Συνέβη στον Αϊ-Τρύφωνα

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Περνούσε, όπως συνήθως, γυρίζοντας στο σπίτι, μπροστά από τη μεγάλη εκκλησία της ενορίας του, τον Άγιο Τρύφωνα. Οι δυο καντηλανάφτισσες είχαν ανασκουμπωθεί και καθάριζαν με βρεγμένα κουρέλια, ενώ ένας τεχνίτης, ανεβασμένος πάνω στη σκάλα, ασχολούνταν με το εάν ανάβουν καλά τα εξωτερικά φώτα και εάν δούλευαν σωστά οι μικροφωνικές εγκαταστάσεις για να ακουστεί καλά το «Χριστός Ανέστη». Δεν πρέπει να ήταν κανένας σοβαρός μάστορας ο τεχνίτης, επειδή αφενός οι επίτροποι της εκκλησίας έβγαζαν από τη μύγα ξύγκι, ενώ, αφετέρου, ο μαστοράκος πάνω στη σκάλα πιο πολύ σε ζογκλέρ έφερνε παρά σε επαγγελματία ηλεκτρολόγο.

Ο παππούς Νικολής, που ερχόταν χαζεύοντας γύρω ακουμπισμένος στο μπαστούνι του, κοντοστάθηκε για να δει το νταραβέρι που γινόταν στην εκκλησία. Είδε τα απόνερα του σφουγγαρίσματος, είδε τον μάστορα με το δοκιμαστικό στο χέρι και απεφάνθη «Πάσχα έρχεται, ετοιμασίες κάνουνε…» και συνέχισε τον δρόμο του σαν κάτι που δεν τον αφορά. Το γεγονός είναι πως τώρα τελευταία δεν τα πήγαινε καλά με την εκκλησία, καθώς οι επίτροποι έκαναν αύξηση 25% στα στασίδια κι ο παππούς μαλλιοτραβήχτηκε μαζί τους, επειδή στις μέρες μας αυξήσεις δεν επιτρέπονται. Έτσι έλεγε και ξανάλεγε: «Αν δεν γίνω βουδιστής, να με…».

Ο παππούς Νικολής γεννήθηκε στην ίδια γειτονιά που βρισκόταν η εκκλησία του Άγιου Τρύφωνα. Στην αρχή ο τόπος ήταν γεμάτος προβλήματα κι η εκκλησία ήταν μικρή. Όμως, χρόνο με τον χρόνο μεγάλωνε και μια πολύ πετυχημένη ανανέωση, δαπάναις των κατοίκων της γειτονιάς, έφερε τον ναό στη σημερινή του λάμψη. Συνομήλικος με την εκκλησία ήταν και ο Νικολής. Θυμούνται οι γειτόνοι πως όταν γεννήθηκε, βγήκε στο παράθυρο ο πατέρας του φωνάζοντας «αγόρι, αγόρι…» Δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του που εκείνος, ένας απλός δημόσιος υπάλληλος, αποκτούσε παιδί, ενώ άλλοι, υψηλόβαθμοί του, κοτζάμ διευθυ­νταί, γεννοβολούσαν -οι γυναίκες τους- κορίτσια. Έτσι, ο Νικολής μεγάλωνε με την αυτοπεποίθηση του αρσενικού. Δεν είχε γίνει καν έφηβος, όταν εμφανίστηκε στην κοινωνία σαν μαχητικός άθεος.

Προσωπικός του εχθρός ήταν ο παππάς του Αϊ-Τρύφωνα, που σαν τον έβλεπε στον δρόμο άλλαζε πεζοδρόμιο. Κι όλα αυτά επειδή μια φορά ο παππάς τον αποκάλεσε «τέκνον Νικόλαε», που ο ίδιος το εξέλαβε ως προσβολή. Χώρισαν λοιπόν τα τσανάκια τους και ο μεν παπάς ήταν για τον Νικολή ο «τουρλόπαπας», ο δε Νικολής για τον παπά ο «καταραμένος». Το μένος του για καθετί θρησκευτικό ήταν απερίγραπτο. Όλα του έφταιγαν. Του έφταιγαν οι καμπάνες, όταν χτυπούσαν, επειδή τον ξύπναγαν. Του έφταιγαν οι γριές με τα σταυροκοπήματά τους και λοιδορούσε καθετί που είχε σχέση με τη θρησκεία.

Με δύο λόγια, ο Νικολής έγινε ένας φανατικός άθεος και τώρα που γέρασε, όταν έρχονται γιορτές, θυμάται τα νεανικά του κατορθώματα και δακρύζει. Σάμπως η Καίτη των εφηβικών του χρόνων μπορεί ποτέ να ξεχαστεί;

Η Καιτούλα, αντιθέτως, ήταν πολύ θρησκευόμενη. Ο Νικολής την έχει βάλει στο μάτι και παρότι της γουστάρει ούτε γυρίζει να τον δει, «τον άθεο, τον τρισκατάρατο». Η γιαγιά της μάλιστα, που ξέρει να φυλάει τα ρούχα της, την έχει πείσει πως «άκουσε να λένε ότι τα βράδια ο Νικολής παίζει τάβλι με τον διάβολο…».

Έρχεται το Μεγάλο Σάββατο λοιπόν και ο έφηβος Νικολής πάει στην Πολυκλείτου κι αγοράζει μια λα­μπάδα με μπόλικα φιρφιρίκια επάνω της. Τρέμει μην πάρουν πρέφα στη γειτονιά κι αρχίσουν την πλάκα για τον «άθεο με τη λαμπάδα» και πάει στα κρυφά, σαν τον κλέφτη, στην Ανάσταση. Τον βλέπει η Καίτη και πιστεύει πως «ο Νικολής άλλαξε» Τον βλέπει και η γιαγιά, που τίποτα δεν της ξεφεύγει, και πιστεύει πως «έγινε θαύμα». Και εκεί που λέει ο παπάς το «Χριστός Ανέστη» και γίνεται πανζουρλισμός με τα βαρελότα, που σφυρίζουν τα πυροτεχνήματα και πέφτουν αβέρτα οι μπαλωθιές, τότε που ανταλλάσσουν φιλιά οι οικογένειες κάτω από τον έναστρο ουρανό, πλησίασε στη ζούλα την Καίτη και της σκάζει δύο θορυβώδη φιλιά, που έκαναν αθόρυβα τα… βαρελότα.

Ο πατέρας της Καίτης ανέλαβε τα περαιτέρω…


Σχολιάστε εδώ