Η απειλή


Γράφει ο
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ


Η Ελλάς αντιμετωπίζει εξωτερική απειλή. Ο Σουλτάνος Ερντογάν όχι μόνο κλιμακώνει αλλά και επισημοποιεί την τουρκική επεκτατική πολιτική, ενώ εκδηλώνει φανερά τις εχθρικές διαθέσεις του προς την Ελλάδα. Ουδείς δύναται να το αμφισβητήσει. Ο αμερικανός πρεσβευτής Πάιατ θεωρεί ότι το επόμενο χρονικό διάστημα (χωρίς να το προσδιορίζει επακριβώς) θα έχουμε «θερμό επεισόδιο» μεταξύ των δύο χωρών. Τα τύμπανα του πολέμου ηχούν στο Αιγαίο. Η σχετικά πρόσφατη Ιστορία μας έχει αποδείξει ότι σε περιόδους κρίσεως με τους εξ Ανατολών γείτονες, όταν δεν διαθέτουμε την κατάλληλη πολιτική ηγεσία, υφιστάμεθα συμφορές. Ενώ οι Ένοπλες Δυνάμεις μας αποτελούν κατά κανόνα εγγύηση σταθερότητας και ασφάλειας, οι πολιτικές ηγεσίες δεν ανταποκρίθηκαν πάντα στις περιστάσεις των καιρών. Μπορεί το γεγονός αυτό να δυσαρεστεί πολλούς, αλλά η Ιστορία δεν αλλάζει και δεν ωραιοποιείται χάριν κομματικών συμφερόντων. Θα το εξηγήσουμε με χαρακτηριστικά παραδείγματα στη συνέχεια.

Το έχουμε ξαναγράψει ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν διέλυσε μόνο την ελληνική κοινωνία. Είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει εθνικά θέματα. Διαπράττει το ένα λάθος πάνω στο άλλο και δεν συναισθάνεται το κακό που διαπράττει. Ο Τσίπρας ενδιαφέρεται μόνο να διατηρεί την πρωθυπουργική πολυθρόνα, έναντι οιουδήποτε κόστους. Το πάθος της εξουσίας τον έχει τυφλώσει και δεν αντιλαμβάνεται ότι η περαιτέρω παραμονή του στο πηδάλιο του εθνικού σκάφους θα επιφέρει ανεπανόρθωτες καταστροφές, ακόμα και στον ίδιο. Με τη «διεθνιστική» του νοοτροπία (που νομίζει ότι είναι… «προοδευτική»), διέπραξε τεράστιο σφάλμα με την υπόθεση των οκτώ τούρκων αξιωματικών που εζήτησαν εδώ άσυλο. Δεν διέθετε πολιτική και διπλωματική πείρα, ώστε να αντιδράσει όπως έπρεπε. Όφειλε, την ίδια στιγμή που οι «οκτώ» πάτησαν το έδαφός μας, να τους στείλει χωρίς την παραμικρή χρονοτριβή στις Βρυξέλλες και ας κανόνιζαν τη συνέχεια οι «εταίροι» με την Άγκυρα. Αντ’ αυτού, τους παρέσχε φιλοξενία και δέχθηκε τον Ερντογάν στην Αθήνα. Του έδωσε, μάλιστα, και υποσχέσεις ότι σύντομα θα τακτοποιούσε το θέμα των «οκτώ». Ενόμιζε ότι μπορούσε να «ρυμουλκήσει» τον παμπόνηρο Σουλτάνο.

Η απαγωγή των δύο στρατιωτικών μας από την ΜΙΤ και ο εγκλεισμός τους στα «λευκά κελιά» της Αδριανούπολης έδειξαν ότι ο σατράπης της Τουρκίας θα προχωρήσει σε ανοικτή σύγκρουση με την Ελλάδα. Είναι ολοφάνερο. Το αποδεχόμεθα όλοι. Το ερώτημα είναι εάν η κυβέρνηση ρυθμίζει ανάλογα τη συμπεριφορά της στην πρόκληση. Πάλι επέλεξε λανθασμένη τακτική. Ο Τσίπρας προσπάθησε να υποβαθμίσει την πρωτοφανή πρόκληση και να την παρουσιάσει ως… «σύνηθες φαινόμενο». Εξέφρασε, μάλιστα, αφελώς δημόσια τη βεβαιότητα ότι το θέμα θα λυθεί σύντομα! Τόση επιπολαιότητα δεν συγχωρείται σε πρωθυπουργό. Ο Ερντογάν φανερά τον εκβιάζει. Εμμέσως πλην σαφώς, του ξεκαθάρισε πώς έχει το ζήτημα: Ή θα γίνει ανταλλαγή ή δεν ξαναβλέπετε τους δύο στρατιωτικούς σας. Δικαστικές αποφάσεις και από τις δύο χώρες δεν παίζουν κανέναν ρόλο. Εδώ πρόκειται για πολιτικό καθαρά παιχνίδι. Και ο Τσίπρας το έχασε.

Κάτω από τη λαϊκή οργή, θα αναγκαστεί να παραδώσει τους «οκτώ». Θα πληρώσει τους κακούς χειρισμούς του. Δεν γίνεται διαφορετικά. Απατάται εάν νομίζει ότι θα αποπροσανατολίσει την προσοχή της κοινής γνώμης με προβολή άλλων θεμάτων, χάρις στη συνδρομή των τηλεοπτικών καναλιών που ελέγχει, ώστε να ξεχαστεί η ομηρία των παιδιών μας. Ο ελληνικός λαός θα απαιτεί καθημερινά την επιστροφή τους. Οι φραστικές τυπικές συνηγορίες από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιλύουν το πρόβλημα. Ο Ερντογάν έχει αποδείξει ότι όχι μόνο δεν λογαριάζει καμία ξένη δύναμη, αλλά απαιτεί κι από πάνω να τον ενισχύουν οικονομικά, όπως και έγινε. Και –φυσικά– το ΝΑΤΟ, κατά παγίαν τακτική, νίπτει τας χείρας του. Όσο το θέμα των στρατιωτικών (από αμφότερες πλευρές) παραμένει εκκρεμές τόσο περισσότερο το ενδεχόμενο «θερμού επεισοδίου» θα πλησιάζει όλο και πιο κοντά.

Ο αγαπητός φίλος πρέσβης ε.τ. κ. Περικλής Νεάρχου, άριστος γνώστης της τουρκικής πολιτικής, σε τελευταίο άρθρο του ορθότατα επεσήμανε: «Ο Τούρκος Πρόεδρος θέλει να αναδείξει τη σύλληψη των δύο Ελλήνων στρατιωτικών σε διπλωματικό χαρτί, το οποίο θα εντάξει σε ένα συνολικό πακέτο για πίεση προς την Ελλάδα και διπλωματικό παζάρι. Παραλλήλως, όμως, εντείνει τη στρατηγική της εντάσεως και επεξεργάζεται σενάρια για αρπαγή από την Ελλάδα και την Κύπρο, την κατάλληλη στιγμή, αυτών που επιδιώκει και διεκδικεί…». Όλα αυτά αυξάνουν τις πιθανότητες συγκρούσεως.

Αναφέραμε στην αρχή του άρθρου την περίπτωση ηγεσιών που δεν ανταποκρίθηκαν σωστά σε κρίσιμες φάσεις με την Τουρκία και υπέστημεν συμφορές. Έρχονται στον νου οι τραγωδίες από το 1973 και μετά, που μας εκόστισαν πανάκριβα. Και πάντα πίσω από αυτές τις τραγωδίες βρίσκονταν το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί. Ο καταστροφέας της Κύπρου, ο Ιωαννίδης, χωρίς ίχνος μυαλού, ενόμισε ότι θα πετύχαινε την… ένωση της Μεγαλονήσου με τη μητέρα Ελλάδα εάν ανέτρεπε και δολοφονούσε τον Μακάριο!

Αυτήν την ιδέα τού καλλιέργησαν οι τότε αρμόδιοι της αμερικανικής πολιτικής επειδή ήθελαν να βγάλουν από τη μέση τον «Κάστρο της Μεσογείου», όπως αποκαλούσαν τον Εθνάρχη. Κι όταν ο Ιωαννίδης είδε την τουρκική αρμάδα να πλησιάζει στην Κυρήνεια, είπε στον ανεκδιήγητο εκείνον αμερικανό υφυπουργό, τον Σίσκο: «Μας εξαπατήσατε…»! Το μόνο που ενδιέφερε τον Σίσκο ήταν να μη γίνει πόλεμος μεταξύ δύο χωρών που ανήκουν στο ΝΑΤΟ. Και ο μεν Ιωαννίδης δικαίως πέθανε στις φυλακές. Οι άμεσοι συνεργάτες του, όμως, ο Γκιζίκης, ο Μπονάνος, ο Γαλατσάνος, όπως και ο εξαφανισμένος «πρωθυπουργός»-ανδρείκελο, ο Ανδρουτσόπουλος, δεν εθίγησαν ελέω Καραμανλή.

Στις 14 Αυγούστου 1974, η Τουρκία εξαπέλυσε δεύτερη εισβολή στην Κύπρο, τον «Αττίλα 2». Το συμπέρασμα του Καραμανλή ήταν: «Η Κύπρος κείται μακράν…»! Και έμεινε η μαρτυρική Μεγαλόνησος αβοήθητη. Επειδή οι Αμερικανοί είχαν απαγορεύσει σύρραξη μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ, ο Καραμανλής ανέλυσε τη θεωρία του στον λαό από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, με αυτό το… «σκεπτικό»: «Διά την Ελλάδα ετέθη άμεσον και μέγα δίλημμα: Πρέπει να αντιδράσει με βίαν εις την βίαν;». Κι έτσι άφησε ασύδοτη τη βία να ασκείται από την Τουρκία σε βάρος της Κύπρου. Ακολούθησε η Διάσκεψη στη Γενεύη, η οποία απετέλεσε για εμάς εθνικό όνειδος, αφού ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Μαύρος απεδέχθη τις εντολές της, με τις οποίες: 1) Διεκήρυττε ότι οι τουρκικές δυνάμεις εισβολής θα παρέμεναν, κατέχοντας όσο έδαφος είχαν κατακτήσει. 2) Υποχρέωνε την Εθνική Φρουρά να αποχωρήσει αμέσως από όλους τους τουρκοκυπριακούς «θυλάκους» που είχε καταλάβει. 3) Δημιουργούσε «ζώνη ασφαλείας», που ουσιαστικά αποτελούσε γραμμή διχοτομήσεως της Κύπρου.

Έχουμε ύστερα το αίσχος των Ιμίων, με τον ολετήρα Σημίτη. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απέκρυψε σημαντικά έγγραφα από τον σχετικό φάκελο. Διότι ο Σημίτης και οι υπουργοί του κατά τις συνομιλίες της Μαδρίτης συνομολόγησαν με τους τούρκους ομολόγους τους ότι έχει ζωτικό χώρο η Τουρκία στο Αιγαίο! Τους ζήτησαν ακόμα να δώσουν «κίνητρα» υπέρ της Άγκυρας και να δεχθούν το Σχέδιο Ανάν, που διέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία.

Αυτά τα θλιβερά τότε. Τώρα ο Τσίπρας, εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων λαθών του, έχει φέρει τη χώρα σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Ο Ερντογάν, πέραν της ομηρίας των στρατιωτικών μας, προχωρεί καθημερινά σε πολλαπλές προκλήσεις. Θέλει να μιμηθεί τον Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος επειδή κατέστρεψε τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, ως σφαγέας, δίπλα στην υπογραφή του έβαζε αλαζονικά τον όρο «Γαζής», που σημαίνει «νικητής». Ο Ερντογάν δεν είναι «Γαζής». Απλά, εκβιαστής. Μπορεί, όμως, το «θερμό επεισόδιο» να μην είναι μακριά. Εάν συμβεί αυτό, ο Τσίπρας θα βρεθεί ενώπιον διλήμματος: Ή θα υποστούμε απαράδεκτη εθνική ταπείνωση και καθίζηση ως ανεξάρτητο κράτος ή θα πολεμήσουμε. Βεβαίως, Στρατός και Λαός είναι αποφασισμένοι να υπερασπίσουν την τιμή μας.

Υπάρχει τρόπος να αποφύγουμε και την ταπείνωση και τον πόλεμο; Ίσως υπάρχει… Πώς; Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να παραιτηθεί. Να αναλάβει για ένα διάστημα μια κυβέρνηση «Εθνικής Σωτηρίας», με πρωθυπουργό προσωπικότητα εκτός των εν τη Βουλή κομμάτων, αλλά με τη στήριξή τους. Και αυτό το πρόσωπο να πλαισιωθεί από έμπειρους διπλωμάτες και στρατιωτικούς. Και να γίνει διαπραγμάτευση με την Τουρκία για ανταλλαγή των στρατιωτικών. Θα δηλώσουμε, όμως, ότι εμείς είμαστε αποφασισμένοι να πολεμήσουμε.

Η απόφαση προς πόλεμο δεν είναι λέξη. Είναι πράξη μεγάλη και εκτελείται με σειρά μέτρων. Πραγματική απόφαση για πόλεμο σημαίνει νέα ατμόσφαιρα στη δημόσια ζωή του τόπου, νέα νοοτροπία και νέους τρόπους πολιτικής συμπεριφοράς. Η απόφαση πολέμου, για να είναι σοβαρή, προϋποθέτει ριζική αλλαγή του γενικού πολιτικού και ψυχολογικού κλίματος του τόπου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όταν οι εξ Ανατολών γείτονες αλλά και οι ΝΑΤΟϊκοί διαπιστώσουν ότι δεν αστειευόμαστε, η σύγκρουση θα αποφευχθεί και η Τουρκία θα βάλει νερό στο κρασί της. Ας αφήσει ο Αλέξης τους οπτασιασμούς του για λήξη της θητείας του το 2019. Πάνω από το κομματικό του συμφέρον είναι το συμφέρον της πατρίδας. Και οφείλει να το καταλάβει.


Σχολιάστε εδώ