Μας θέλουν για… κολυμβήθρα
Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Αθάνατε Έλληνα, εσένα, που σε προστατεύουν όλοι οι άγγελοι και μετατρέπουν την ατυχία ή τη δυστυχία σου σε ένα τσούρμο από σύννεφα χαράς, πώς να μη σε ζηλεύουν οι γείτονες σου, που σ’ απειλούν νομίζοντας ότι τρομοκρατούν έναν λαό που αψηφά τα ανόητα και επικίνδυνα γινάτια τους.
Όταν είδα για άλλη μια φορά τον κόσμο να φεύγει για να γιορτάσει τις άγιες μέρες του Πάσχα, θυμήθηκα τις εποχές που η έξοδος των πρωτευουσιάνων γινόταν θέμα προς συζήτηση. Όλη η αισιοδοξία ξαναεμφανίστηκε σε πρόσωπα που μέχρι προχθές ήταν σκυθρωπά, θλιμμένα, χωρίς ελπίδα και έγιναν σαν πρόσωπα παιδιών, που φεύγουν μακριά, εκεί που τους έχουν τάξει δώρα κι αέρα καθαρό, χωρίς εκείνη την κίτρινη σκόνη που σκεπάζει σαν ένα τεράστιο σύννεφο όλη την πόλη, κάνοντάς την να ασφυκτιά.
Ακόμη, δεν θυμάμαι ποτέ σε όλη μου τη ζωή να θολώνει έτσι ο ουρανός κρύβοντας τον ήλιο και να γεμίζει το ψιλόβροχο με λάσπη τους δρόμους, τα δέντρα, τις αυλές, τα μπαλκόνια. Ποιος μπορεί να το εξηγήσει κι αυτό. Άλλαξαν οι αέρηδες τον προσανατολισμό τους και σπέρνουν σκόνη και μπαρούτι στη γη και τη θάλασσα; Ή η γη εκδικείται την ασυλλόγιστη συμπεριφορά μας σ’ αυτά που μας προσφέρει; Δάση, βουνά, μικρούς και μεγάλους ποταμούς, που σμίγουν κάνοντας καταρράκτες, καρπούς πλούσιους, που μας προσφέρονται με αφθονία την κάθε εποχή του χρόνου.
Είναι άνοιξη. Μια άνοιξη εξίσου τρυφερή, όπως πάντα, όμως τα χελιδόνια που έρχονταν στον κήπο μου δεν φάνηκαν ακόμα. Κι αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι: Μέσα στη δίνη αυτού του άγριου πολέμου, που έχει θύματα παιδιά, μωρά, μήπως χάθηκαν κι αυτά, κάνοντας παρέα στις μικρούλες αυτές καρδιές που δέχονται τη θηριωδία του κάθε Σουλτάνου, ανήμπορα να αντισταθούν στην έκρηξη κάθε οβίδας, ανίκανα να σταματήσουν τα άγρια αυτά σιδερένια πουλιά που γκρεμίζουν τα σπίτια τους, κάνοντάς τα σκόνη που τυφλώνει τα μάτια κι εξαφανίζει τη μάνα, τον πατέρα, τα αδέρφια τους, την αυλή που μέχρι πριν λίγο έπαιζαν, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου;
Και θα έλεγε κανείς πόσο τυχερά είναι τα δικά μας παιδιά, που μπορούν να απολαμβάνουν την οικογένειά τους, τα παιχνίδια τους, φτηνά ή ακριβά, τους φίλους και τα αδέρφια τους. Όμως τι μπορεί να κάνει κανείς παρά μόνο να προσφέρει βοήθεια. Βοήθεια σε εκείνα τα απελπισμένα μπουλούκια που, αψηφώντας τον καιρό, έρχονται θαλασσοδαρμένα στα νησιά μας, μέσα στις λαστιχένιες βάρκες, για να βρουν απάγκιο.
Κι αυτή η χώρα τους πιάνει από το χέρι, τους τραβά στην ξηρά, τους σκεπάζει με τα λίγα της ρούχα, βγαλμένα απ’ τα παλιά μπαούλα της γιαγιάς, που μυρίζουν λεβάντα, τους ταΐζει. Μέχρι πότε όμως;
Μέχρι πότε οι λίγοι, που έγιναν αμέτρητοι, θα μπορούν να βολεύονται σε ένα προκατασκευασμένο δωμάτιο και δεν θα δέρνονται μεταξύ τους για μία κουβέρτα, ένα παπούτσι, ένα μπουκάλι νερό. Όσο μεγαλόψυχοι κι αν είναι οι έλληνες ακρίτες μας, αυτοί που κατοικούν στα νησιά του Αιγαίου, δεν μπορούν ή δεν θα μπορούν πια να κάνουν το νησί τους αποθήκη ζωντανών ψυχών, που έχουν χάσει την υπομονή τους, στοιβαγμένοι σ’ ένα στρατόπεδο που θυμίζει σκλαβιά.
Βλέπεις, οι μεγάλες δυνάμεις και κυρίως η Ευρώπη θεωρούν την Ελλάδα ένα είδος μεγάλης κολυμβήθρας, που όλα τα λάθη, η αδιαφορία, τα συμφέροντα μπορούν να καθαριστούν μέσα σε αυτήν, δίνοντάς τους γη και ύδωρ, που δεν αρκεί για όλους αυτούς τους ανθρώπους, που παρά την αλληλεγγύη μας θα νοθεύσουν -άθελά τους- τη γνησιότητά μας ως Έλληνες.
Κι αυτό δεν μπορεί κανένας να το αντέξει.