Τουρκία και Ευρώπη ΙΙ
Του
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Α. ΖΟΛΩΤΑ
«Από την μαύρη μέρα που πρωτοεισήλθαν στην Ευρώπη, οι Τούρκοι απεδείχθησαν στο σύνολό τους το πλέον απάνθρωπο είδος της ανθρωπότητος»,
Ουίλιαμ Γκλάντστον, Βρετανός πρωθυπουργός (Βουλγαρικές φρικαλεότητες και το Ανατολικό Ζήτημα, 1876, σελ. 10).
Καίτοι, την 30.10.1930, υπεγράφη Σύμφωνο περί Ελληνοτουρκικής Φιλίας, η Τουρκία εφρόντισε ήδη ν’ απαγορευθεί η διδασκαλία της Ελληνικής στα σχολεία (1151/1927), μετέπειτα δε η άσκηση μεγάλου αριθμού επαγγελμάτων των Etablis (2007/1932). Ηκολούθησαν περαιτέρω 31 περίπου τέτοιοι νόμοι, που ακρωτηρίασαν σοβαρώς, έως και παρέλυσαν την ελληνική κοινότητα της ΚΠόλεως. Τούτου ένεκα, 10.000 Έλληνες περίπου ηναγκάσθησαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μεταναστεύσουν άφραγκοι στην Ελλάδα (Σπυρίδων Βρυώνης Jr., Ο μηχανισμός της καταστροφής, εκδ. Greekworks.com, Ν.Υ., 2005, σελ. 32-33).
Διαρκούντος του διαστήματος τούτου, η Γερμανία υπήρξε ο κύριος εμπορικός συνέταιρος της Τουρκίας.
Όταν η Ιταλία επετέθη την 28η Οκτωβρίου, η Τουρκία, καίτοι υποχρεωμένη, βάσει της Συνθήκης περί Αμοιβαίας Βοηθείας μετά της Αγγλίας και της Γαλλίας (19.10.1939), να συνδράμει την Ελλάδα (άρθρον 3: «Όσον θα παραμένουν εν ισχύι οι εγγυήσεις της Γαλλίας και του Ην. Βασιλείου προς την Ελλάδα, γενόμενες την 13.04.1939, η Τουρκία θα συνεργάζεται αποτελεσματικά μετά της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και θα τους παρέχει όλην την βοήθεια και στήριξη που δύναται στην περίπτωση όπου η Γαλλία και το Ην. Βασίλειο καλούντο να συμπράξουν στο πλαίσιο των ανωτέρω εγγυήσεων»), επροφασίσθη έλλειψη μέσων, καίτοι εφοδιάζετο, τόσον υπό του Άξονος, όσον και υπό των Συμμάχων. Τούτο προεκάλεσε μεγίστη δυσανασχέτηση στην Μεγ. Βρετανία. Εν συνεχεία:
• την 17.02.1941, η Τουρκία υπέγραψε μετά της Βουλγαρίας Σύμφωνο περί Μη Επιθέσεως και Φιλίας, όπερ κατά τον Γερμανό ιστορικό Λόταρ Κρέκερ απετέλει προϋπόθεση διά την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα (Η Γερμανία και η Τουρκία κατά τον Β’ ΠΠ, εκδ. Φρανκφούρτη, 1964, σελ. 154). Την δε 01.3.1941, η Βουλγαρία προσεχώρησε και στον Άξονα•
• την 04.03.1941, ο Χίτλερ απηύθυνε επιστολή στον Τούρκο ομόλογό του, Ισμέτ Ινονού, διαβεβαιώνων τούτον πως ουδέποτε επρόκειτο να επιτεθεί κατά της Τουρκίας. Ο τελευταίος, κατόπιν δε και της τελικής ιταλικής ήττης στην Ελλάδα, εξέφρασε την επιθυμία του περί αναβιώσεως της παλαιάς γερμανοτουρκικής σχέσεως και εζήτησε όπως η Τουρκία καταστεί ο κυρίαρχος εταίρος στον Άξονα,
• την 18.06.1941, μεταξύ Αγκύρας και Βερολίνου υπεγράφη επίσης σύμφωνο περί Μη Επιθέσεως και Φιλίας. Τούτο δυσανασχέτησε και τις ΗΠΑ, καθ’ ότι είχε «αρνητικό» αντίκτυπο στην κοινή γνώμη τους, έως και «υπέσκαψε το ηθικό των Ελλήνων πατριωτών» που πολεμούσαν κατά της γερμανικής Βέρμαχτ.
Την 22.06.1941, κατόπιν καθυστερήσεως 1½ μηνός περίπου ένεκα της ελληνικής αντιστάσεως (Το ΠΑΡΟΝ, 07.04.2018), η Γερμανία επετέθη κατά της Ρωσίας, του πλέον μισητού εχθρού της Τουρκίας. Ολόκληρη η τουρκική ηγεσία πανηγύριζε,
• τότε ακριβώς υπήρξε και εποικοδομητική συνάντηση μεταξύ Νουρή Πασά (αδελφού του γνωστού σφαγέως επί Α΄Π.Π. Ενβέρ) -ενεργούντος ως διαπιστευμένου εκπροσώπου της κυβερνήσεως Ι. Ινονού- και του Γερμανού υφυπουργού των Εξωτερικών Ερνστ Βόερμαν (ένθ’ανωτ., σελ. 212 επ.), κατά την οποίαν ο Τούρκος εντεταλμένος ισχυρίσθη ότι «η εξωτερική πολιτική του Ατατούρκ ήταν μόνον προσωρινή και υπηγορεύθη από την αδυναμία της νεογέννητης τουρκικής δημοκρατίας και από τον φόβο της σοβιετικής Ρωσίας. Τώρα όμως η Βέρμαχτ ευρίσκετο μέσα στην Ρωσία, κερδίζοντας καθημερινώς περισσότερα εδάφη. (…)»,
• την 09.10.1941, υπεγράφη στην Άγκυρα συμφωνία περί εφοδιασμού της Γερμανίας με 90.000 τόνους τουρκικού Χρωμίτου διά το 1943 και 45.000 τόνους διά το 1944, άλλων μετάλλων περιλαμβανομένων, αφ’ενός και αφ’ετέρου, πωλήσεως στην Τουρκία σημαντικής ποσότητος πολεμικού εξοπλισμού, ενώ το 1942 εχορηγήθη στην τελευταία δάνειο ύψους 100 εκατ. τουρκικών λιρών διά την αγορά περαιτέρω γερμανικών όπλων. Εισαγωγές τουρκικού Χρωμίτου εγένοντο ήδη το 1939, ενώ το 1938 η γερμανική οικογένεια οπλοβιομηχάνων Κρουπ παρέσχε στην Τουρκία τανκς και όπλα μεγάλου βεληνεκούς. Ο υπουργός Εξοπλισμών και Πυρομαχικών του Χίτλερ, Άλμπερτ Σπερ, του επεσήμανε χαρακτηριστικώς (Εντός του Τρίτου Ράϊχ, εκδ. Macmillan, 1970, σελ. 317), ότι «το Χρώμιο είναι αναπόσπαστο διά μία ιδιαιτέρως ανεπτυγμένη βιομηχανία όπλων. Εάν ο εφοδιασμός μας από την Τουρκία σταματήσει, θα έχομε αποθέματα Χρωμίου μόνον διά 5-6 εβδομάδες»,
• κατά τις ανωτέρω δοσοληψίες, η Τουρκία εζήτησε από την Γερμανία την παραχώρηση της Δωδεκανήσου και της Αλβανία και την φύλαξη των νήσων Χίου, Σάμου και Μυτιλήνης. Τότε (ακόμη) ο Χίτλερ δεν ήθελε να θίξει τον ηττηθέντα Ιταλό εταίρο του, ωστόσο μετέφερε στους Τούρκους πως επιλαμβάνετο μίας ηγέτιδος θέσεως της Τουρκίας στην Νέα Τάξη του Άξονος, με εδαφικές παραχωρήσεις προς όφελός της. Αυτό ενθουσίασε την Τουρκία και την ώθησε να ζητήσει περαιτέρω τανκς, αντιαρματικά, καταδιωκτικά κ.α. (Φρανκ Βέμπερ, Ο επιτήδειος ουδέτερος, εκδ. Θετίλη, Αθήναι, 1983, σελ. 198). Ταυτοχρόνως, όμως, ο Χίτλερ ήθελε οπωσδήποτε την συνδρομή αυτής νοτίως του Καυκάσου, προς δημιουργία λαβίδος κατά της ρωσικής αμύνης, αλλ’ εκείνη ετήρει στάση αναμονής μέχρις ακριβώς αποσοβήσεως του σοβιετικού κινδύνου,
• τ’ ανωτέρω βεβαίως δεν ημπόδισαν τους Τούρκους από του να παίζουν σε δύο ταμπλό, προτείναντες στην Μεγ. Βρετανία την απόβαση δυνάμεών τους στα Δωδεκάνησα, πρόταση γι’ αυτήν «πρωτόγονη» και «εξοργιστική». Μάλιστα, ο βρετανικός τύπος τους εχαρακτήριζε ως «γερμανόφιλους», «διπλοπρόσωπους», «απατεώνες». Εζήτησαν επί πλέον από αυτήν τον έλεγχο του λιμένος της Θεσσαλονίκης, όπερ εκείνη επίσης απέρριψε. Εγνώριζε, ότι πάσα τέτοια τουρκική ενθάρρυνση δεν θα είχε όρια και θα έφθανε έως και την Κύπρο. Είχε δε υποψίες, ότι μετά το από 17.02.1941 βουλγαροτουρκικό Σύμφωνο και ενώ οι Έλληνες εμάχοντο στο Ηπειρωτικό Μέτωπο, οι Τούρκοι θα κατελάμβανον την συμπρωτεύουσα. Όταν δε μετά την γερμανική κατοχή η ελληνική Κυβέρνηση εγκατεστάθη στο Λονδίνο, ο ενταύθα Τούρκος πρέσβυς έκανε στον Έλληνα πρωθυπουργό, Εμ. Τσουδερό, νύξη περί επαναφοράς, άμα τη λήξει του πολέμου, ωρισμένων νήσων της Μεσογείου υπό την δικαιοδοσία της Τουρκίας, νοών, κατά το βρετανικό Φόρεϊν Όφις, τα Δωδεκάνησα!
Τ’ ανωτέρω εξάγονται εκ γερμανικών, αγγλικών και αμερικανικών διπλωματικών εγγράφων, καθ’ ότι η τουρκική διπλωματία παραμένει μέχρις σήμερον «εσκεμμένα σκοτεινή». Οι ΗΠΑ και Μεγ. Βρετανία εχαρακτήρισαν την συμπεριφορά της Τουρκίας κατά τον Β’ ΠΠ ως «αδιαλείπτως κακόπιστη», «ασυγχώρητη» (ένθ’ανωτ., σελ. 21, 78, 95 και 268),
• τότε (08.05.1941), υιοθετήθη υπό της τουρκικής Κυβερνήσεως νόμος περί αναγκαστικής στρατεύσεως σε τάγματα εργασίας (amele taburu) χριστιανών και Εβραίων αρρένων ηλικίας 18-45 ετών, ανερχομένων σε 20.000 περίπου, πολλοί εκ των οποίων απεβίωσαν, ιδία κατά την κατασκευή δρόμων. Ακολούθως (12.11.1942), η κυβέρνηση S. Saracoglu υιοθέτησε έτερο νόμο περί επιβολής ενός δυσβάσταχτου κεφαλικού φόρου (varlik vergisi) εις βάρος των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων. Εις περίπτωσιν αδυναμίας ν’ αντεπεξέλθουν, οι Etablis ηπειλούντο διά του εξαναγκασμού τους σε καταναγκαστικά έργα, στην περιοχή Aşkale της τουρκικής Σιβηρίας, υπό ακόμη δυσχερέστερες συνθήκες. Οι δε επιχειρήσεις τους ιδιοποιούντο υπό του Κράτους και εν συνεχεία μετεβιβάζοντο σε μουσουλμάνους (Σπ. Βρυώνης, ένθ’ανωτ.).
Σημειωτέον, ότι η έως τότε ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας εδράσθη επί των επιχειρήσεων των Ελλήνων Μικρασιατών. Μάλιστα, ο Βρετανός αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός Ουΐλιαμ Ράμσεϊ, τονίζων την επίδραση των Ελλήνων ήδη από της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σημειοί (Εντυπώσεις επί της Τουρκίας…, Ν.Υ, 1897, σελ. 264-265): «Η δράση των Τούρκων σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής δεν είναι τίποτα άλλο από το να καταστρέφουν χωρίς ποτέ ν’ανοικοδομούν. (…) Δεν υπάρχει σχεδόν ούτε ένας κοινωνικός θεσμός στην Μικρά Ασία που να εμφανίζει οιονδήποτε βαθμό νομοθετικής ή κοινωνικής ωφελιμότητος και να μην είναι δημιούργημα της προ των Τούρκων περιόδου, μουσουλμανοποιημένου εξωτερικώς και συνήθως υποβιβαζομένου στην συνέχεια».
Και ο Αμερικανός καθηγητής της Γεωγραφίας Λέων Ντομινιάν, (Μπίρσταντ, Ε. Χ., Η μεγάλη προδοσία, σελ. 389) θα επισημάνει πως η Τουρκία κατέχεται «από έναν λαό που η ανικανότητά του να μετατρέψει τα δώρα της φύσης σε κάτι χρήσιμο ή επικερδές είναι ιστορικά αποδεδειγμένη».
Σημειωτέον επίσης, ότι σε παρόμοια μέτρα είχον προβεί και οι Νεότουρκοι την 21.07.1914, ολίγον πριν η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταστεί εμπόλεμος (02.08.1914), σκοπός των οποίων ήταν ο αποδεκατισμός του ανδρικού στοιχείου, ώστε ν’ ακολουθήσει και ο εκτοπισμός των γυναικοπαίδων και ηλικιωμένων στα βάθη της Ανατολίας. Αρχιτέκτονες αυτών ήσαν οι Γερμανοί, υπό τον στρατηγό Λήμαν φον Σάντερς, κατά τον οποίον «η Τουρκία ουδεμίαν ασφάλεια έχει, ούτε δύναται ν’ αναπτυχθεί ελευθέρως στο μέλλον, λόγω της παρουσίας εχθρικών στοιχείων, εμπνευσμένων έξωθεν με επαναστατικές ιδέες» (Φωτιάδης, Κ., Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, 2004, σελ. 116 επ.).
Ο διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου Χ. Πούλτον επισημαίνει (Ημίψηλο, Γκρίζος Λύκος και Ημισέληνος, εκδ. Οδυσσέας, 2000, σελ 152), ότι με τον Ι. Ινονού στο πηδάλιο, μετά το ξέσπασμα του Β’ ΠΠ, «η κυβέρνηση επιστράτευσε όλους τους άρρενες Εβραίους, Έλληνες και Αρμενίους μεταξύ 18 και 45 ετών.
Όταν υπεγράφη η Συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και χιτλερικής Γερμανίας, τον Ιούνιο του 1941, εστάλησαν σε ειδικά στρατόπεδα στο εσωτερικό της Ανατολίας, στα οποία αναφέρθηκαν κακοποιήσεις και υψηλά ποσοστά θνησιμότητος. (…) Όσοι δεν μπορούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους [φόρος varlik], εξετοπίζοντο σε στρατόπεδα εργασίας, (…)».
Οι τελευταίοι από τους εκτοπισθέντες μπόρεσαν και επέστρεψαν τον Δεκέμβριο του 1943, μίαν εβδομάδα πριν την συνάντηση μεταξύ Ινονού, Τσώρτσιλ και Ρούσβελτ, στο Κάιρο! Είναι, όμως, βέβαιον, ότι αν η Γερμανία εκέρδιζε την μάχη στο Ανατολικό Μέτωπο, η Τουρκία θα είχε πάλι επιδοθεί απ’ άκρου εις άκρον στα αυτά μέτρα. Τούτο, όπως ήδη εξεθέσαμε, δεν κατέστη εφικτό χάρις στην ελληνική αντίσταση! Η Τουρκία εκήρυξε τον πόλεμο στην Γερμανία, την 23.02.1945, όταν είχε ήδη συντελεσθεί η οριστική ήττα της τελευταίας, ως και η Διάσκεψη της Γιάλτας (04.02.1945), περί της μεταπολεμικής τύχης του κόσμου.
Ο καθηγητής Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ M. Λαντάου γράφει (Παντουρκισμός, εκδ. Θετίλη, σελ. 15 επ.), ότι μετά τον θάνατο του Κ. Ατατούρκ και κατά την άνοδο του Ι. Ινονού στην εξουσία, «αναζωπυρώνεται και το Παντουρκικό Κίνημα. Οι οπαδοί του κινήματος αυτού πότε δεν είχαν συμβιβασθεί (…) με την Συνθήκη της Λωζάννης» και ο ανωτέρω Αμερικανός καθηγητή Φ. Βέμπερ συμπεραίνει μεταξύ άλλων χαρακτηριστικώς (ένθ’ ανωτ., σελ. 286): «Μόνο 30 χρόνια αργότερα, όταν εισέβαλαν στην Κύπρο, οι Τούρκοι απεκάλυψαν ότι δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τα κέρδη που τούς είχε αποφέρει η διπλωματία τους [στον Β’ ΠΠ]»!
Κατόπιν των ανωτέρω, είναι σαφές πως στην περίπτωση επικρατήσεως της Γερμανίας, η Τουρκία έως και θα εξετώπιζε την Ιταλία στον Άξονα. Ο Ιω. Μεταξάς ήξερε πως πάσα συνθηκολόγηση με τον εχθρό θ’απέβαινε επί ματαίω και πως η κολόβωση της χώρας θα ήταν δεδομένη. Δεν ήξερε ίσως την έκταση της υπονομευτικής τουρκικής πολιτικής. Είναι, όμως, πλέον προφανές, ότι τοιαύτη διαρκής καιροσκοπική ιδιοτελής πολιτική δεν μπορεί να εκφράζει τα ευρωπαϊκά πρότυπα και ιδεώδη.