Tα αδύναμα σημεία του καθεστώτος Ερντογάν και οι ελληνικές ιδιαιτερότητες
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Όποιος έρχεται σε επικοινωνία με τούρκους πολίτες, είτε για οικονομικούς-εμπορικούς λόγους είτε πολιτιστικούς ή κοινωνικούς, π.χ., τουρισμός, διαπιστώνει ότι πρόκειται για αγαθούς, ευγενικούς και καλοπροαίρετους ανθρώπους. Απέναντι δε στους Έλληνες ενίοτε επιδεικνύουν ιδιαίτερα φιλικά αισθήματα. Την τελευταία άποψη δεν φαίνεται να τη συμμερίζονται απόλυτα όσοι έζησαν μαζί με τους Τούρκους, όπως οι Κωνσταντινουπολίτες, οι Ίμβριοι κ.ά., που αντικειμενικά τους γνωρίζουν καλύτερα.
Το αυτό, πολύ πιθανό, ισχύει και από τουρκικής πλευράς για τους Έλληνες. Ασφαλώς, η επίδραση της Ιστορίας είναι μεγάλη. Οι Έλληνες θεωρούν τους Τούρκους υπεύθυνους για την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία, παρά το μωσαϊκό εθνοτήτων που την αποτελούσε, ήταν βασικά ελληνική σε γλώσσα, πολιτισμό και θρησκευτική παράδοση. Στον ίδιο βαθμό, οι Τούρκοι είναι πολύ πιθανό να θεωρούν τους Έλληνες υπεύθυνους για την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού τον αγώνα των Ελλήνων για την εθνική ανεξαρτησία, το 1821, ακολούθησε σταδιακά και η εξέγερση των άλλων βαλκανικών λαών. Όμως, οι σχέσεις μεταξύ των λαών δεν είναι μόνο το παρελθόν, η Ιστορία. Υπάρχει το παρόν και περισσότερο το μέλλον, που αφορά τις επόμενες γενεές.
Η Τουρκία είναι μια σημαντική χώρα, διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία χάρη και στις αντιθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και ασφαλώς τις στρατιωτικές και πολιτικές ικανότητες του Κεμάλ Ατατούρκ κατόρθωσε να περισώσει ένα ικανό μέρος της αυτοκρατορίας, μεγάλης μάλιστα γεωπολιτικής σημασίας. Εκτός του ελέγχου των στενών του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου, περιλαμβάνει και τις μικρασιατικές ακτές με τη γη της Ιωνίας, το λίκνο του ελληνικού πολιτισμού. Ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, αντελήφθη ότι η Τουρκία έπρεπε να αλλάξει πολιτικό και πολιτιστικό προσανατολισμό. Να στραφεί προς τη Δύση και όχι προς την Ανατολή. Οι διάδοχοί του λίγο-πολύ το τήρησαν και τον Δεκέμβρη του 1990 η Τουρκία απέκτησε και καθεστώς υποψηφίας χώρας για πλήρη ένταξη στην ΕΕ.
Με την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία σπάει σιγά σιγά η κεμαλική παράδοση. Ο ίδιος δυσπιστεί έναντι της ΕΕ και της Δύσης γενικότερα, η οποία απαιτεί σημαντικές αλλαγές σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως και των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων. Αρχίζει να διοικεί ως Σουλτάνος, αντί ως δημοκρατικός αιρετός ηγέτη και επιδεικνύει συμπεριφορά περιφερειακής δύναμης. Η Δύση, παρά τις κριτικές που ασκούνται στο σύστημα Ερντογάν, παραμένει ουσιαστικά θεατής. Η απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, που, ως λέγεται, είχε προειδοποιητικό χαρακτήρα, αντί να προβληματίσει συνετέλεσε στην ενίσχυση της παντοδυναμίας του. Πολιτικά στρέφεται προς τη Μόσχα, η οποία ανταποκρίθηκε ασμένως, δράττοντας την ευκαιρία για υπονόμευση της συνοχής του ΝΑΤΟ.
Η ρωσοτουρκική προσέγγιση ή λυκοφιλία δεν μπορεί, κατά εκτίμησή μας, να προσλάβει στρατηγικό χαρακτήρα γιατί μεταξύ των δύο χωρών εμφιλοχωρούν πολλά συγκρουόμενα συμφέροντα. Εξάλλου η Τουρκία εξακολουθεί να έχει μεγάλες εξαρτήσεις από τη Δύση. Τα τεκταινόμενα σε Μέση Ανατολή, Ιράκ και Συρία και η διαφαινόμενη δημιουργία κουρδικού κράτους, που όπως δείχνουν οι εξελίξεις μετατίθεται για αργότερα, λειτούργησαν καταλυτικά και προσέφεραν στον Ερντογάν επιχειρήματα και το ισχυρό όπλο της επίκλησης του κίνδυνου που διέτρεχε η πατρίδα, συσπειρώνοντας το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, ακόμα και ιδεολογικά αντίθετων. Το Κουρδικό είναι ένα από τα πλέον αδύναμα σημεία για την Τουρκία και ασφαλώς όχι μόνο για το καθεστώς Ερντογάν. Δεν πρόκειται για παροδικό πρόβλημα αλλά αποτελεί διαρκή ανησυχία για την τουρκική εσωτερική πολιτική και διπλωματία. Η εισβολή στο Αφρίν και ανατολικότερα, με την απειλή του Ερντογάν να φθάσει μέχρι την Ερμπίλ (τα ελληνιστικά Άρβηλα), μπορεί να έχει απρόσμενες συνέπειες στις σχέσεις της Τουρκίας με τις αραβικές χώρες αλλά και το Ισραήλ. Η κατάσταση γίνεται πλέον απρόβλεπτη με τις δηλώσεις του Προέδρου Τραμπ περί απόσυρσης των ΗΠΑ από τη Συρία.
Η αντιδυτική ρητορική του τούρκου Προέδρου σε συνδυασμό με τον βαθμιαίο εξισλαμισμό της χώρας προβληματίζει σημαντικό μέρος του πληθυσμού, κυρίως των δυτικότροπων δυτικών περιοχών. Και η απομάκρυνση της ευρωπαϊκής προοπτικής δεν λειτουργεί υπέρ της συνοχής της τουρκικής κοινωνίας. Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, οι κάποιες ελπίδες που δημιούργησε η αναπάντεχη πρόσκληση που απευθύνθηκε στον τούρκο Πρόεδρο και η επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Ελλάδα στις αρχές του περασμένου Δεκέμβρη εξανεμίσθηκαν σε διάστημα λίγων μηνών. Οι καθημερινές παραβιάσεις του εναερίου και θαλάσσιου χώρου, όπως και το επεισόδιο με την παρατεινόμενη κράτηση των δύο στρατιωτικών και οι εμπρηστικές δηλώσεις ανώτατων τούρκων αξιωματούχων αναφορικά με την κυριότητα δεκαοκτώ βραχονησίδων, έχουν συντελέσει στη δημιουργία υψηλής έντασης στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, σε σημείο να υπάρχει φόβος ακόμη και θερμού επεισοδίου.
Αλλά και η Ελλάδα έχει τις ιδιαιτερότητες και τους προβληματισμούς της. Ο βαλκανικός χώρος που την περιβάλλει δεν παύει να δυναστεύεται από εθνολογικές και άλλες έριδες του παρελθόντος και να είναι ασταθής. Οι σχέσεις με τις δύο όμορες χώρες και ιδίως με την ΠΓΔΜ σχετικά με την ονομασία και τα παράγωγά της, για τα οποία βρίσκονται υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεις σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, βαίνουν πέραν των συνήθων συγκρούσεων συμφερόντων. Σε αντίθεση όμως με την Τουρκία, η Ελλάδα αποτελεί σημείο αναφοράς για τη δημοκρατία και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέφρασε την πλήρη αλληλεγγύη του στη χώρα μας, στέλνοντας ηχηρό μήνυμα προς την Άγκυρα για σεβασμό του διεθνούς δικαίου όπως και την ταχεία απελευθέρωση των δύο στρατιωτικών. Προβληματισμοί εκφράζονται γύρω από τις δυνατότητες και έμπρακτης κοινοτικής συμπαράστασης σε περίπτωση που απαιτηθεί και πώς αυτή θα εκδηλωθεί. Εκείνο που από πλευράς μας επιβάλλεται είναι η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, σύνεση αλλά και αποφασιστικότητα, ετοιμότητα και ανάπτυξη ισχυρής αποτρεπτικής ικανότητας των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως και διπλωματική κινητικότητα, με ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας. Δυστυχώς, ουδέν χαλεπώτερον γείτονος εμπαθούς και ανασφαλούς.
Φωτο: trtworld.com