Επισπεύδει ο Ερντογάν για να προλάβει κινήσεις εναντίον του!
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν έκρινε τελικά ότι ο εκλογικός αιφνιδιασμός του παρείχε πλεονεκτήματα για να επιτύχει τον στόχο του. Σ’ αυτό ήταν σύμφωνος και ο στενός πολιτικός του εταίρος, Αρχηγός των Γκρίζων Λύκων (CHP) Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Ο τελευταίος βγήκε πρώτος να το προτείνει, προφανώς εκ συμφώνου με τον Τούρκο Πρόεδρο.
Ποια πλεονεκτήματα είδε σ’ αυτόν τον αιφνιδιασμό ο Ταγίπ Ερντογάν; Πρώτον, τις δάφνες της στρατιωτικής επιτυχίας στο Αφρίν, που δεν μαράθηκαν ακόμη. Δεύτερον, το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, που παρατήθηκε για τρεις μήνες ακόμη και επιτρέπει στον Τούρκο Πρόεδρο να το χρησιμοποιήσει κατά των Κούρδων και των άλλων εσωτερικών αντιπάλων του.
Υπενθυμίζεται σχετικά ότι η ανέλπιστη νίκη του φιλοκουρδικού κόμματος των Λαών της Ανατολίας είναι εκείνο που του στέρησε, στις παρελθούσες εκλογές, τον θρίαμβο που ανέμενε. Μια από τις προσπάθειές του σήμερα είναι να εκμηδενίσει τον Κουρδικό παράγοντα στο Τουρκικό πολιτικό σύστημα, εκμεταλλευόμενος το όριο του 10% των απαιτουμένων ψήφων για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή. Τρίτον, την πρόληψη κινήσεων για την κάθοδο στις Προεδρικές εκλογές, ως ανθυποψηφίου, του πρώην Προέδρου Γκιουλέν, ο οποίος έχει σημαντική απήχηση στο κόμμα του ΑΚΡ, ως ιδρυτικό του μέλος.
Υπήρχαν πληροφορίες ότι ο Πρόεδρος του Κόμματος της Ευημερίας Τεμέλ Καραολάογλου ετοιμαζόταν να κάνει πρόταση στον πρώην Πρόεδρο Γκιουλ για κάθοδο στις εκλογές. Τέταρτον, τον αποκλεισμό από τις εκλογές του κόμματος Ιγί της Μεράλ Ακσενέρ. Το κόμμα αυτό προέρχεται από διάσπαση του κόμματος των Γκρίζων Λύκων (CHP) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Το κόμμα αυτό, για να έχει δικαίωμα συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές, θα έπρεπε να είχε ολοκληρώσει το Συνέδριο του έξι μήνες πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών. Μπορεί τώρα να συμμετάσχει μόνο στις Προεδρικές εκλογές, υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορέσει να συγκεντρώσει 100.000 υπογραφές υποστηρίξεως.
Δεν ήταν, βεβαίως, μόνο αυτά τα τακτικά πλεονεκτήματα που έλαβε υπ’ όψιν στην απόφασή του ο Ταγίπ Ερντογάν. Έπαιξαν κύριο ρόλο σ’ αυτήν και οι φόβοι του:
• Για την επικίνδυνη τροπή που παίρνουν οι οικονομικές εξελίξεις, με τη μεγάλη πτώση της Τουρκικής λίρας. Ο Τούρκος Πρόεδρος πιστεύει ότι οι ΗΠΑ και άλλες δυνάμεις, που θέλουν την ανατροπή του, χρησιμοποιούν τον μοχλό των αγορών για να τον υπονομεύσουν.
• Για το απρόβλεπτο των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή και ιδίως στις σχέσεις με τις ΗΠΑ. Έρχονται ήδη δυσάρεστες για την Άγκυρα ειδήσεις από τις ΗΠΑ. Η εξαγγελία, πρώτον, νέας σημαντικής βοήθειας (550 εκατ. δολάρια) προς τον φιλοαμερικανικό συνασπισμό της Ανατολικής Συρίας, σημαντικότερη συνιστώσα του οποίου είναι η Κουρδική Πολιτοφυλακή XPG. Τι θα πράξει ο Ερντογάν μετά το Αφρίν;
Θα προχωρήσει προς τη Μανμπίζ (Ιεράπολη), όπως διακηρύσσει, και προς την άλλη Κουρδοκρατούμενη περιοχή κοντά στα Τουρκικά σύνορα, πέρα από τον Ευφράτη; Ποια θα είναι, στην περίπτωση αυτή, η Αμερικανική αντίδραση; Ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε διακηρύξει στο Οχάιο ότι οι ΗΠΑ θα αποσύρουν, το συντομότερο δυνατό, τα Αμερικανικά στρατεύματα από την Ανατολική Συρία. Δεν άντεξε όμως για πολύ η διαβεβαίωση αυτή. Προφανώς, μετά από πίεση του Αμερικανικού βαθέως κράτους, υπήρξε γρήγορα αναστροφή θέσεως, που πήρε μάλιστα και άκρως επιθετική μορφή, με τις απειλές Τραμπ για βροχή «έξυπνων» πυραύλων στη Συρία, με το γνωστό άλλοθι των χημικών όπλων.
Υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ αλλά και στην Ευρώπη (Μ. Βρετανία, Γαλλία) που θεωρούν ως καθοριστικής σημασίας την Αμερικανική και γενικότερα Δυτική παρουσία στη Συρία πέρα από τον Ευφράτη.
Πρώτον, ως χαρτί στον ανταγωνισμό επιρροής στη μεταπολεμική Συρία και, δεύτερον, ως ανάχωμα στην επιρροή του Ιράν στη Συρία και στον Λίβανο. Είναι η γνωστή θεωρία του Σιιτικού στρατηγικού διαδρόμου. Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το πώς θα εξελιχθούν τελικά τα γεγονότα.
Η παρουσία του υπουργού Αμύνης Μάτις στο περιβάλλον του Αμερικανού Προέδρου μετρίασε την πυραυλική επίθεση κατά της Συρίας ώστε να μην καταλήξει σε σύγκρουση με τη Ρωσία και σε κλιμάκωσή της σε παγκόσμια σύγκρουση. Κανείς όμως δεν μπορεί να είναι βέβαιος για την περαιτέρω εξέλιξη των γεγονότων. Θα παγώσει επ’ αόριστον η υπάρχουσα κατάσταση; Θα αναλάβει μονομερείς πρωτοβουλίες το Ισραήλ κατά της Ιρανικής παρουσίας στη Συρία; Θα αναλάβει πρωτοβουλίες το Συριακό καθεστώς, με τη συμπαράσταση των συμμάχων του, για την ανάκτηση της Ανατολικής Συρίας;
Η αβεβαιότητα αυτή των εξελίξεων ωθεί τον Ταγίπ Ερντογάν στην επίσπευση των εκλογών για να εκκαθαρίσει το εσωτερικό πολιτικό τοπίο και να κατοχυρώσει το αντικείμενο του πόθου του, την εκτελεστική Προεδρία, ώστε να έχει άνεση χειρισμών και κινήσεων. Την άνεση αυτή τη χρειάζεται πολύ περισσότερο για την περίπτωση που υπάρξει σκλήρυνση της Αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία με τα νέα πρόσωπα στο περιβάλλον του Αμερικανού Προέδρου, όπως ο Μάικ Πομπέο, διάδοχος του πρώην ΥΠΕΞ Τίλερσον, και ο Τζον Μπόλτον, που ανέλαβε την κρίσιμη θέση του Συμβούλου Ασφαλείας. Σε σχέση με αυτό, είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι για πρώτη φορά η Ουάσινγκτον επέσεισε στην Άγκυρα το ενδεχόμενο να της επιβληθούν κυρώσεις, προβλεπόμενες από σχετική νομοθεσία του Κογκρέσου, στην περίπτωση που προχωρήσει στην αγορά των Ρωσικών πυραύλων S-400. Οι κυρώσεις μπορούν να συνδεθούν και με την προμήθεια των F-35.
Αναγνωρίζοντας τα προβλήματα και τις αβεβαιότητες που υπάρχουν ακόμη στο πεδίο της Συρίας, η Άκυρα έχει ήδη στρέψει επικίνδυνα την προσοχή της προς δυσμάς, σε βάρος της Κύπρου και της Ελλάδος. Οι προκλήσεις είναι συνεχείς και απροκάλυπτες. Το ίδιο το Τουρκικό ΥΠΕΞ έκανε δηλώσεις για τα Ίμια, υποστηρίζοντας ότι είναι δήθεν κυρίαρχο Τουρκικό έδαφος. Με την έννοια αυτή, τόνισε, Τουρκικός είναι και ο εναέριος χώρος πάνω από αυτά και ο θαλάσσιος χώρος. Με την ίδια λογική, η Άγκυρα έσπευσε επίσης να διαμαρτυρηθεί για τη σημαία στο μικρό νησί Ανθρωποφάς, επιφυλάσσοντας στον εαυτό της το δικαίωμα να την κατεβάσει, αμφισβητώντας έτσι κατάφορα την Ελληνική κυριαρχία.
Η Συνθήκη της Λωζάννης αναφέρει ρητώς ότι στην Τουρκία παραχωρούνται μόνο η Ίμβρος, η Τένεδος, οι Λαγούσες και τα μικρά νησιά ή βραχονησίδες που βρίσκονται εντός τριών ναυτικών μιλίων από τις Τουρκικές ακτές.
Η αμφισβήτηση δεν αφορά άλλωστε, όπως είναι γνωστό, μόνο το νησί αυτό αλλά ολόκληρο κατάλογο νησίδων σ’ όλο το Αιγαίο, με το επιχείρημα ότι αυτές είναι δήθεν απροσδιορίστου κυριαρχίας. Η Συνθήκη της Λωζάννης, με δύο σχετικά άρθρα, καθορίζει με απόλυτη σαφήνεια το καθεστώς κυριαρχίας των νησίδων. Ονοματίζει αφενός τα μεγάλα νησιά που παραχωρούνται στην Ελλάδα και αναφέρει ρητώς ότι στην Τουρκία παραχωρούνται μόνο η Ίμβρος, η Τένεδος, οι Λαγούσες και τα μικρά νησιά ή βραχονησίδες που βρίσκονται εντός τριών ναυτικών μιλίων από τις Τουρκικές ακτές.
Η Άγκυρα δεν έχει, προφανώς, κανένα νομικό έρεισμα στους ισχυρισμούς της. Ακολουθεί όμως, ως συνήθως, τη λογική ότι «το πρόβλημα δεν είναι νομικό αλλά πολιτικό». Διεκδικεί, γι’ αυτό, πολιτικό παζάρι σε αυθαίρετη βάση και καταφεύγει απροκάλυπτα στην πολιτική ισχύος.
Είναι βέβαιο ότι ο εκλογικός ανταγωνισμός θα ρίξει και άλλο λάδι στη φωτιά των Ελληνο-Τουρκικών εντάσεων. Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, η Ελληνική πλευρά χρειάζεται κινητοποίηση, άμεση ενίσχυση της αμυντικής ισχύος της χώρας και ήρεμη αποφασιστικότητα. Πολιτικές ενδοτισμού και κατευνασμού δεν έχουν κανένα νόημα και αντί να αποτρέψουν επιταχύνουν την κρίση.