Πότε θα σταματήσει αυτή η γενοκτονία;


Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Θα ήθελα κάποια φορά, που θα καθίσω να χαζέψω μπροστά στον δέκτη της τηλεόρασης, να αισθανθώ εκείνες τις εικόνες μιας ζωής που δεν είχε ξεστρατίσει τόσο πολύ, που οι άνθρωποι εκτιμούσαν την κάθε μέρα, μ’ όλα της τα καλά και τα κακά. Θείο δώρο, μοναδικό και πανάκριβο. Σήμερα δεν περνά μέρα που να μη γίνει μια δολοφονία, μια ληστεία, ένας εμπρησμός, μια καταστροφή, που ασυλλόγιστα πλήττει την εικόνα της χώρας. Τόσο πολύ έχουν υποτιμηθεί όλα; Η ζωή, φαίνεται, δεν έχει καμία αξία, δεν έχει καμία προοπτική. Κανένα όνειρο δεν μπορεί να σταθεί μέσα σ’ αυτήν τη θολή ατμόσφαιρα, όπου τοξικομανείς, ο αγοραίος έρωτας, οι νταβατζήδες και οι αντιεξουσιαστές-αναρχικοί κυβερνούν αυτήν την ταλαιπωρημένη πόλη.

Κανείς δεν μπορεί να σταματήσει όλες αυτές τις ομάδες, που σε λίγο θα κυβερνούν «τα Σόδομα και τα Γόμορρα». Κι απ’ την άλλη, ένας γαλάζιος, πεντακάθαρος ουρανός επιμένει να φωτίζει όλα τα μνημεία μιας περασμένης εποχής, ενώ οι επισκέπτες απ’ τα πέρατα της Γης χαίρονται τη ζεστασιά, το φως, την άνοιξη, που επιμένει να ‘ρθει στην ώρα της.

Με πρόσωπα γεμάτα χαρά απολαμβάνουν τον ήλιο, ένα ακριβό στολίδι στον Νότο της Ευρώπης, η οποία πνίγεται στο χιόνι, ενώ εκείνη η μικρή της γωνιά πεισματικά κρατά την καλοκαιρία, σαν ένα περίεργο φαινόμενο Θείας ευλογίας.

Δεν είναι δυνατόν η πατρίδα να πλήττεται από παντού και στα σωθικά της να καίγεται απ’ την ασυδοσία, την αυθάδεια του σκληρού, που δεν αισθάνεται ότι ζει σε μια ευνοούμενη κοινωνία με αρχές και με νόμους.

Πού είναι το κράτος του δικαίου, να βάλει σε τάξη αυτήν την παράλογη αταξία; Είναι δυνατόν να σκέπτεται κανείς να περάσει απ’ την κεντρική πλατεία της πόλης γιατί φοβάται την αναρχία, που κυριεύει τους πάντες και τα πάντα;

Πού είναι η Αθήνα; Θυμάται κανείς την καθαριότητα που είχε, έστω και ατελή; Θυμάται τα καταστήματα που υπήρχαν γύρω γύρω, χαρακτηριστικά μιας κανονικότητας; Έψαχνα να βρω τον Μπακάκο, το πιο παλιό φαρμακείο της Αθήνας. Αντ’ αυτού βουλγαρικά μαγαζιά, ρουμάνικα και πάσης φύσεως αγορές που εξυπηρετούν οικονομικούς μετανάστες. Φούρνοι, μπακάλικα, κινέζικα καταστήματα σε κάθε γωνιά και κέντρα διασκέδασης που λειτουργούν στην Ελλάδα της ασυδοσίας και της άλωσης.

Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που δουλεύουν σε κάθε είδους απασχόληση, έχουν δικαιώματα και βεβαίως τα απαιτούν με θράσος, αφού τα δικαιούνται. Ποιος έλληνας μετανάστης θα είχε το σθένος να απαιτήσει τίποτα αν δεν του το έδιναν; Περίθαλψη και μάλιστα τζά­μπα στα νοσοκομεία, αποκατάσταση, ζωή ανθρώπινη, όλα τα ζητούν.

Καθημερινά, στα παγωμένα νερά του Αιγαίου, μετανάστες, άνθρωποι τρομαγμένοι οι περισσότεροι, πνίγονται με τα παιδιά τους, αθώα θύματα μιας αναίσχυντης πολεμικής πολιτικής που σκοπός της είναι το χρήμα. Πότε πια θα πάψει αυτή η γενοκτονία, πότε η λογική θα ξανάρθει στο κεφάλι των πολεμοκάπηλων, που καταστρέφουν κοινωνίες για να ικανοποιήσουν την παντοδυναμία τους, που δεν ενδιαφέρει στην ουσία παρά μόνο τους παρατρεχάμενους γλύφτες, που προσπαθούν να αρπάξουν κάτι απ’ τη δόξα τους, πιστεύοντας ότι έτσι θα γίνουν σεβαστά καθάρματα μιας κοινωνίας χωρίς όνειρα και προοπτικές.

Ιαχές πολέμου ακούγονται απ’ τα βάθη της Συρίας, που χτυπιέται ανελέητα. Το καθάριο Αιγαίο, η θάλασσά μας, πνίγεται από πλοία και μακρινούς επίδοξους κατακτητές. Τσιρίζει ο Σουλτάνος, οι Σκοπιανοί δεν αλλάζουν τον σκοπό τους. Οι Αλβανοί ξαφνικά έγιναν δυνατοί απ’ τις δικές μας πλάτες, που τους περιέθαλψαν, τους έντυσαν, τους τάισαν, και θέλουν να αναβιώσουν τη «Μεγάλη Αλβανία», αλλά εμείς σιωπούμε, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα των κυριών των σαλονιών.

Βαθιά νυχτωμένοι, πότε δεν θυμώσαμε πραγματικά, δείχνοντας την πραγματική μας ταυτότητα. Ωστόσο, προσπαθούμε χωρίς υποστήριξη, ούτε καν από την Ευρώπη, να πείσουμε με ευγένεια για το δίκιο μας.


Σχολιάστε εδώ