Προκαλεί ένας κοκορόμυαλος ηγέτης…


Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Ημέρες γεμάτες πλήξη, μια γενική καταχνιά θολώνει τα μάτια κι αυτή η κίτρινη σκόνη μαζί με τ’ απόνερα των βομβαρδισμών, που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα, έχουν δημιουργήσει ένα συναίσθημα θλίψης που κανείς δεν μπορεί να τ’ αποφύγει. Περιμένουμε την Ανάσταση με δέος, σαν από μηχανής Θεό, για να πάρουμε κουράγιο για τα μελλούμενα. Ένας δικός μας άνθρωπος, παιδί της οικογένειάς μας, μεγάλωσε μαζί μας κι έφυγε έτσι απρόοπτα, ξαφνικά, αφήνοντας πίσω του τις καλύτερες αναμνήσεις. Αυτό βέβαια μπορεί να πει κανείς ότι πληγώνει τους δικούς του ανθρώπους και μόνο γι’ αυτό δεν θα ήθελα, εξ αυτού του γεγονότος, να πικράνω κανέναν, μόνο ένα στερνό αντίο να του πω. Γιατί έτσι είναι η ζωή και δεν αλλάζει.

Είναι μια κουβέντα που πάντα μου έλεγε η γιαγιά μου, γι’ αυτό κοιτάμε μπροστά κι ελπίζουμε. Ελπίζουμε να εξαφανιστεί αυτό το νέφος της απογοήτευσης που ταλανίζει οικογένειες, ανήμπορες να ανταποκριθούν στα συνήθη και περιμένουν την εξ ύψους βοήθεια. Φαγητό, κανένα καθαρό ρουχαλάκι, ένα χιλιοπαιγμένο απ’ άλλα παιδιά παιχνιδάκι. Τα «ζήτω τα Μνημόνια», οι υποσχέσεις, τα όνειρα θερινής νυκτός είναι μακρινά. Άλλωστε πώς να τα κάνουν κάτω απ’ έναν ουρανό που δεν θυμίζει Ελλάδα; Κρυώνουν, φοβούνται στριμωγμένοι σ’ ένα καλύβι κι ακούνε κραυγές πολέμου να ματώνουν τις ψυχές τους. Ένας κοκορόμυαλος ηγέτης επαίρεται για το 1922, τότε που αφήσανε τα απροσδιορίστου φυλής στίφη των καβαλάρηδων να πετσοκόψουν έναν λαό χρόνια εγκαταστημένο στην πατρίδα του Σεφέρη και τόσων άλλων μεγάλων ποιητών, σοφών, καλλιτεχνών και άξιων ιδρυτών σχολών που σ’ αυτές φοίτησαν άνθρωποι του πνεύματος.

Ξεθεμελίωσαν ένα εμπορικό κέντρο μεγάλης αξίας, τη Σμύρνη, έβαλαν φωτιά σε τράπεζες και σχολεία και το θεωρούν αυτό ένα είδος ικανότητος, επειδή μπόρεσαν να καταστρέψουν ό,τι θύμιζε πολιτισμό. Μας κουνούν το δάχτυλο για να είμαστε καλά παιδιά, σαν να μας λένε «θυμάστε τι πάθατε». Ξεχνούν όμως ή δεν καταλαβαίνουν ότι αυτή η απειλή θεριεύει το μίσος στις ψυχές των Ελλήνων, την εκδίκηση που υποβόσκει σε κάθε ελληνική σκέψη. Θίγεται η αξιοπρέπεια, θίγεται η υπερηφάνεια ενός λαού που κατάφερε να τους πολεμήσει μετά από 400 χρόνια δουλείας και να τους στείλει στον αγύριστο μ’ ένα μάτσο παλικαριών που το έλεγε η ψυχή τους όταν ήρθε η ώρα, γιατί του Ρωμιού ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει.

Ανόητοι, επιδειξίες, κοκορόμυαλοι προκαλούν και προκαλούν. Αλήθεια, μέχρι πότε; Μέχρι πότε θα βλέπουν σχεδόν την απαθή αντιμετώπιση των Ελλήνων; Να είναι, άραγε, ο λόγος που τους κάνει πιο κακά παιδιά, παίζοντας με τη φωτιά; Μήπως πιστεύουν ότι έτσι θα κερδίσουν; Δεν περνά καθόλου από το μυαλό τους ότι ίσως αυτός να είναι ένας άλλος τρόπος πίεσης, που σε κάνει να παραμιλάς όταν έρθει η ώρα της αλήθειας. Μιας αλήθειας θεριεμένης, σκληρής, αποφασισμένης να ξεμπερδεύει μία κι έξω με αυτούς τους αιώνιους εχθρούς της, για να ξαναγίνει η Αγιά Σοφιά το μεγαλειώδες μνημείο της Χριστιανοσύνης, η Λωξάντρα να ξαναπάει στην Μπαλουκλιώτισσα για τον αγιασμό που μοίραζε στους τούρκους γείτονές της και να μην ακουστεί ξανά η φωτιά (Γιαγκίν) που έκαψε τους Αρμενίους.


Σχολιάστε εδώ