Η συμπαράσταση ΕΕ και ΗΠΑ σε Ελλάδα και Κύπρο

Η συμπαράσταση ΕΕ και ΗΠΑ σε Ελλάδα και Κύπρο


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Ο αμφιλεγόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ, η τριμερής επέμβαση στη Συρία και ο οπορτουνισμός της Άγκυρας

Aκόμη δεν συμπλήρωσε διετία από την ανάληψη των καθηκόντων του ως 45ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και ήδη ο κ. Ντόναλντ Τραμπ χαρακτηρίζεται από πολλούς, εντός και εκτός της χώρας του, ως ο πλέον αμφιλεγόμενος (controversial) Πρόεδρος στην ιστορία της αμερικανικής συμπολιτείας. Βασικοί λόγοι που συντελούν στην απόδοση τέτοιου χαρακτηρισμού, η ανακολουθία του σε πολιτικές που είχε εξαγγείλει προεκλογικά, που τις επανέλαβε και ευθύς μετά την ορκωμοσία του, οι μεταπτώσεις του και κυρίως ο τρόπος που χειρίζεται τα εσωτερικά και διεθνή θέματα, που διαφέρουν ριζικά των προκατόχων του.

Παροιμιώδης είναι και η συνεχής διαμάχη του με τους εκπροσώπους των ΜΜΕ, οι οποίοι του ανταποδίδουν τα ίσα συνήθως, όχι τόσο επί της ουσίας αλλά περισσότερο με αναφορές στην ιδιωτική του ζωή, επιστρατεύοντας ακόμα και πορνοστάρ, οι οποίες αποκαλύπτουν, μετά από δεκαετίες, ότι είχαν παρενοχληθεί από τον σημερινό Πρόεδρο!

Ο αμερικανικός λαός, γνωστός για την αφέλεια που τον διακρίνει σε πολλά θέματα κοινωνικής φύσης, γίνεται έτσι δέκτης στα επουσιώδη αλλά δεν αντιδράει στα ουσιώδη. Εάν επρόκειτο για επιλογές προέδρου ή πρωθυπουργού άλλης χώρας, πολύ πιθανό το ενδιαφέρον να περιοριζόταν στα εθνικά όρια.

Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση πρόκειται για τον ηγέτη της πλέον ισχυρής χώρας στον κόσμο, που οι πολιτικές επιλογές του, ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν την εξωτερική πολιτική, μπορεί να επηρεάσουν αποφασιστικά τις διεθνείς εξελίξεις. Τις ημέρες που διανύουμε ο αμερικανός Πρόεδρος βρίσκεται και πάλι στη διεθνή επικαιρότητα, με θετικές, ως επί το πλείστον, κριτικές. Πρόκειται για τη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία και τον βομβαρδισμό περιοχών όπου το καθεστώς του Προέδρου Άσαντ ανέπτυσσε το βιοχημικό πολεμικό οπλοστάσιο, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς κυρίως των Δυτικών, χρησιμοποιήθηκε εσχάτως κατά των αντιπάλων του.

Η διεθνής κοινή γνώμη δεν φαίνεται να έχει πεισθεί πλήρως όσον αφορά τη θέση αυτή. Και τα επιχειρήματα που την αποδυναμώνουν είναι πολλά. Μεταξύ αυτών και το γεγονός ότι η απόφαση επέμβασης ελήφθη από τις ΗΠΑ, ΗΒ, Γαλλία, χώρες με παραδοσιακά ενεργειακά συμφέροντα στην περιοχή, ενώ αγνοήθηκε η πρόταση της Σουηδίας για αποστολή εξειδικευμένης Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ για επιτόπια έρευνα.

Υποστηρίζεται, επίσης, ότι ο βομβαρδισθείς χώρος πρέπει να ήταν εγκαταλειμμένος και αυτό τεκμαίρεται και από το γεγονός ότι δεν καταγράφηκαν θύματα αμάχου πληθυσμού. Εξάλλου υποστηρίζεται ότι αν υπήρχαν αποθηκευμένα χημικά όπλα θα έπρεπε να είχαν εκραγεί ή να σημειωνόταν μεγάλη εκροή δηλητηριωδών αερίων. Προς τι λοιπόν η επέμβαση; Ορισμένοι την αποδίδουν στην ανάγκη να αποδειχθεί η αποφασιστικότητα του αμερικανού Προέδρου.

Πιθανό, επίσης, για να ανακοπεί η προέλαση των δυνάμεων του Άσαντ, ο οποίος τελευταίως είχε ανακτήσει πολλά από τα απολεσθέντα εδάφη, χωρίς να αποκλείεται και να προέβη στη χρήση χημικών όπλων. Από δηλώσεις και αντιδηλώσεις, όπως και τα διπλωματικά παρασκήνια, οδηγούμεθα στην εκτίμηση ότι στόχος της τριμερούς επέμβασης ήταν βασικά ο έλεγχος και η μελλοντική εκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων της περιοχής. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να προστεθεί και η αποτροπή ρωσικής επιρροής στη περιοχή, η οποία αποτελεί σημείο ισχυρών γεωπολιτικών και στρατηγικών ανταγωνισμών και πιθανών ανακατατάξεων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα αλλά και τις άλλες χώρες της περιοχής και όχι μόνο της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και της ευρύτερης Βαλκανικής προσλαμβάνει η στάση και η συμπεριφορά της Τουρκίας. Το καθεστώς Ερντογάν επιδοκίμασε μεν την τριμερή επέμβαση, αποδοκιμάζοντας συγχρόνως τη χρήση χημικών όπλων που επέρριψε στις δυνάμεις του σύριου Προέδρου Άσαντ. Εικάζεται ότι η θέση αυτή της Αγκύρας δεν άρεσε στη Μόσχα, που είχε ήδη ταχθεί υπέρ της διεθνούς νομιμότητας, καταδικάζοντας μονομερείς ενέργειες.

Ο τούρκος Πρόεδρος και το ακροδεξιό κόμμα το οποίο τον στηρίζει εφαρμόζει μια οπορτουνιστική πολιτική, κινούμενος μεταξύ Ανατολής (Ρωσίας) και Δύσης. Πότε συντασσόμενος με τους Δυτικούς κατά της Ρωσίας και πότε, αντιστρέφοντας τους όρους, με τη Μόσχα, συνάπτοντας διμερείς συμφωνίες συνεργασίας και προμήθειας όπλων, με πλέον προκλητική για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ την προμήθεια του πυραυλικού συστήματος των S-400. Με τις διπλωματικές αυτές ακροβασίες το καθεστώς Ερ­ντογάν επέτυχε την ανοχή Δύσης και Ρωσίας για να εισβάλει στη Συρία καταλαμβάνοντας τη περιοχή του Αφρίν, η οποία ελεγχόταν από τους Κούρδους, οι οποίοι για άλλη μια φορά στην πολύπαθη ιστορία τους δοκίμασαν την εγκατάλειψη από τους συμμάχους τους.

Ορθώς ο έλληνας υπουργός των Εξωτερικών κ. Νίκος Κοτζιάς, στις πρόσφατες εργασίες του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ στο Λουξεμβούργο (16.4.2018), έθεσε θέμα παραβίασης της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας όπως και ανάγκης προστασίας των κουρδικών πληθυσμών. Η αντιδυτική πολιτική του καθεστώτος Ερντογάν έχει προκαλέσει σοβαρούς προβληματισμούς σε ΗΠΑ και ΕΕ, με αυστηρές προειδοποιήσεις προς την Άγκυρα για την ακολουθούμενη επιθετική συμπεριφορά έναντι των γειτονικών χωρών, Ελλάδας και Κύπρου, προς τις οποίες εκφράσθηκε η πλήρης συμπαράσταση και υποστήριξη.

Η στάση αυτή της ΕΕ απεικονίζεται πλήρως και στην πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Τουρκία, με την οποία καλείται, μεταξύ άλλων, η Άγκυρα να σεβαστεί τις αρχές του διεθνούς δικαίου και της καλής γειτονίας, με ρητή αναφορά στην Ελλάδα και την Κύπρο. Εκπλήσσει η ανακοίνωση-απάντηση που εξέδωσε το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, που με πρωτόγνωρη και άκρως επιθετική για τη διπλωματική γλώσσα ρητορική αντεπιτίθεται, ενώ για πρώτη ίσως φορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ωσάν να απευθύνεται σε ενοριακό ακροατήριο, θέτει θέμα κυριότητας των Ιμίων, τα οποία χαρακτηρίζει ως τουρκικά!

Ήδη από καιρό, από αυτές τις στήλες είχαμε επισημάνει την αλλαγή τακτικής της Άγκυρας έναντι της Ελλάδας, με έμπρακτη πλέον αμφισβήτηση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Οι αντιδράσεις μας, εφεξής αποφασιστικές και προσήκουσες, πρέπει να έχουν διπλή κατεύθυνση. Αφενός να κινηθούμε στο πνεύμα της ρωμαϊκής ρήσης «si vis pacem para bellum» («εάν επιθυμείς ειρήνη παρασκεύαζε πόλεμο»), με τη σημερινή της έννοια, δηλαδή την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων, και αφετέρου -και τούτο σε πολιτικό επίπεδο- να εξασφαλίσουμε αξιόπιστες συμμαχίες που να μπορούν να εκφράσουν και δυναμικά τη συμπαράστασή τους.


Σχολιάστε εδώ