περισταστιακές διμερείς δηλώσεις δεν αρκούν.
Πρέπει να υπάρξει σαφής θεσμοθετημένη αλληλέγγυος κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασφαλείας και αμύνης, στα πλαίσια της κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής (άρθρ. 42, παρ. 7 ΣΕΕ), προς άπαξ διά παντός εμπέδωση και διαφύλαξη των κοινών κεκτημένων και δικαίων εντός της ΕΕ. «Εάν θες ειρήνη ετοιμάσου διά πόλεμο» (Βεγέτιος, Περί στρατιωτικών θεμάτων, τόμ. 3). Όποιος δε λησμονεί το παρελθόν ή δεν διδάσκεται από αυτό, καθίσταται έρμαιος των αυτών δεινών.