Οι Αμερικανοί, ο Πούτιν, ο Ερντογάν και ο Πρόθυμος Ηλίθιος
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Αρκετοί ήταν εκείνοι που θεωρούσαν αβάσιμες τις κατηγορίες τμήματος της Αριστεράς ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί τον εθνικισμό στην προσπάθειά της να περάσει τόσο τα προαπαιτούμενα των Μνημονίων όσο και τις λύσεις που προκρίνουν ΗΠΑ και ΕΕ στα γεωπολιτικά θέματα του Αιγαίου, των Βαλκανίων και της κυπριακής ΑΟΖ. Τις τελευταίες ημέρες, όμως, η εκτίμηση αυτή μοιάζει να επιβεβαιώνεται. Η κυβέρνηση σηκώνει τους τόνους απέναντι στον Ερντογάν. Από κοντά και τα Μέσα Ενημέρωσης, που έχουν επιδοθεί σε εκτενή αφιερώματα γύρω από τις εθνικιστικές κορόνες του τούρκου Προέδρου. Προσπαθούν έτσι να «θυμώσουν» τον κόσμο απέναντι στην πολιτική της γείτονος.
Είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία ειδησεογραφικοί σταθμοί κάνουν αναλύσεις της τουρκικής πολιτικής στη βάση τού τι είπε ο Ερντογάν σε συγκέντρωση μουσουλμάνων πιστών στην Αγία Σοφία ή των «επεκτατικών βλέψεων» τούρκου εργολάβου από τη Σμύρνη, που ονόμασε υπό ανέγερση συγκρότημα κατοικιών «Σαντορίνη». Προκαλεί περιέργεια, τουλάχιστον, το ότι οι ελληνικοί τηλεοπτικοί σταθμοί δεν προέβαλαν με ένταση, για τον σκοπό αυτό, την απαράδεκτη κράτηση των ελλήνων στρατιωτικών στην Τουρκία για 40 ημέρες χωρίς απαγγελία κατηγορίας. Ακόμη πιο περίεργο είναι το ότι η κυβέρνηση, την ίδια ώρα που εκστομίζει εθνικιστικές κορόνες κενές περιεχομένου, έσπευσε διά στόματος πρωθυπουργού να καταδικάσει στην ουσία τους δύο στρατιωτικούς, επιβεβαιώνοντας ότι συνελήφθησαν σε τουρκικό έδαφος.
Φυσικά, υπάρχει εξήγηση για όλα αυτά. Η κλιμάκωση του εθνικισμού οφείλεται στην προσέγγιση Τουρκίας – Ρωσίας, που ξεκίνησε με την ετερόκλητη συνεργασία για την κατάληψη του Αφρίν από τον Τουρκικό Στρατό. Είναι γνωστό ότι οι Ρώσοι μεσολάβησαν για τον απεγκλωβισμό δυνάμεων του ISIS από θύλακες της Δαμασκού, ώστε να συνδράμουν τις τουρκικές δυνάμεις στις μάχες με τους κούρδους υπερασπιστές του Αφρίν.
Ο έλεγχος της περιοχής από τουρκικές δυνάμεις ακυρώνει μια βασική επιδίωξη των Αμερικανών στην περιοχή, που είναι η διέλευση από τη Μοσούλη του αζέρικου αγωγού αερίου προς τη Μεσόγειο. Παρότι η βάση της συμμαχίας Ρωσίας – Τουρκίας είναι σαθρή, αφού υποστηρίζουν αντιμαχόμενες δυνάμεις στον Συριακό Εμφύλιο (οι Τούρκοι τον ISIS και οι Ρώσοι τον Άσαντ), οι δύο δυνάμεις προσπαθούν να δώσουν μόνιμο χαρακτήρα στην προσέγγισή τους. Μάλιστα, μοιάζει να προσπαθούν να συστήσουν συμμαχικό άξονα, αφού στη συνάντηση της Άγκυρας ανάμεσα στον Ερντογάν και στον Πούτιν λαμβάνει μέρος και ο ιρανός Πρόεδρος Ρουχανί.
Άλλο που δεν ήθελε ο Πούτιν, αφού θα υπογράψει δουλειά 20 δισ. δολαρίων με την Τουρκία για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου ηλεκτρικής ενέργειας στο Ακούγιου (το κόστος κατασκευής είναι των Ρώσων, αλλά η Τουρκία θα αγοράζει για 15 χρόνια το 50% της παραγωγής) και ενδεχομένως να πουλήσει και αντιβαλλιστικούς πυραύλους S-300.
Όλα αυτά βέβαια στη βιτρίνα, αφού πρόκειται για ένα διπλωματικό παιχνίδι σε πολλά επίπεδα, αλλά με ουσιαστικά έναν αποδέκτη: τους Αμερικανούς. Με τις κινήσεις αυτές η Ρωσία κατέστησε σαφές ότι, αν δεν συνεννοηθούν μαζί της οι Αμερικανοί στο θέμα των αγωγών και της ενέργειας, θα μονιμοποιήσει την αναστάτωση στην περιοχή, ανοίγοντας και το ευαίσθητο θέμα της πυρηνικής τεχνολογίας. Με άλλα λόγια, τους λέει ότι «αν εμποδίσετε τον δικό μου αγωγό μέσω ΠΓΔΜ, θα εμποδίσω τον δικό σας μέσω Μοσούλης». Ο Ερντογάν, από την άλλη, με τη συμβολική κίνηση του Ακούγιου κατέστησε σαφές σε Αμερικανούς, Καταριανούς και Σαουδάραβες ότι δεν επιθυμεί να λάβει μέρος στον έλεγχο πετρελαϊκών και ενεργειακών αποθεμάτων.
Αν όμως επιχειρήσουν να τον μετατρέψουν σε νέο Γιανουκόβιτς, θα συμμαχήσει με Ιράν – Ρωσία και θα τους δημιουργήσει προβλήματα στη Μοσούλη, και όχι μόνο. Αλλά και ο Ρουχανί στην ουσία λέει το ίδιο στους Αμερικανούς. Δηλαδή, ότι αν μεταβάλουν οριστικά τη θέση τους απέναντι στο Ιράν και επανέλθουν στους παραδοσιακούς τους συμμάχους, Σαουδάραβες και Καταριανούς, εγκαταλείποντας την πολιτική του Ομπάμα, δεν έχει άλλη λύση από το να συμμαχήσει με τον Ερντογάν και τον Πούτιν για τον έλεγχο της περιοχής. Χαρακτηριστικά, στη συνάντηση της 4ης Απριλίου 2018 οι τρεις τους αναγορεύθηκαν εγγυητές της ανεξαρτησίας της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας.
Οι Αμερικανοί ξέρουν τα όρια αυτών των λεονταρισμών, αλλά αναγνωρίζουν και την πολυπλοκότητα της κατάστασης. Για τον λόγο αυτό αποφάσισαν μια σιγουρατζίδικη λύση. Από τη μια, πιέζουν για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων Ελλάδας – ΠΓΔΜ για την ονομασία της δεύτερης, ώστε να μπει στο ΝΑΤΟ και να ελέγξουν, μέσω Σκοπίων, τη διέλευση του ρωσικού αγωγού αερίου προς τη Μεσόγειο. Παράλληλα, προχωρούν την εξόρυξη στην κυπριακή ΑΟΖ, δημιουργώντας τετελεσμένα για τη διάθεση αερίου στη Μεσόγειο ανεξάρτητα με το τι θα γίνει με τον αζέρικο αγωγό.
Κατοχυρώνουν έτσι τα δικά τους διαπραγματευτικά χαρτιά απέναντι στη Ρωσία. Γιατί με τη Ρωσία θα διαπραγματευτούν στο τέλος και ας κάνει όνειρα ο Ερντογάν. Από την άλλη, έβαλαν τους πρόθυμους ηλίθιους Τσίπρα και Ερντογάν να κλιμακώσουν τη μεταξύ τους ένταση, ώστε να επεκτείνουν και να μονιμοποιήσουν τη στρατιωτική τους παρουσία στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Έτσι, μπορούν ανά πάσα στιγμή με ένα θερμό επεισόδιο να μεταβάλουν αποφασιστικά την κατάσταση, αφού ο Ερντογάν δεν μπορεί να πολεμάει σε δύο μέτωπα.
Σε αυτήν τη διελκυστίνδα είναι προφανές ότι η ελληνική αστική τάξη είναι μια συμπληρωματική δύναμη, που αναζητεί ρόλο στο πλαίσιο των όποιων ανακατατάξεων στην περιοχή. Έναν ρόλο, όμως, που δεν γνωρίζει ούτε η ίδια ούτε οι σύμμαχοί της. Οι ιδέες ότι η Ελλάδα θα αποτελέσει δίαυλο ένταξης των Βαλκανίων στην ΕΕ με την ανάδειξη του κ. Τσίπρα σε νέο βαλκανικό ηγέτη μόνο μειδίαμα μπορούν να προκαλέσουν. Άποψή μου είναι ότι θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν την ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό σύστημα σε ρόλο πρόθυμου ηλίθιου μέχρι να ισορροπήσει η κατάσταση.
Στο μεσοδιάστημα και εν μέσω κρίσης, πληρώνουμε 1 δισ. στους Αμερικανούς για την αναβάθμιση των F-16 (τμήμα των 2,3 δισ. εξοπλιστικών συμβολαίων που υπέγραψε ο κ. Τσίπρας στην Ουάσινγκτον στην τελευταία του επίσκεψη) και κινδυνεύουμε να εμπλακούμε και σε έναν πόλεμο συγκρουόμενων ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην περιοχή. Η Αριστερά θα πρέπει να καταστήσει σαφές προς όλους ότι δεν θα στηρίξει αλλά, αντίθετα, θα καταγγείλει ενεργητικά την όποια πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας, καθώς και το εθνικιστικό παραλήρημα που προσπαθούν να στήσουν κυβέρνηση και ΜΜΕ.