«Χωροφύλακα» της Τουρκίας θέλει την Ελλάδα ο Γιλντιρίμ

«Χωροφύλακα» της Τουρκίας θέλει την Ελλάδα ο Γιλντιρίμ

Χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική και με συγκεχυμένη αντίληψη όχι μόνο για την αντιμετώπιση αλλά και για αυτήν την ίδια τη διαπίστωση και διάγνωση των προβλημάτων ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής είναι η χώρα, με τη μεγάλη ευθύνη να ανήκει φυσικά στην κυβέρνηση αλλά και στην αντιπολίτευση. Επιπλέον, σοβαρά ερωτηματικά προκαλεί η προσπάθεια της Τουρκίας να εμπλέξει την Ελλάδα ως χώρα υποτελή στα παιχνίδια του κ. Ερ­ντογάν για την εξόντωση του δικτύου Γκιουλέν…

Με τον Ερντογάν να είναι εκτός ελέγχου, τις συνθήκες ασφάλειας να επιδεινώνονται δραματικά στην περιοχή μας, την ΠΓΔΜ να ροκανίζει τον χρόνο σε μια διαδικασία που επέλεξε και προώθησε η ίδια η Αθήνα, στρώνοντας το χαλί για νέο κύκλο πιέσεων και προς την Αθήνα, εν όψει των Συνόδων Κορυφής της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, δημιουργείται ένα επικίνδυνο περιβάλλον. Όχι μόνο για τις απειλές ασφαλείας που αντιμετωπίζει η χώρα αλλά και για την ίδια την οικονομία, καθώς η ανάκαμψη και η προσέλκυση σοβαρών επενδύσεων υπονομεύεται από το καθεστώς γεωπολιτικής αβεβαιότητας και συγχρόνως υπάρχει μόνιμος φόβος ότι ένα απλό και σύντομο θερμό επεισόδιο που θα προκαλούσε η Τουρκία στο Αιγαίο θα οδηγούσε σε κατάρρευση των εσόδων από τον τουρισμό, που αποτελεί τη μοναδική σχεδόν πηγή εσόδων για το κράτος.

Η κυβέρνηση βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση όσον αφορά τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών, και λόγω εσωτερικών συσχετισμών αλλά και λόγω της γενικευμένης ρευστότητας στην περιοχή, με τη συριακή κρίση και τον ρόλο της Τουρκίας σε αυτή να βρίσκεται στο επίκεντρο.

Το τραγικό περιστατικό με την πτώση του ελληνικού Μιράζ και την απώλεια ενός έλληνα πιλότου έδωσε την αφορμή για μια επικοινωνία μεταξύ του τούρκου πρωθυπουργού Μπ. Γιλντιρίμ και του Αλ. Τσίπρα, με τον τούρκο πρωθυπουργό να εκφράζει τη λύπη του για τον θάνατο του έλληνα ιπτάμενου.
Θα μπορούσε αυτή η κίνηση να θεωρηθεί ως ένα πρώτο βήμα για αποκατάσταση και ανανέωση των διπλωματικών διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών.

Όμως στις διαρροές που ακολούθησαν, και ενώ από ελληνικής πλευράς λέχθηκε ότι ο κ. Τσίπρας έθεσε το θέμα των δύο αξιωματικών (η απάντηση του κ. Γιλντιρίμ ήταν ότι υπεύθυνη είναι η τουρκική δικαιοσύνη), υπήρξε αναφορά για τη συνεργασία των δύο χωρών στην εξάρθρωση του δικτύου Γκιουλέν.

Το δίκτυο αυτό βεβαίως δεν θεωρείται παράνομη οργάνωση στην Ελλάδα ή στην ΕΕ αλλά αποτελεί προσωπική εμμονή του κ. Ερντογάν, καθώς στον αγώνα εναντίον του FETO έχει στηρίξει το αυταρχικό καθεστώς που κτίζει στην Τουρκία, στοχοποιώντας κάθε αντίπαλό του.

Η Ελλάδα όμως δεν μπορεί να γίνει ούτε Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, ούτε Σομαλία, ούτε Κόσοβο, που ως χώρες υποτελείς στον (νέο) Σουλτάνο κήρυξαν τον πόλεμο στο FETO και παρέδωσαν σιδηροδέσμιους στον Ερντογάν πολιτικούς α­ντιπάλους του.

Η κυβέρνηση οφείλει άμεσα να διευκρινίσει τι ακριβώς συζητήθηκε και τι ζητήθηκε από την Τουρκία σε σχέση με το θέμα αυτό, ώστε να μη βρεθεί η χώρα σε εξαιρετικά δυσάρεστη θέση, διώκοντας ως… τρομοκράτες εκείνους που ο κ. Ερ­ντογάν βαφτίζει έτσι για να απαλλαγεί από την ενοχλητική (πολιτικά) παρουσία τους.

Και κυρίως οφείλει η Αθήνα άμεσα και κατηγορηματικά να διαλύσει την εικόνα που δημιουργείται, βάσει της οποίας υπόσχεται, αυτήν τη φορά στον κ. Γιλντιρίμ, ότι θα συνεργασθεί με την Τουρκία για την εξάρθρωση του κινήματος Γκιουλέν, ελπίζοντας ότι η τουρκική δικαιοσύνη θα είναι… επιεικής με τους δυο έλληνες στρατιωτικούς.

Σε ό,τι αφορά τους δύο στρατιωτικούς, η Άγκυρα εύκολα διαπίστωσε πόσο επιρρεπής είναι η ελληνική κοινή γνώμη σε σχεδόν υστερικές αντιδράσεις και πόσο επίσης δύσκολη είναι για μία ελληνική κυβέρνηση να διαχειρισθεί μια τέτοια υπόθεση, υπό το βάρος της συναισθηματικής πίεσης που αναπτύσσεται στην ελληνική κοινή γνώμη από τέτοιου είδους ψυχολογικές επιχειρήσεις της Τουρκίας.

Κωνσταντίνος Τσάκαλος


Σχολιάστε εδώ