Η δικτατορία της 21ης Απριλίου και ο σύγχρονος, νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός


Του
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ
Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών


Tις ημέρες αυτές του Απρίλη ανακαλού­νται στη μνήμη μας δύο θλιβερές επέτειοι, οι οποίες, παρά τη χρονική απόσταση που τις χωρίζει αλλά και παρά τις διαφορετικές μορφές με τις οποίες εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο της Ιστορίας, αποτελούν και οι δύο μορφές του φαινομένου του ολοκληρωτισμού που προσδιορίζει ως ιστορικούς του αντιπάλους τη Δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία.

Η πρώτη «επέτειος» αφορά την 21η Απριλίου του 1967, όταν το καθεστώς της στρατιωτικής δικτατορίας επέβαλε ένα αυταρχικό σύστημα εξουσίας που κατέλυσε τη Δημοκρατία, φυλάκισε έναν ολόκληρο λαό για επτά ολόκληρα χρόνια και κατέρρευσε μέσα από ένα εθνικό του έγκλημα, την προδοσία της Κύπρου.

Η δεύτερη «επέτειος» είναι σχετικά πρόσφατη και αφορά την 23η Απριλίου του 2010, όταν, με φόντο το Καστελλόριζο, η Ελλάδα και ο λαός της παραδίδονταν σιδηροδέσμιοι στην απόλυτη εξουσία της σύγχρονης, της μεταμοντέρνας χρηματοπιστωτικής δικτατορίας και των πολιτικών της εκφραστών και διαχειριστών.

Οι παραδοσιακές δικτατορίες στηρίζονταν στις κανονιοφόρους και στα τανκς. Οι μο­ντέρνες ολοκληρωτικές εξουσίες έχουν ως απρόσβλητο και ανίκητο όπλο τις τράπεζες, τους οίκους αξιολόγησης, τα ταξικά προϊό­ντα και τα σύγχρονα ΜΜΕ, τα οποία διαμορφώνουν και επιβάλλουν στις κοινωνίες τις δικές τους ερμηνείες, τη δική τους πραγματικότητα, τη δική τους «Δημοκρατία».

Οι δικτάτορες της 21ης Απριλίου επιχειρούσαν να αποκτήσουν μια προσχηματική, μια τυπική έστω νομιμοποίηση μέσω κατευθυνόμενων δημοψηφισμάτων. Η σύγχρονη αυταρχική δομή εξουσίας δεν έχει ανάγκη από τέτοιες μεθόδους.

Γιατί έχει ήδη αποδυναμώσει και απαξιώσει στο περιεχόμενό τους τους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς. Έχει ενσωματώσει ή και διαλύσει τα παραδοσιακά δημοκρατικά πολιτικά συστήματα και έχει
διαρρήξει, σε μεγάλο βαθμό, τη σχέση αντιπροσώπευσης, αφού οι κοινωνικές ανάγκες, η λαϊκή βούληση δεν μπορεί να εκφραστεί γνήσια στο κομματικό και πολιτικό επίπεδο, αλλά διαθλάται και ακυρώνεται ουσιαστικά είτε μέσα από δήθεν αντισυστημικά σχήματα είτε μέσα από εθνικιστικούς και ακροδεξιούς κομματικούς φορείς.

Η 21η Απριλίου ως «εναλλακτική λύση»
Η δικτατορία της 21ης Απριλίου ήταν ήδη «έτοιμη από καιρό»! Με ιστορική αφετηρία τις εκλογές του 1958 και την τότε άνοδο ή καλύτερα την επάνοδο της Αριστεράς μέσω της ΕΔΑ, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 έγινε φανερό ότι ξεκινούσε μια περίοδος όπου έθετε τέρμα στο εμφυλιοπολεμικό σκηνικό, μια περίοδο που αναπτυσσόταν ένα δυναμικό λαϊκό-κοινωνικό κίνημα, με σαφή αιτήματα τη στήριξη και διεύρυνση των δημοκρατικών θεσμών και ταυτόχρονα την πορεία για την κοινωνική πρόοδο και ανάπτυξη.

Η «στρεβλή» Δημοκρατία της δεκαετίας του 1950 και των αρχών του 1960, όπου το παλάτι και οι ΗΠΑ αποτελούσαν το πραγματικό κέντρο εξουσίας, με νοοτροπίες και συμπεριφορές που επέτρεπαν στο ίδιο το παλάτι να ισχυρίζεται ότι μπορεί «να διορίσει και τον κηπουρό του ως πρωθυπουργό», εξάντλησε τα όριά της τον Μάρτιο του 1963, με τη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη από το παρακράτος της Δεξιάς.

Έκτοτε οι συσχετισμοί άρχισαν να ανατρέπονται, αφού μπήκε στο παιγνίδι η δημοκρατική-λαϊκή πλειοψηφία. Το σύστημα εξουσίας «ανέχθηκε» για δύο περίπου χρόνια την ΕΚ και τον Γεώργιο Παπανδρέου, προσδοκώντας στην πλήρη ενσωμάτωση και χειραγώγησή τους.

Όμως οι προσδοκίες αυτές αποδείχθηκαν φρούδες. Τόσο η έντονη ριζοσπαστικοποίηση και κινητοποίηση του λαού όσο και η ισχυρή προοδευτική πτέρυγα εντός της ΕΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου δεν επέτρεψαν μια παρόμοια εξέλιξη. Τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Το σύστημα εξουσίας και παραεξουσίας δεν μπορούσε πλέον να διασφαλίσει την ομαλή αναπαραγωγή και νομιμοποίησή του μέσα από ένα χειραγωγούμενο κοινοβουλευτικό καθεστώς και θα έπρεπε να αναζητηθούν εγκαίρως εναλλακτικές λύσεις.

Η ουσιαστική αποπομπή του Γεωργίου Παπανδρέου και οι εναγώνιες αναζητήσεις μιας κυβέρνησης «ανδρείκελων», μέσω των επάλληλων επιχειρήσεων αποστασίας βουλευτών της ΕΚ, όχι μόνο δεν διασφάλισαν μια προσωρινή λύση αλλά διόγκωσαν τη λαϊκή οργή.

Τώρα πλέον και ενόψει του βεβαίου θριάμβου του Γεωργίου Παπανδρέου και της ΕΚ στις επερχόμενες εκλογές του Μαΐου του 1967, η εναλλακτική λύση δεν αφορούσε το δίλημμα Δημοκρατία ή δικτατορία αλλά ποιο κέντρο εξουσίας θα κατέλυε τη Δημοκρατία: Η δικτατορία των στρατηγών με επίσημο κέντρο το παλάτι ή η δικτατορία των συνταγματαρχών που θα είχε ως πυρήνα το παρακράτος και την παραεξουσία των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ; Η δεύτερη εκδοχή έδρασε άμεσα και επέβαλε την εξουσία της στο παλάτι και στους μηχανισμούς του… Διεξήχθη, δηλαδή, κατ’ ουσίαν ένας εσωτερικός αγώνας δρόμου μεταξύ των δύο μορφών της ίδιας αυταρχικής – αντιδημοκρατικής δομής.

Η δικτατορία της 21ης Απριλίου αποτέλεσε μια τομή (όσον αφορά τα μορφικά χαρακτηριστικά) αλλά και μια συνέχεια (όσον αφορά το αυταρχικό-αντιδημοκρατικό και αντιλαϊκό περιεχόμενο) με το σύστημα εξουσίας το οποίο, με επικεφαλής το παλάτι, κυριάρχησε καθ’ όλη την μετεμφυλιακή περίοδο.
Αποτέλεσε την εσχάτη, την πλέον στυγνή και απεχθή έκφραση μιας αυταρχικής δομής, που δεν μπορούσε πλέον να καταστείλει την κοινωνική δυναμική και την προοδευτική εξέλιξη ενός ολόκληρου λαού. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου υπήρξε πάντως και σε κάθε περίπτωση διαχειριστής και εκφραστής των ιδίων οικονομικοκοινωνικών συμφερόντων.

Στις κλασικές δικτατορίες το αυταρχικό καθεστώς αντιπαρατίθεται στις ισχυρές αστικές ελίτ και τις καταργεί για να επιβάλει τη δική του εξουσία. Στην περίπτωση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου δεν υπήρξε καμία τέτοια σύ­γκρουση, αλλά περισσότερο μια ομαλή μεταβίβαση εξουσίας, χωρίς να θιγούν τα συμφέροντα του κατεστημένου, κατά την έκφραση της εποχής. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αντιτάχθηκε στη δικτατορία ένα σοβαρό τμήμα του παραδοσιακού αστικού-δημοκρατικού κόσμου, που παρέμεινε πιστό στις δημοκρατικές αρχές και αξίες.

Νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός
Στις παραδοσιακές δικτατορίες ο εχθρός, ο α­ντίπαλος, η απεχθής αυταρχική εξουσία ήταν γνωστή και ορατή. Είχε συγκεκριμένη υπόσταση, συγκεκριμένο πρόσωπο…

Σήμερα, ο μοντέρνος ολοκληρωτισμός δεν έχει συγκεκριμένη υπόσταση. Είναι παντού και πουθενά.

Στον νεοφιλελεύθερο-χρηματοπιστωτικό κόσμο το υπερ-υποκείμενο που ασκεί την απόλυτη εξουσία και επιβάλει τις βουλήσεις και τα συμφέροντά του είναι απρόσβλητο και αόρατο… Πολλές φορές μάλιστα εμφανίζεται ως σωτήρας προκειμένου να βοηθήσει τις αδύναμες χώρες και τους «ανεύθυνους» και «απερίσκεπτους» λαούς…

Αυτό ήταν το «αφήγημα» του Γ. Παπανδρέου στο Καστελλόριζο την 23η Απριλίου του 2010, όταν στο διάγγελμά του παρουσίασε ως «σωτήρια λύση» την ένταξη της χώρας και του λαού της στο σιδερένιο κλουβί του ΔΝΤ και ταυτόχρονα την υποταγή και αποικιοποίηση της πατρίδας μας από την αυταρχική εξουσία των δανειστών και της γερμανικής ελίτ ως «βήμα προς την ελευθερία»… Ο νέος ολοκληρωτισμός κινήθηκε σε δύο επίπεδα: Το πρώτο αφορούσε την υποταγή και την οικονομική και κοινωνική εξόντωση ενός ολόκληρου λαού μέσω των νεοφιλελεύθερων-μνημονιακών προγραμμάτων, που διέλυσαν ένα μεγάλο τμήμα της παραγωγικής και οικονομικής δομής της χώρας και οδήγησαν σε μαζική φτωχοποίηση.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο ο μεταμοντέρνος ολοκληρωτισμός υπέταξε το κομματικό σύστημα διακυβέρνησης και οδήγησε σε ευτελισμό τους δημοκρατικούς-κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Το Κοινοβούλιο τέθηκε περίπου σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης και ψήφιζε στα τυφλά τους μνημονιακούς νόμους, πολλές διατάξεις των οποίων δρούσαν καταχρηστικά ή και υπερέβαιναν τα όρια του Συντάγματος.

Δημιουργήθηκαν μνημονιακοί θύλακες στο εσωτερικό του κρατικού-δημόσιου μηχανισμού ενώ ταυτόχρονα κατασκευάσθηκαν ειδικοί, ανεξάρτητοι και μη επιδεχόμενοι έλεγχο μνημονιακοί θεσμοί για να ξεπουλήσουν τη δημόσια περιουσία και να προωθήσουν τις περίφημες ιδιωτικοποιήσεις.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010 έως το τέλος του 2014 υπήρξαν διαχειριστές και εντολοδόχοι της μνημονιακής αυτής υπερεξουσίας. Αποκορύφωμα της κατάρρευσης του συστήματος διακυβέρνησης υπήρξε ο διορισμός του τραπεζίτη Λ. Παπαδήμου στη θέση του πρωθυπουργού με την ολόπλευρη στήριξη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Μετ’ ου πολύ, ο αρραβώνας της κυβέρνησης Παπαδήμου κατέληξε σε πολιτικό γάμο για τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, την περίοδο 2012-2014, όπου ολοκληρώθηκε η καταστροφή της χώρας…

Ο νεοφιλελεύθερος-μνημονιακός ολοκληρωτισμός όμως δεν εξάντλησε τις δραστηριότητές του στη διαμόρφωση ενός καθεστώτος εσωτερικής κατοχής τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.

Συνέπεια των εξελίξεων αυτών ήταν η απώλεια της εθνικής αυτονομίας, η υποβάθμιση και απαξίωση του γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού ρόλου της χώρας. Κι αυτή είναι ίσως η πιο κρίσιμη παράμετρος που δεν έχει τονισθεί επαρκώς. Οι παραδοσιακές δικτατορίες είχαν αρχή και τέλος. Ο σημερινός ολοκληρωτισμός όμως, που επιβάλλεται στις σύγχρονες κοινωνίες τόσο σε οικονομικοκοινωνικό όσο και σε πολιτικοϊδεολογικό επίπεδο, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με τα παραδοσιακά μέσα, με τις κλασικές θεωρητικές αναλύσεις και μεθόδους.

Οι σύγχρονες κοινωνίες, οι σύγχρονοι πολίτες θα πρέπει πριν απ’ όλα να συνειδητοποιήσουν ότι τον ολοκληρωτισμό και τις συμπεριφορές και τις «αξίες» της «κοινωνίας της ζούγκλας» τις βιώνουν στην καθημερινή τους ζωή και πολλές φορές τις υπηρετούν και τις αποδέχονται παθητικά. Γι’ αυτό και οι σύγχρονοι δημοκρατικοί θεσμοί, τα πολιτικά συστήματα και τα κόμματα όχι μόνο δεν θέλουν και δεν μπορούν να εκφράσουν τα κοινωνικά αιτήματα, τα λαϊκά συμφέροντα αλλά παράγουν ακροδεξιές, εθνικιστικές και ρατσιστικές αντιλήψεις και συμπεριφορές, δημιουργούν αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ χωρών και λαών, ακόμα και στην ίδια την κληρονόμο του διαφωτισμού και των αρχαίων πολιτισμών, στην Ευρώπη.

Στον κόσμο του νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτισμού όμως η Ακροδεξιά, ο εθνικιστικός λόγος, ο ακραίος ανταγωνισμός, όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο εθνικό – κοινωνικό επίπεδο, αποτελούν κανονικότητες και όχι ατυχείς ή συγκυριακές παρεμβάσεις.

Αρκεί σήμερα να ρίξουμε μία μόνο ματιά στον πολιτικοϊδεολογικό χάρτη της Ευρώπης για να διαπιστώσουμε ότι τα ακροδεξιά και εθνικιστικά κόμματα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε διακυβερνητικό επίπεδο και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική ατζέντα.

Κι όταν κάποιες φορές χρησιμοποιούνται τα κόμματα αυτά ως μπαμπούλας προς τους ψηφοφόρους, τότε προκύπτουν είτε υπερσυντηρητικά σχήματα διακυβέρνησης είτε μορφές ενός ακραίου, νεοφιλελεύθερου, κέντρου, που κινούνται πρακτικώς στην ίδια τροχιά.

Εμείς, ως χώρα, ως πολίτες, έχουμε δυστυχώς πολλές πικρές εμπειρίες από δικτατορίες, αυταρχικά καθεστώτα αλλά και από τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό.

Το ιστορικό ερώτημα όμως είναι ένα: Έχουμε, άραγε, διδαχθεί από όλα αυτά τα αρνητικά και καταστροφικά συμβάντα; Μπορούμε, έστω και σήμερα, να συνειδητοποιήσουμε ότι πρωταρχική ανάγκη παραμένει η προάσπιση και η ενίσχυση της Δημοκρατίας και η πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας; Ή μήπως κάποιοι αναμένουν τον Κυρ. Μητσοτάκη, τον Αντ. Σαμαρά, τον Αδ. Γεωργιάδη και τον Β. Βενιζέλο να τους σώσουν; Γιατί η Ιστορία τιμωρεί σκληρά όσους περιφρονούν τα διδάγματά της.


Σχολιάστε εδώ