Το μέλλον της Ευρωζώνης και το διακύβευμα της Ελλάδας

Το μέλλον της Ευρωζώνης και το διακύβευμα της Ελλάδας


Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ


Το μέλλον της Ευρωζώνης συζητήθηκε την Πέμπτη στη συνάντηση Μέρκελ – Μακρόν στο Βερολίνο, όπου συνεννοήθηκαν εν όψει των συνομιλιών τους με τον Πρόεδρο Τραμπ. Οι δύο ηγέτες εξέφρασαν την αισιοδοξία τους για τα επόμενα βήματα, χωρίς ουσιαστικές διαφορές.

Η Άνγκ. Μέρκελ υπογράμμισε ότι «συμφωνήσαμε πως η Ευρωζώνη είναι επαρκώς ασφαλισμένη από τις κρίσεις», προσθέτοντας πως είναι αισιόδοξη για τη δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης. Επανέλαβε δε πως η αλληλεγγύη πρέπει να συνδέεται με την ευθύνη κάθε μεμονωμένου κράτους για τους κινδύνους που διατρέχει, αποκλείο­ντας δηλαδή την κοινή εγγύηση καταθέσεων.

Ο Μακρόν δήλωσε πως τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης θα πρέπει να προσθέσουν μηχανισμούς αλληλεγγύης, όπως η τραπεζική ένωση, στα ήδη υφιστάμενα εργαλεία για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. «Θέλουμε να παρουσιάσουμε κοινές προτάσεις τον Ιούνιο», επανέλαβε ο Μακρόν, ενώ είναι προφανές πως η Μέρκελ αντιμετωπίζει προβλήματα για λήψη απόφασης πριν από τις εκλογές στη Βαυαρία.

Από τις δηλώσεις προκύπτει πως πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι για το εύρος των μεταρρυθμίσεων της Ευρωζώνης. Έχει όμως αποδειχθεί, με την κρίση του 2010 – 2012 στην Ελλάδα, πως η Ευρωζώνη δεν έχει σχεδιασθεί σωστά και δεν διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία αλληλεγγύης. Είναι γνωστό πως ο υφιστάμενος κανόνας περί «μη διάσωσης χώρας-μέλους» οδήγησε σε χάος, μετάδοση του ρίσκου και σχεδόν διάλυση της Ευρωζώνης το 2010. Η εφαρμογή του κανόνα αυτού χρειάστηκε να παρακαμφθεί με τους εξωθεσμικούς μηχανισμούς «διάσωσης» (ESM, EFSF).

Φάνηκε, δηλαδή, πως απαιτείται η βελτίωση των κανόνων και όχι μόνο η πειθαρχία των αγορών. Έγινε εξάλλου σαφές πως η συμμετοχή των πλούσιων χωρών στους κινδύνους και το κόστος σύγκλισης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εμβάθυνση της Ευρωζώνης. Υπολείπεται, επομένως, των προσδοκιών η συμφωνία Μέρκελ – Μακρόν πως «η Ευρωζώνη είναι επαρκώς ασφαλισμένη από τις κρίσεις», την ίδια στιγμή που το ΔΝΤ προτείνει «Ταμείο για τις βροχερές μέρες» και ταυτόχρονα διεξάγεται συζήτηση για τη μετατροπή του ESM.

Έχοντας μόλις αποφύγει τις συνέπειες ενός Grexit (2015) και μια υπαρξιακή κρίση (2016), η Ευρωζώνη βρίσκεται μπροστά σε ένα σημαντικό κατώφλι. Σύμφωνα με τον πρόεδρο Γιούνκερ, εξαιτίας του δημοψηφίσματος για το Brexit, της συνεχιζόμενης υψηλής ανεργίας και της προσφυγικής κρίσης, η Ευρώπη τέθηκε υπό αμφισβήτηση τον Σεπτέμβριο του 2016.

Στις 13.9.2017, ο Γιούνκερ, παρουσιάζοντας τη στρατηγική για μια Ένωση «περισσότερο ενωμένη, πιο ισχυρή και πιο δημοκρατική», δήλωσε και αυτός πως «οι πολίτες δεν αναμένουν νέες συνθήκες και νέα θεσμικά όργανα, αλλά έχουν προσδοκίες για περισσότερη α­νταγωνιστικότητα, δουλειές, ασφάλεια».

Δηλαδή, δεν κρίνεται σκόπιμη η διόρθωση του θεσμικού οικοδομήματος της Ένωσης, αλλά τίθεται στόχος η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Παράλληλα παραδέχθηκε ότι «τα εθνικά συστήματα πρόνοιας θα εξακολουθήσουν να είναι διαφορετικά και διακριτά για πολλά χρόνια ακόμη». Υιοθέτησε επίσης μέρος των προτάσεων Μακρόν για αύξηση του προϋπολογισμού, γεγονός που συνδέεται με το Brexit.

Ωστόσο η Ευρωζώνη εξακολουθεί να υποφέρει από κρίσιμες αδυναμίες, ενώ οι συνθήκες για μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση δεν είναι οι καλύτερες. Έτσι διατηρούνται οι οικονομικές ανισότητες και η διάσταση απόψεων ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Πολλά κράτη προτιμούν το status quo, είτε οριακές μεταρρυθμίσεις, φοβούμενες την εμβάθυνση των κανόνων. Όμως, την ίδια στιγμή, η χρηματοοικονομική σταθερότητα είναι ιδιαίτερα εύθραυστη, λόγω της υπερχρέωσης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Η Ελλάδα επομένως, ως αδύναμος κρίκος, αποτελεί διακύβευμα σε ό,τι αφορά την επικείμενη υιοθέτηση του ελληνικού «μεταμνημονιακού» προγράμματος. Στην Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ θα εκτιμηθεί εάν η έξοδος στις αγορές μόνο με το μαξιλάρι των 20 δισ. αφήνει περιθώρια κερδοσκοπικών επιθέσεων. Διότι η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5%, δηλαδή, η μη διαγραφή μέρους του χρέους, αφήνει έκθετη την ελληνική οικονομία σε μακροχρόνια στασιμότητα, αποκλείει την ανάπτυξη, διατηρεί τις αμφιβολίες για την ομαλή αναχρηματοδότηση του χρέους και θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του ευρώ.


Σχολιάστε εδώ